«Ως επακόλουθο των παραπάνω» έγραφε ο Λούκος στα πρακτικά του συνεδρίου («Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, 1833-2002», 2 τόμοι, έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών) «οι σχετικές με το 1821 διδακτορικές διατριβές στα πανεπιστήμια έχουν δραματικά περιορισθεί, λίγοι καθηγητές, όχι πάντοτε ειδικοί, διδάσκουν συστηματικά την περίοδο αυτή και δύσκολα συναντώνται στα έγκυρα ιστορικά περιοδικά άρθρα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι προτείνουν κάτι ουσιαστικά νέο». Και παρά το ότι ο ίδιος θεωρούσε ώριμες τότε τις συνθήκες για μια νέα και συνολικότερη προσέγγιση του 1821, στο παραπάνω συνέδριο θα καταγραφόταν ο διαξιφισμός των ανακοινώσεων των Στάθη Καλύβα και Γιώργου Μαργαρίτη για τους «μύθους» και την ιστοριογραφική πρόκληση στην προσέγγιση της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου –κείμενα που έκτοτε ακολούθησε ένα κύμα εκδόσεων, μελετημάτων, απομνημονευμάτων και διατριβών με επίκεντρο τον Ελληνικό Εμφύλιο. Η κεντρική σκηνή της ιστοριογραφικής παραγωγής του 21ου αιώνα θα ανήκε τελικά στον 20ό, όχι στον 19ο, στην κρίση της δεκαετίας του ’40, όχι στην καταστατική στιγμή του έθνους-κράτους.
Οι «απάτητες περιοχές»
Η υποχώρηση ενός ερευνητικού αντικειμένου στις ευαισθησίες της ιστοριογραφίας ή των κοινωνικών επιστημών δεν είναι βέβαια μοναδικό φαινόμενο –αντίθετα, οι εντάσεις και οι υφέσεις αποτελούν τον κανόνα. Επηρεασμένες από μια πολιτική συγκυρία όπου κυριάρχησαν το εγχείρημα της μετατροπής της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ενωση και η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, για παράδειγμα, οι δεκαετίες του 1980 και του 1990 χαρακτηρίστηκαν από την κατακόρυφη αύξηση των μελετών για το φαινόμενο του εθνικισμού (τάση που άφησε ευδιάκριτα αποτυπώματα και στην ελληνική έρευνα και βιβλιογραφία), με τη ροή των δημοσιευμάτων να ελαττώνεται δραστικά στη συνέχεια. Το «παράδοξο», επομένως, δεν είναι και «πρωτοφανές». Δεν παύει ωστόσο να συνιστά έλλειμμα. «Χάθηκε η ευκαιρία το 1821, ιδωμένο διαφορετικά, να αποτελέσει ουσιαστικό παράγοντα στην ανανέωση της ελληνικής ιστοριογραφίας» που προέκυψε στη δεκαετία του 1970, υπογράμμιζε ο Λούκος το 2002. «Θα ήθελα να σας τονίσω ότι κατά τη γνώμη μου τα βασικά αίτια που είχα επισημάνει τότε για τη «σιωπή» ως προς τη μελέτη του 1821 παραμένουν στις γενικές τους γραμμές» επαναλαμβάνει σήμερα ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.Η απώλεια της ευκαιρίας οριοθετεί έναν χώρο όπου ακόμη απαντώνται αποθέσεις ιδεολογικών ιζημάτων, γνωστικά κενά και θεσμικές ανεπάρκειες.
