Ισπανία, 2010. Στις όχθες ενός βαλτότοπου, στα περίχωρα της μικρής πόλης Ολμπα, δύο σκυλιά τσακώνονται για ένα κομμάτι κρέας. Ο Αχμέτ Ουαλαχί, μετανάστης από το Μαρόκο, τα παρακολουθεί με τρόμο επειδή αντιλαμβάνεται ότι στην πραγματικότητα τα ζώα διεκδικούν ένα ανθρώπινο χέρι. Εκεί κοντά δεν αργεί να ανακαλύψει κάτι σκούρα σακιά που περιέχουν ανθρώπινα λείψανα, πτώματα διαμελισμένα, καλυμμένα με λάσπη, μισοβυθισμένα σε αυτή τη δυσοίωνη λίμνη η οποία συμβολίζει μια κοινωνία που σήπεται ηθικά, που αποσυντίθεται από τη διαφθορά και το έγκλημα. Ετσι αρχίζει το συγκλονιστικό μυθιστόρημα Στην άκρη του γκρεμού (En la orilla, 2013) που έγραψε ο 66χρονος Ραφαέλ Τσίρμπες.
Ο βαλενθιάνος συγγραφέας, ο οποίος αποτυπώνει χρόνια τώρα τις αγωνίες των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων με έναν ακονισμένο ρεαλισμό που ριζώνει στην Ιστορία, ανήκει στις κορυφαίες φωνές της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο αυτό, βαθύτατα πολιτικό, με μια σπαρακτική προσήλωση στις ανθρωπολογικές διαστάσεις της επιθετικής αβεβαιότητας των καιρών μας (και όχι στις δεδομένες απόψεις του συγγραφέα του), χαιρετίστηκε στην πατρίδα του ως το μεγάλο μυθιστόρημα για την κρίση, απέσπασε το Βραβείο Κριτικών το 2013 και το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2014.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε, χωρίς υπερβολή, ότι ο Ραφαέλ Τσίρμπες φιλοτέχνησε, με δυναμισμό και μια σοφή απαισιοδοξία, την αμείλικτη προσωπογραφία του χρεοκοπημένου ανθρώπου, ότι απέδωσε το φασματικό βλέμμα της ήττας του. Και, ασφαλώς, δεν το έκανε μονάχα για την Ισπανία. Το έκανε και για την Ελλάδα. Γι’ αυτό αξίζει, εκτός των άλλων, την αμέριστη προσοχή μας αυτό το μυθιστόρημα: ο δημιουργικός αναγνώστης είναι αδύνατον, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, να μην κάνει τις κριτικές αναγωγές του (στην ιστορική πορεία και στη σημερινή πραγματικότητα των δύο χωρών).
Πρωταγωνιστής (και αφηγητής) είναι ο Εστέμπαν, ένας μεσήλικος άνδρας που, χτυπημένος από την οικονομική λαίλαπα, αναγκάζεται να κλείσει το ξυλουργείο του και να απολύσει τους υπαλλήλους του (οι οποίοι παρεμβαίνουν με εσωτερικούς μονολόγους φοκνερικής εμπνεύσεως). Σε αυτή την οικογενειακή επιχείρηση δούλευε και ο Αχμέτ, δίπλα στον κατακρημνιζόμενο πλέον Εστέμπαν, ο οποίος εξαπατήθηκε από ένα λαμόγιο και του οποίου η κοσμοθεωρία (έχει φθάσει να) συμπυκνώνεται σε μια σκληρή φράση: «Η ζωή, σπατάλη».
Ο Εστέμπαν, αναλογιζόμενος τραυματικά τον δικό του ανούσιο βίο, φροντίζει τον υπέργηρο (και μη αυτοεξυπηρετούμενο) πατέρα του, έναν εσωστρεφή αριστερό που φυλακίστηκε και βασανίστηκε (και του οποίου ο πατέρας, με τους Δημοκρατικούς στον Ισπανικό Εμφύλιο, είχε δολοφονηθεί με μια φαλαγγίτικη σφαίρα στον σβέρκο). Ο Εστέμπαν παραδέχεται ότι του μοιάζει (είναι φοβερή η απεικόνιση του δεσμού τους) αλλά και ότι δεν κατάφερε ποτέ του να τον αγαπήσει. Κάπου λέει ότι η μόνη κληρονομιά που έχει από αυτόν είναι η αντίληψη πως «δεν υπάρχει ανθρώπινο πλάσμα που να μην αξίζει κανείς να το αντιμετωπίζει ως ένοχο».
