Στάθης Ν. Καλύβας, Νίκος Μαραντζίδης
Εμφύλια πάθη.
23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015,
σελ. 528, τιμή 16,60 ευρώ

Υποθέτει κανείς πως μετά τις χιλιάδες σελίδες που έχουν γραφτεί για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο το θέμα θα είχε εξαντληθεί και το σύνολο του επιστημονικού κόσμου της χώρας μας, σε κάποιο γενικό τουλάχιστον πλαίσιο, θα είχε συμφωνήσει ως προς τα αίτιά του. Είναι βεβαίως αδύνατον να υπάρξει συμφωνία ως προς τον καταλογισμό των ευθυνών της κάθε πλευράς. Δεδομένου ότι απουσιάζει η συμφωνία όσον αφορά τα αίτια, ο καταλογισμός των ευθυνών μοιάζει αν όχι αδύνατος, τουλάχιστον εξαιρετικά δυσχερής.

Ο Στάθης Ν. Καλύβας, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Yale, και ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, ανήκουν στους νεότερους επιστήμονες που ερευνούν το θέμα συστηματικά εδώ και μερικά χρόνια και έχουν δημοσιεύσει σχετικές εργασίες. Οι απόψεις τους έχουν προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων από μεγάλη μερίδα της Αριστεράς και είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ίδιο θα συμβεί και με το πρόσφατο βιβλίο Εμφύλια πάθη που έγραψαν από κοινού, μολονότι είναι η πιο «ανεξίθρησκη» εργασία τους σε σύγκριση με τις προηγούμενες, χωρίς ωστόσο να αφίσταται των παλαιότερων απόψεών τους –γι’ αυτό και αξίζει ιδιαίτερης προσοχής.
Επιπλέον, είναι ένα βιβλίο δομημένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διαβάζεται με ευχέρεια και από τον ειδικό και από τον μέσο αναγνώστη. Χωρίς να είναι εκλαϊκευτικό, αναλύει το θέμα σε 23 ερωτήσεις και απαντήσεις, οι οποίες συνοπτικά καλύπτουν σε γενικές γραμμές το θέμα που πραγματεύονται. Ερωτήσεις όπως ποιος ήταν ο ρόλος των Βρετανών, των Σοβιετικών ή των Αμερικανών, τι ήταν τα Δεκεμβριανά ή τι ήταν ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, και ακόμη τι ήταν το «παιδομάζωμα» και για ποιον λόγο έγινε –αν και για αυτό το τελευταίο κυκλοφόρησαν πρόσφατα κάποιες εξαιρετικά τεκμηριωμένες μελέτες.
Το πλέον ενδιαφέρον κεφάλαιο είναι, νομίζω, το τελευταίο: «Τι κληρονομιά μάς άφησε ο Εμφύλιος». Ουδείς θα διαφωνούσε με την άποψη των συγγραφέων ότι «αυξημένο ποσοστό των νεότερων ηλικιών αποδίδει ευθύνες εξίσου στην ελληνική Αριστερά και Δεξιά, αντίθετα από τις ηλικιακά πιο μεγάλες ομάδες». Αμέσως κατόπιν ωστόσο οι συγγραφείς ισχυρίζονται πως «η εμφυλιοπολεμική πόλωση και ο ρεβανσισμός δεν πηγάζουν από κάποια τραύματα που άφησε ο Εμφύλιος, όπως συχνά πυκνά γράφεται, αλλά από τη δράση μικρών ομάδων φανατικών από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος». Μακάρι να ήταν έτσι. Δυστυχώς όμως δεν είναι, αν και τα «εμφύλια πάθη» (για να παραπέμψω στον τίτλο του βιβλίου) έχουν αμβλυνθεί –και σε αυτό συνετέλεσαν η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ μετά τη Μεταπολίτευση. Για να επουλωθούν όμως τα τραύματα του Εμφυλίου θα περάσουν μερικά χρόνια ακόμη. Και ως τότε οι επιστήμονες θα έχουν πολλή δουλειά, αφού κάποια αρχεία εξακολουθούν να παραμένουν κλειστά.
Δεν είναι περιττό να τονιστεί πως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης έπαιξαν καταλυτικό ρόλο όσον αφορά τις εκτιμήσεις για το πώς και το γιατί του ελληνικού εμφύλιου πολέμου. Και πως για την κομμουνιστική Αριστερά (αυτή που απέμεινε) δεν κατέρρευσε απλώς ένας μύθος αλλά χάθηκε το πεδίο αναφοράς.
Καταλογισμός ευθυνών