«Το ’21 είναι μια περιπέτεια ιστοριογραφική στην οποία υπάρχουν ολόκληρες περιοχές που παραμένουν απάτητες» λέει ο Νίκος Θεοτοκάς, καθηγητής Ιστορικής και Θεωρητικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας του βιβλίου «Ο βίος του στρατηγού Μακρυγιάννη» (εκδόσεις Βιβλιόραμα), έργου που αποσπά τον εμβληματικό για τη νεοελληνική συνείδηση αγωνιστή από τις τροχιές της αποκλειστικά ελληνολατρικής αγιογράφησης ή της αριστερής έμπνευσης – ταύτισής του με την προσωποποίηση του λαού προκειμένου να αναδείξει και τις αντιφατικές «γωνίες» (κερδοσκοπία, φιλονικία, υπέρμετρη τόλμη) που καθιστούν αξιοπρόσεκτη τη φυσιογνωμία και την πολιτεία του ανάγοντάς τον σε υπόδειγμα ανθρώπου του παλιού κόσμου που αλλάζει μέσα στην Επανάσταση. «Δυστυχώς αυτό το απάτητο κομμάτι, από την πλευρά της ιστοριογραφίας, χρειάζεται να αποσπαστεί από τις επικράτειες των ιδεολογιών» συνεχίζει ο Θεοτοκάς. «Και τούτο δεν βοηθάει στην κατανόηση, μερικές φορές μάλιστα απομακρύνει και ακυρώνει το νόημα. Για να προσεγγίσει κανείς πρόσωπα μεγάλων καπετάνιων της Επανάστασης, όχι μόνο του Μακρυγιάννη, πρέπει να βγάλει από το τραπέζι όγκους ιδεολογικών προσχώσεων που συσκοτίζουν πράγματα και καταστάσεις: παράδειγμα, ο Γώγος Μπακόλας ή ο Βαρνακιώτης ή ο Γιάννης Γκούρας ή, πολύ περισσότερο, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, περιπτώσεις για τις οποίες περισσότερο μιλούν οι εκ των υστέρων βεβαιότητες που έχουμε φτιάξει παρά το υλικό και τα τεκμήρια. Η μεγάλη δυσκολία είναι να προσεγγίσει κανείς ξανά τις πηγές, όχι γιατί δεν είναι διαθέσιμες αλλά γιατί έχουν προκαταλάβει το νόημά τους τα ιδεολογικά σχήματα. Αν δει κανείς τα ευπώλητα βιβλία για την Επανάσταση, θα διακρίνει σχήματα με καλούς και κακούς. Χονδρικά και αδικώντας ίσως αυτού του τύπου τις προσεγγίσεις, θα πω ότι τις διακρίνει και τις προωθεί εμπορικά μια λαϊκιστική, ποπουλίστικη προσέγγιση που μας έχει γίνει περισσότερο οικεία και φιλική από την παράδοση της ιστορίας-πρόβλημα. Αλλά το ιδεολογικό επίχρισμα δεν είναι ιδιομορφία της ελληνικής περίπτωσης. Ξέρετε, έχουμε ανάγκη οι πρόγονοί μας να μας μοιάζουν και άρα πρόκειται για τη μέριμνα που επιδεικνύουν οι απόγονοι να τους φέρουν στα δικά τους μέτρα. Είναι αυτό που ο Φίλιππος Ηλιού κόπιασε να μας μάθει, να βάζουμε στην άκρη τις ιδεολογικές υπαγορεύσεις και χρήσεις της Ιστορίας, δηλαδή, που έρχονται να διαλύσουν και το ίδιο το τεκμήριο. Αν υπάρχει μια ελληνική ιδιαιτερότητα, αυτή έχει να κάνει με τις αρχαϊκότητες που υπαγόρευσε με τη βία η εθνικοφροσύνη και η συνακόλουθη αντίσταση των ιδεολογικών της αντιπάλων».
Στις «απάτητες περιοχές» και στα κατάλοιπα των ιδεολογικών προσλήψεων θα πρέπει να προστεθεί το ερώτημα για την ανταπόκριση των θεσμών. Σχεδόν δέκα χρόνια πριν σε άρθρο του στο «Βήμα» το 2007 ο Νίκος Μπακουνάκης επεσήμαινε ότι «είναι αμφίβολο αν υπάρχει σήμερα στο πανεπιστήμιο καθηγητική θέση της οποίας το αντικείμενο να περιγράφεται ως «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» ή του «Αγώνα για την Ανεξαρτησία»». Πράγματι, η τρέχουσα διάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών των πανεπιστημίων εκείνων που διαθέτουν τμήματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας (Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Κρήτης) προβλέπει τομείς και έδρες κατανεμημένους κατά ενότητες που παραπέμπουν στο παράδειγμα της διάκρισης του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου («Αρχαία ιστορία», «Βυζαντινή ιστορία», «Ιστορία του νέου Ελληνισμού») συμπληρώνοντάς το κατά περίπτωση με τις κατηγορίες της «νεότερης» και «σύγχρονης ελληνικής ιστορίας». Σε ένα τέτοιο οργανωτικό πλαίσιο η εξειδίκευση του αντικειμένου εντός της εκάστοτε περιόδου εξαρτάται από τα ερευνητικά ενδιαφέροντα του διδάσκοντος, όχι από μια καταστατική, προγραμματική κατεύθυνση μελέτης. Συχνά αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η Επανάσταση συνεξετάζεται σε ευρύτερο χρονικό φάσμα που συνδέει το γεγονός με τα αίτια και τις συνθήκες της μετάβασης από την οθωμανική στην επαναστατημένη κοινωνία. Ωστόσο, η ανάγκη για αυτοτελή σπουδή του 1821 αντανακλά και στην πρόταση του Χρήστου Λούκου το 2002 σχετικά με την ίδρυση αυτόνομου ερευνητικού κέντρου για τη συστηματική μελέτη της Ελληνικής Επανάστασης: έργο του θα ήταν η συστηματοποίηση ενός τεράστιου όγκου βιβλιογραφίας και η συγκρότηση αντίστοιχων βάσεων δεδομένων παράλληλα με την προσέλκυση νέων ερευνητών. Η πρόταση δεν καρποφόρησε ως τώρα.