Ο Ραφαέλ Τσίρμπες, δημιουργώντας μια σφιχτή μυθιστορηματική (δια)πλοκή, ένα δίκτυο χαρακτήρων που αλληλεξαρτώνται, μια λογοτεχνική μετωνυμία των κοινωνικών σχέσεων και συγκρούσεων, μας εξωθεί να σκεφτούμε την εν εξελίξει κρίση που βιώνει ευρύτερα ο ευρωπαϊκός Νότος ως σύμπτωμα, προς δύο μάλιστα κατευθύνσεις: της δικής μας «εποχής» και των όσων (ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά) την καθορίζουν, αλλά και της διαχρονικής, σκοτεινής και βίαιης πλευράς της ανθρώπινης φύσης (μέσω των αρχέγονων και χαμηλών ενστίκτων εν προκειμένω, του ζωικού διπόλου κυνηγού και θηράματος).
«Βλέπω τη λογοτεχνία ως ερευνητικό εργαλείο και όχι ως πολιτικό φυλλάδιο. Στο συγκεκριμένο θέμα η λογοτεχνία είναι ένας αυστηρότατος ελεγκτής. Και δεν γράφω επειδή θέλω να πείσω οποιονδήποτε για κάτι, παρά επειδή προσπαθώ να ξεκαθαρίσω τις δικές μου σκέψεις, να τοποθετηθώ μέσα σ’ αυτό το χάος που ζούμε, ακόμα και να λυτρωθώ κατά κάποιον τρόπο. Η λογοτεχνία είναι ένα ασύγκριτο εργαλείο διδαχής. Γι’ αυτό μπορούμε να αποδώσουμε περιληπτικά μια πολιτική ομιλία αλλά όχι κι ένα μυθιστόρημα» επεσήμανε ο ίδιος μιλώντας αποκλειστικά στο «Βήμα».
Πλην όμως «πιστεύω ότι αυτό που ζούμε δεν είναι μια κρίση, αλλά η αλλαγή ενός μοντέλου. Τα ολιγοπώλια, αφού κέρδισαν τη μάχη και κατάφεραν να επιβάλουν τη θέλησή τους χωρίς εμπόδια, έχοντας ακινητοποιήσει τις κατώτερες τάξεις, έχοντας διαφθείρει και καταστρέψει τα συνδικάτα, τις οργανώσεις των πολιτών, έχοντας σβήσει τις λέξεις που βοηθούν στην κατανόηση του κόσμου, έχουν βάλει τώρα σκοπό να μας γυρίσουν πίσω σε μια εποχή προγενέστερη των συνδικάτων, των λαϊκών και εργατικών κινημάτων, να σβήσουν διά παντός έννοιες όπως «κεκτημένα δικαιώματα» ή «αξιοπρέπεια».
Πρόθεση αυτής της νεοφιλελεύθερης μαφίας είναι να μας γυρίσει πίσω σε μια εποχή προ του 1848, πριν από τις Εργατικές Διεθνείς, πριν από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του Μαρξ. Θέλουν να μας έχουν σε ένα καθεστώς σκλαβιάς και για να το αντιπαλέψουμε πρέπει να ανακτήσουμε τις λέξεις που μας κρύβουν, γιατί αυτές φέρνουν στο φως την απίστευτη βία που ασκούν, ακατάπαυστα, εις βάρος των κατώτερων τάξεων. Πρέπει ν’ αρχίσουμε να μιλάμε πάλι για εκμετάλλευση, για πάλη των τάξεων, να ξέρουμε ότι θα πρέπει να παλέψουμε με νύχια και με δόντια προκειμένου να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας, γιατί κάθε εκατομμύριο που αποταμιεύουν αυτοί σε κάποιον φορολογικό παράδεισο είναι ψωμί και βιβλία που κλέβουν από τα παιδιά μας. Πρέπει να αποκαλύψουμε τη μόνιμη βαναυσότητά τους. Είναι δύσκολο να πει κανείς πώς πρέπει να παλέψει ο άνθρωπος σήμερα ενάντια σ’ αυτές τις δυνάμεις που καταστρέφουν μια χώρα μέσα σε μία εβδομάδα αν δεν είναι υπάκουη. Τον 19ο αιώνα οι εργάτες σήκωναν οδοφράγματα. Σήμερα δεν ξέρουμε τι να κάνουμε» υπογράμμισε.