Οι συγγραφείς προβαίνουν σε διαπιστώσεις που συχνά οδηγούν σε μια σειρά από άτυπους καταλογισμούς ευθυνών. Σε έναν εμφύλιο πόλεμο, όπου τα πάθη είναι οξυμμένα, οι πράξεις βίας και τρομοκρατίας είναι περίπου αναπόφευκτες. Η κοινή λογική λέει πως η κάθε πλευρά έχει το μερίδιο και τις ευθύνες της. Και αυτό επιχειρούν να καταδείξουν ο Καλύβας και ο Μαραντζίδης καταλογίζοντάς τες κατά περίπτωση μέσω του ερμηνευτικού πλαισίου που έχουν υιοθετήσει.
Οι διαστάσεις του Εμφυλίου είναι πολλές, όπως υποστηρίζουν και οι ίδιοι, αλλά ο Εμφύλιος είναι έκφραση διχοστασίας της ελληνικής κοινωνίας. Και μολονότι δηλώνουν πως πρόθεσή τους δεν είναι απαραίτητα να εντοπίσουν ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, αυτό κατά περίπτωση μπορεί να συμβεί και κάποτε να είναι και απαραίτητο.
Αν, όπως λένε, πρόθεσή τους είναι να ξανασκεφτούμε τον αδελφοκτόνο πόλεμο «με ψύχραιμο και νηφάλιο τρόπο», το παράδειγμα θα πρέπει να το δώσουν οι ίδιοι οι επιστήμονες πρώτοι. Και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν από τους αντιπάλους τους ο Μαραντζίδης και ο Καλύβας κατά το πρόσφατο παρελθόν ούτε ψύχραιμος ούτε νηφάλιος υπήρξε.
Αξιολογικές προτιμήσεις

Οι ίδιοι στην εισαγωγή τους παραδέχονται –και ορθώς –πως οι απόψεις τους «επηρεάζουν τον τρόπο που αντιλαμβάνονται το παρελθόν». Αυτό είναι φυσικά αναπόφευκτο και συμβαίνει με όλους τους σημαντικούς ιστορικούς και μελετητές. Το πεδίο αναφοράς, δηλαδή οι αντιλήψεις για το νόημα, την κίνηση και τη σημασία της Ιστορίας, παίζουν αποφασιστικό ρόλο στις εκτιμήσεις μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί κανείς να παραχαράσσει ή να παραποιεί τα πραγματικά περιστατικά. Και ειδικά στο βιβλίο αυτό οι συγγραφείς συνθέτουν τα γεγονότα και τα ερμηνεύουν μέσα από την απόσταση του χρόνου –ασχέτως των προτιμήσεων ή των όποιων ιδεολογικών τους αποκλίσεων. Το ότι θεωρούν «θετική εξέλιξη το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν πέρασε στο σοβιετικό στρατόπεδο το 1944 ή το 1948» δεν είναι μόνο δική τους άποψη αλλά και πολλών αριστερών που μετείχαν ενεργά στον Εμφύλιο. Αρκετοί μάλιστα ομολογούν: «Ευτυχώς που δεν νικήσαμε».
Είναι θετικό το ότι οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως «δεν ισχυρίζονται ότι είναι δυνατή η αντικειμενική ανάγνωση και ανάλυση του Εμφυλίου», αφού όλοι μας κουβαλάμε «αξιολογικού τύπου προτιμήσεις και ευαισθησίες». Επομένως οι «διαφορετικές ερμηνείες και διαφωνίες» είναι αναπόφευκτες. «Ο ερμηνευτικός πλουραλισμός είναι ευπρόσδεκτος και απαραίτητος», γράφουν, «αλλά προϋποθέτει την ερευνητική τιμιότητα ως προς τη χρήση πηγών και τις μεθόδους τεκμηρίωσης και ανάλυσης». Γι’ αυτό άλλωστε και παραδέχονται πως «τα πορίσματα που προσκομίζουν δεν αποτελούν οριστικά και τελεσίδικα συμπεράσματα που δεν επιδέχονται μελλοντική διόρθωση και αναθεώρηση». Είναι σαν να παροτρύνουν έτσι τον αναγνώστη να διαβάσει με κριτική ματιά το βιβλίο τους, δεδομένου μάλιστα ότι προτίθενται να το εμπλουτίσουν στο μέλλον με όσα στοιχεία προκύψουν από τα αρχεία τα οποία ως σήμερα παραμένουν κλειστά. Γι’ αυτό και την κατηγορία ότι ανήκουν στους «αναθεωρητές» επιστήμονες τη θεωρούν τίτλο τιμής. Επομένως το βιβλίο τους δεν είναι μόνο περιγραφή του Εμφυλίου αλλά και κριτική του ανάγνωση.