Οι νέες προοπτικές
Βέβαια, η βιβλιογραφική ροή, αν και σποραδική, δεν έπαψε ποτέ, αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να επισημανθεί –και το ίδιο ισχύει και για την ερευνητική δραστηριότητα. Πυκνώσεις υπάρχουν: ο Χρήστος Λούκος υποδεικνύει, μεταξύ άλλων, τα συνέδρια του Πανεπιστημίου του Ιονίου το 2009 («Η Ελληνική Επανάσταση του 1821: Ενα ευρωπαϊκό γεγονός») και της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού το 2015 («Οψεις της Ελληνικής Επανάστασης»), τη δημιουργία του Ψηφιακού Αρχείου Καποδίστρια (
https://kapodistrias.digitalarchive.gr/), όπως και την πρόσφατη πρωτοβουλία του Κέντρου Ερευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες ως προς τη συγκρότηση εντός τετραετίας online αρχείου με τον τίτλο Ψηφιακό Αρχείο 1821: Ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας. Σε μια σύντομη σχετικά χρονική συγκυρία από τα μέσα του 2015 ως τις αρχές του 2016 εκδόθηκαν τέσσερα νέα βιβλία με αντικείμενο πτυχές της επαναστατικής εμπειρίας, τα δύο πρώτα από τους διακεκριμένους ιστορικούς
Βασίλη Κρεμμυδά και
Βασίλη Παναγιωτόπουλο («Η Ελληνική Επανάσταση του 1821», εκδόσεις Gutenberg / «Δύο πρίγκιπες στην Ελληνική Επανάσταση», εκδόσεις Ασίνη), τα άλλα δύο από τις νεότερες ερευνήτριες
Αννα Καρακατσούλη και
Γιάννα Τζουρμανά («»Μαχητές της ελευθερίας» και 1821», εκδόσεις Πεδίο / «Βρετανοί ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές», εκδόσεις Μουσείου Μπενάκη). Οι τίτλοι διαφέρουν μεθοδολογικά, διακρίνονται όμως από την κοινή διάθεση επανεπίσκεψης γνωστών ιστορικών «τόπων» με νεότερα στοιχεία, απροκατάληπτη ματιά και αναστοχαστικό βλέμμα. Ενίοτε, τέλος, η ιστορική παραγωγή παρέχει στο ευρύ κοινό προϊόντα υψηλού εκλαϊκευτικού επιπέδου: ο Νίκος Θεοτοκάς επισημαίνει τη σειρά βιογραφιών προσώπων του Αγώνα σε επιμέλεια Βασίλη Παναγιωτόπουλου με γενικότερο τίτλο «Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας» που δόθηκαν μαζί με την εφημερίδα «Τα Νέα» το 2010 και ο
Ρόντρικ Μπίτον, καθηγητής στην έδρα Κοραή του Κινγκς Κόλετζ, την τηλεοπτική σειρά ιστορικών ντοκιμαντέρ «1821» που μεταδόθηκε από τον Σκάι το 2011.