Το Στην άκρη του γκρεμού είναι η φυσική, θα λέγαμε, συνέχεια του προηγούμενου μυθιστορήματος του Ραφαέλ Τσίρμπες υπό τον τίτλο Crematorio (2007). Ηταν τέτοια η επιτυχία του βιβλίου, πέραν της κριτικής του αποδοχής, που έγινε και σειρά στην ισπανική τηλεόραση. Στην ουσία όμως μιλάμε εδώ για ένα μυθιστορηματικό δίπτυχο που ανατέμνει την ισπανική κοινωνία στην εποχή της νέας κρίσης, της φούσκας των ακινήτων και της επακόλουθης κατάρρευσης.
Το τέλος μιας εποχής
«Εγραψα το Κρεματόριο έχοντας την αίσθηση ότι ζούσα έναν Αρμαγεδδώνα. Ετυχε τότε να έχω φύγει από το μέρος όπου ζούσα για πάνω από δέκα χρόνια, ένα ειρηνικό χωριό στην Εξτρεμαδούρα, και πήγα να ζήσω κοντά στον τόπο όπου είχα γεννηθεί, στη Βαλένθια, τον υποτιθέμενο χαμένο μου παράδεισο, ένας μέρος πανέμορφο, όπου φούσκωνε όσο πουθενά αλλού η φούσκα των ακινήτων. Η μοίρα τα έφερε να βρεθώ στο κέντρο του μεγάλου ζητήματος της Ισπανίας εκείνα τα χρόνια, σε έναν τόπο που αλλοιωνόταν για να γίνει μια τσιμεντένια χωματερή. Εγραψα το μυθιστόρημα ως ένδειξη της έκπληξής μου για αυτό που έβλεπα να συντελείται και ως μια μαρτυρία για μένα και τον κόσμο μου –και αυτή την ατμόσφαιρα έχει, του τέλους μιας εποχής, του τέλους μιας ζωής. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι έξι χρόνια αργότερα θα έγραφα και δεύτερη μαρτυρία, ακόμη πιο πικρή: στη φυσική και ηθική κατάρρευση είχε έρθει να προστεθεί και η οικονομική καταστροφή, η εξαθλίωση, η επιστροφή σε τρόπους ζωής και επιβίωσης που είχα γνωρίσει όταν ήμουν παιδί, στα χρόνια μετά τον πόλεμο».
Πρόκειται βεβαίως για δύο βιβλία τα οποία ναι μεν μπορούμε να διαβάσουμε ξεχωριστά αλλά είναι ταυτοχρόνως και αδιαχώριστα στο λογοτεχνικό όραμα ενός ώριμου συγγραφέα. Αν στο πρώτο βλέπουμε τις αιτίες, στο δεύτερο βλέπουμε τα αποτελέσματα.
«Καρπός των ηττημένων»
«Στο Κρεματόριο θέλησα να αφηγηθώ την ιστορία αυτού που έχει θριαμβεύσει, αυτού που έγραψε την ιστορία, ενός «πλάστη» του κόσμου –έτσι περιγράφει ειρωνικά κάποια στιγμή τον Μπερτομέου, τον πρωταγωνιστή, ένας άλλος χαρακτήρας στο βιβλίο –γιατί κατάφερε να αλλάξει το τοπίο, σαν Θεός, αν και βέβαια το έκανε καταστρέφοντάς το, κερδοσκοπώντας, χτίζοντας δίχως σχέδιο και τάξη, κάνοντάς το τελικά αγνώριστο. Με ενδιέφερε τότε να περιγράψω την ιστορία του παράκτιου τοπίου που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της κερδοσκοπίας και των αγορών. Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα ήθελα να μιλήσω για όσα έμειναν στο περιθώριο εκείνης της ιστορίας, για το παρασκηνιακό τοπίο, τον βάλτο και τη ζωή εκείνου του ανθρώπου που δεν τόλμησε, δεν μπόρεσε, δεν ήξερε πώς ή δεν θέλησε να θριαμβεύσει, καθώς και για τη ζωή των προγόνων του, εκείνων που έχασαν έναν πόλεμο και έπειτα απ΄ αυτό δεν ήταν τίποτα. Ολα αυτά που προφανώς μένουν εκτός της ιστορίας (στην άκρη του γκρεμού) και δεν τη διαμορφώνουν –τους απόβλητους της ιστορίας» εξήγησε ο ίδιος που, έλκοντας την καταγωγή του από μια αριστερή οικογένεια της Βαλένθια (την «προδοτική επαρχία» κατά τον Φράνκο), αυτοχαρακτηρίστηκε «καρπός των ηττημένων».