«Εαμοβούλγαροι» και «γερμανοτσολιάδες»
Είναι απολύτως σαφές σήμερα πως ο Εμφύλιος προσεγγίστηκε σε μεγάλο βαθμό μανιχαϊκά, ως σύγκρουση του Καλού με το Κακό. Για τους νικητές οι κομμουνιστές ήταν οι «εαμοβούλγαροι» ενώ για τους ηττημένους οι αντίπαλοί τους ήταν «γερμανοτσολιάδες».
Και οι μεν και οι δε στηρίζουν τα επιχειρήματά τους σε συγκεκριμένα γεγονότα. Οι μεν κομμουνιστές στο ότι κάποιοι δωσίλογοι αξιωματικοί (λ.χ. ο Γ. Τολιόπουλος, διοικητής των ταγμάτων ασφαλείας Αγρινίου) βαφτίστηκαν πατριώτες στη Σιλωάμ του αντικομμουνισμού, οι δε αντίπαλοί τους στο γεγονός ότι το 1949 η 5η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του το ΚΚΕ αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς στη δημιουργία ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους και σε Μακεδόνες του Αιγαίου.
Εκείνο που έχει περάσει στα ψιλά είναι πως ο τροτσκιστής Παντελής Πουλιόπουλος και ο Σεραφείμ Μάξιμος, που εκπροσωπούσαν το ΣΕΚΕ (Κ), από το οποίο προήλθε το ΚΚΕ, στην 7η Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Ομοσπονδίας στη Μόσχα το 1924 υπερψήφισαν τη θέση υπέρ της ανεξαρτησίας της Μακεδονίας και της Θράκης χωρίς να υπάρχει σχετική απόφαση του κόμματος. Η διαφορά ήταν πως στον Εμφύλιο στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού περιλαμβάνονταν και Σλαβομακεδόνες.
Στο κεφάλαιο «Τι είδους κόμμα ήταν το ΚΚΕ» οι συγγραφείς δίνοντας συνοπτικά το ιστορικό της δημιουργίας και της εξέλιξής του αποφαίνονται ότι «εκείνα τα χρόνια» (σ.σ.: στον Μεσοπόλεμο) «το ΚΚΕ διέθετε μικρές δυνάμεις και περιορισμένη πολιτική απήχηση, ήταν κατά βάση περιθωριακό κόμμα, και άρα ελάχιστα απειλητικό για την καθεστηκυία τάξη». Βεβαίως δεν ήταν περιθωριακό μόνο το ΚΚΕ τότε, αλλά και άλλα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα, όπως λ.χ. το αυστριακό, καθώς μαρτυρεί στο βιβλίο του «Το σοσιαλιστικό όνειρο (αναμνήσεις και στοχασμοί)» ο Ερνστ Φίσερ. Πολύ ενδιαφέροντα είναι τα κεφάλαια που αναφέρονται στο «Τι προηγήθηκε του εμφυλίου πολέμου», στο «Πώς και πότε ξεκίνησε η Αντίσταση» και στο «Πώς κλιμακώθηκε η εμφύλια σύγκρουση».
Μετά το τέλος του κεφαλαίου οι συγγραφείς παραθέτουν χρήσιμη βιβλιογραφία.
Τα «Εμφύλια πάθη» είναι ένα εξαιρετικά δομημένο βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί και από όσους συμφωνούν και από όσους διαφωνούν με το σκεπτικό του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