Τέτοιες πυκνώσεις δεν συνιστούν προς το παρόν αναγκαία και ικανή συνθήκη ώστε να μιλήσουμε για άρση της «σιωπής» ή σύσταση ιστορικών κοινοτήτων έτοιμων να αναμετρηθούν συνολικά με το ζήτημα. Επιτρέπουν όμως τη διαπίστωση κάποιας επιτάχυνσης. «Σε διάφορες εργασίες λανθάνουν είτε μία είτε περισσότερες νέες οπτικές για την Ελληνική Επανάσταση, αλλά μια πλήρης εκδοχή, η οποία στην εποχή της κρίσης θα ήταν σημαντικό να υπάρξει, δεν έχει γραφτεί ακόμη –με εξαίρεση το τηλεοπτικό «1821», που επιμελήθηκαν οι διακεκριμένοι ιστορικοί Θάνος Βερέμης και Ιάκωβος Μιχαηλίδης και που πραγματικά ανοίγει νέους δρόμους. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι σε πέντε χρόνια έρχεται η επέτειος των 200 ετών του 1821» παρατηρεί ο Μπίτον. Από την πλευρά του, ο Νίκος Θεοτοκάς βλέπει να εμφανίζονται προσεγγίσεις απαλλαγμένες τόσο από ιδεολογικές αγκυλώσεις όσο και από παρελθοντικές βεβαιότητες:
«Οι προσεγγίσεις ιστορικών όπως ο Νίκος Κοταρίδης, ο Διονύσης Τζάκης, ο Νίκος Ροτζώκος, ο Παναγιώτης Στάθης, ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, η Κωνσταντίνα Ζάνου, η Γιάννα Τζουρμανά, η Νάσια Γιακωβάκη, η Ελπίδα Βόγλη, η Αννα Καρακατσούλη, για να πω λίγα μόνο και απολύτως ενδεικτικά ονόματα, ανασυστήνουν ολόκληρο το πεδίο στο οποίο θα μπορούσαμε να ξαναδούμε το ’21 όχι πια ως την «ιερή στιγμή του ελληνικού έθνους» που ξυπνά από τον «μεγάλο ύπνο» αλλά σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο που ξεκινά από τις νέες ιδέες και τις μεγάλες επαναστάσεις, την Αμερικανική και τη Γαλλική, και έχει τις ρίζες του στις πολύ πιο παλιές ρωγμές και κρίσεις του παλιού καθεστώτος, όπως τις είχε επισημάνει κάποτε ο Φράνκο Βεντούρι. Εχουμε λοιπόν τη δυνατότητα να αναδείξουμε καινούργιες σημασίες ακόμη και στα πολυδουλεμένα τεκμήρια. Αυτές οι προτάσεις μας βγάζουν από τη στενή οπτική να βλέπουμε μόνο το σπίτι μας, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, και να μην μπορούμε να «μυρίσουμε» τις μεγάλες οικουμενικές δυναμικές οι οποίες μορφοποιούν τα φαινόμενα».
Για τον Θεοτοκά η σύμπτωση φρέσκιας οπτικής και της «κρίσιμης μάζας» νέων μελετητών φέρνει εν τέλει τη δυνατότητα μιας θετικής μελλοντικής προοπτικής: «Το αισιόδοξο είναι ότι μια σειρά καινούργιων ανθρώπων, νέων διδακτόρων, υποψηφίων διδακτόρων και μεταπτυχιακών φοιτητών –μη φανταστείτε πλήθη αλλά μια στιβαρή κρίσιμη μάζα -, αρχίζει και συλλογίζεται αυτά τα πράγματα με τη μεγάλη έγνοια της ερμηνευτικής επιχειρηματολογίας διά του τεκμηρίου. Επαναλαμβάνω, μη φανταστείτε κάτι φαντασμαγορικό, είναι όμως κάτι υπαρκτό και ελπιδοφόρο. Εν όψει των 200 χρόνων από την Επανάσταση, το 2021, και δεδομένου ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να χρηματοδοτηθούν προσπάθειες νέων ανθρώπων που θα καταλήξουν σε ιστοριογραφικές δοκιμές, είναι ενδεχόμενο να εκπλαγούμε. Είναι ενδεχόμενο, δηλαδή, να παραχθούν έργα με τα οποία ίσως θα ξανασκεφθούμε και τις παλιές μας βεβαιότητες αλλά και το πόσο οι ιστοριογραφικές ετοιμότητες στην Ελλάδα έχουν αρχίσει να φτιάχνουν όχι παράδοση αλλά μια πραγματική προσμονή έργων και νέων προσεγγίσεων».