Οι επιπτώσεις του εμφυλίου
Γι’ αυτό άλλωστε έχει μετουσιώσει το «φρικτό τραύμα» του ισπανικού εμφυλίου πολέμου και «την αιματηρή αποφορά του που έφτασε και σε μένα», σε λογοτεχνία αξιώσεων. Οι επιπτώσεις του, συνέχισε ο Ραφαέλ Τσίρμπες, διακρίνονται ακόμη και σήμερα στην ατμόσφαιρα. «Θα έλεγα πως κατά τη μετάβαση στη δημοκρατία δεν αποδόθηκε ποτέ πραγματική δικαιοσύνη. Ο πυρήνας της φρανκικής εξουσίας εξακολουθεί να ελέγχει και να κατευθύνει την ισπανική πολιτική και οικονομία. Αρκεί να προσέξει κανείς πώς αφθονούν τα επίθετα των νικητών στα διοικητικά συμβούλια των μεγάλων επιχειρήσεων και στα όργανα του κράτους. Αν κατά τα πρώτα χρόνια ασκούσαν την εξουσία από το παρασκήνιο και με μια κάποια διακριτικότητα, σιγά σιγά, και κυρίως από τότε που έγινε πρωθυπουργός ο Μαριάνο Ραχόι (σ.σ.: ο σημερινός, συντηρητικός πρωθυπουργός της Ισπανίας), έχουν αφήσει στην άκρη και τα προσχήματα: διατυμπανίζουν την ιδεολογία τους, επιδεικνύουν αλαζονεία και ταπεινώνουν τον λαό, καθιστώντας φανερό σε όλους ότι δεν έχουν κουραστεί να νικάνε».
Ενας φίλος του Εστέμπαν, ο Φρανθίσκο (με πατέρα «εθνικόφρονα» αυτός), με τον οποίο τα κουτσοπίνουν σε ένα μπαρ της Ολμα, λέει κάποια στιγμή για την Ευρώπη: «Αυτό που ζούμε δεν είναι παρά η Αφρική που αρχίζει στα Πυρηναία. Περάσαμε δεκαπέντε-είκοσι χρόνια σε μια ψευδαίσθηση».
Στο μυθιστόρημα γίνεται λόγος και για την «πτώχευση» της Ελλάδας. «Ενιωθα πολύ κοντά σ’ όλα αυτά που μάθαινα από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες για τη χώρα σας. Ηταν όπως ακριβώς και στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία: οι κατώτερες τάξεις να υποφέρουν και αυτό να το υπερασπίζονται ως αναγκαία πολιτική κάτι τύποι με εκατομμύρια ευρώ στους λογαριασμούς τους. Μου φαίνεται εξαιρετικά ενοχλητικό ότι δεν έχει διαμορφωθεί ένα μέτωπο από πλευράς των μεσογειακών χωρών ώστε να αντισταθούν σ’ αυτούς που αυτοαποκαλούνται «ο σκληρός πυρήνας της Ευρωπαϊκής Ενωσης», μια ολιγαρχία αντιδημοκρατική της οποίας ο τρόπος που ασκεί την εξουσία απαιτεί κάποια μορφή παρέμβασης αν δεν θέλουμε να μας καταβροχθίσουν εν τέλει».
Και κατέληξε ο Ραφαέλ Τσίρμπες: «Το ευρώ είναι το κοινό μας νόμισμα, που όμως διανέμεται εντελώς άνισα μεταξύ των χωρών».
Βιβλία του συγγραφέα που έχουν κυκλοφορήσει στην ελληνική γλώσσα: «Η καλλιγραφία» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2004) και «Σκηνές κυνηγιού» (Αγρα, 2009).
Ευχαριστούμε θερμά την κυρία Κνήτου για τη βοήθειά της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