«Ποιος είναι ο Τολστόι των Ζουλού; Ο Προυστ των Παπούα; Θα χαρώ να τους διαβάσω». Το είπε ο Σολ Μπέλοου το 1988 στο «New York Times Magazine» προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων εκ μέρους των Αφροαμερικανών (αλλά και των πολιτικώς ορθών που φτάνοντας στα όρια του κιτρινισμού τον χαρακτήρισαν ρατσιστή), αντιδράσεων ακόμη κι εφέτος που στις 10 Ιουνίου συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του. Ο συγγραφέας, από τους σημαντικότερους στα παγκόσμια Γράμματα, πέθανε στις 5 Απριλίου 2005 στα ενενήντα του χρόνια.
Ρατσιστής ο Μπέλοου; Το Διαδίκτυο είναι και σήμερα γεμάτο αποστροφές και οργισμένα σχόλια –στις αμερικανικές ιστοσελίδες βεβαίως. Στην Ευρώπη όμως αυτά ακούγονται ελαφρώς κωμικά. Το γεγονός ότι οι Ζουλού δεν έχουν κανέναν Τολστόι και οι Παπούα κανέναν Προυστ δεν σημαίνει τίποτε ούτε για την παγκόσμια λογοτεχνία ούτε για την ανθρωπολογία.
Η αντίδραση όμως του Μπέλοου είχε άλλο περιεχόμενο: Εξέφραζε την αντίθεση στο λεγόμενο πολυπολιτισμικό πρότυπο, ενός συγγραφέα ο οποίος πίστευε πως ο πολιτισμός (αυτός τουλάχιστον που προσδιορίζει το ποιόν του δυτικού κόσμου) αρχίζει με τους Ελληνες, συνεχίζεται με τους Ρωμαίους και στη συνέχεια επεκτείνεται στα έργα των δυτικών δημοκρατιών. Κι έχει ιδιαίτερη σημασία που ο Μπέλοου υπήρξε τέκνο Ρωσοεβραίων οι οποίοι μετανάστευσαν στον Καναδά και στη συνέχεια πέρασαν παράνομα στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Σικάγο.
Ενας συγγραφέας πρώτης γραμμής δεν κρίνεται φυσικά από μια δήλωση, ιδίως μάλιστα αν λάβουμε υπόψη πως στις ΗΠΑ δεν έχουμε σήμερα πεζογράφο του δικού του αναστήματος. Είναι κοινή παραδοχή πως μετά τον θάνατο του Νόρμαν Μέιλερ το 2007 και του Τζον Απντάικ το 2009 προσωπικότητες των Γραμμάτων ίδιας αξίας δεν υπάρχουν πλέον στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ρεαλιστής και μοντέρνος
Με τον Μπέλοου συμβαίνει το παράδοξο: να είναι ένας εκατό τοις εκατό αμερικανός συγγραφέας που όμως ανακάλυψε το προσωπικό του στίγμα στην Ευρώπη, στο Παρίσι όπου βρέθηκε το 1948 με υποτροφία του Ιδρύματος Guggenheim και άρχισε να γράφει ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του, τις Περιπέτειες του Ογκι Μαρτς (1953). Κι ενώ είναι ρεαλιστής (το τόνιζε και ο ίδιος), παραμένει ο πιο μοντέρνος μεταπολεμικός πεζογράφος της χώρας του.
Ο Μπέλοου θαύμαζε τον Τζόις και ταυτοχρόνως τον Ντράιζερ και τον Ντ. Χ. Λόρενς. Αυτό, όπως κι αν το δει κανείς, συνιστά αντίφαση πρώτου μεγέθους –για έναν συγγραφέα τουλάχιστον. Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνουν και τα δύο. Οταν ωστόσο πρόκειται για συγγραφέα σαν τον Μπέλοου, δεν φαίνεται απίθανο. Ωστόσο εκείνοι που τον επηρέασαν είναι οι μεγάλοι συγγραφείς του ρωσικού ρεαλισμού, ο Τολστόι και ο Ντοστογέφσκι, ενώ στα πρώτα του μυθιστορήματα, τον Μετέωρο άνθρωπο και Το θύμα, πρότυπό του ήταν ο Φλομπέρ. Η ανθρώπινη συνθήκη στο έργο τους (και στο δικό του) είναι ίδια: ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως θύμα της πραγματικότητας που τον οδηγεί σε σύγκρουση με τον εαυτό του. (Θύματα είναι οι ήρωες των μεγάλων ρεαλιστών, θύματα και οι δικοί του.) Με τη διαφορά ότι στον Μπέλοου, από ένα σημείο και μετά η σύγκρουση αυτή αποκτά ειρωνικό περιεχόμενο. Αλλωστε δεν είναι τυχαίος ο τίτλος του δεύτερου μυθιστορήματός του: Το θύμα. Ως θύμα παρουσιάζει τον κεντρικό του ήρωα Μόουζες Χέρτσογκ στο Χέρτσογκ που τον έκανε διάσημο στην Αμερική. Θύμα είναι και ο Χέντερσον, ο πρωταγωνιστής σε ένα ακόμη σημαντικό του μυθιστόρημα, το Χέντερσον, ο βασιλιάς της βροχής.
Τα θύματα όμως τα δημιουργεί μια αβέβαιη κοινωνία, όπου οι άνθρωποι μετεωρίζονται ανάμεσα στην αποδοχή και στην απόρριψη, σε αυτό που επιθυμούν και σε εκείνο που τελικά εισπράττουν. Οι ήρωες του Μπέλοου είναι μετέωροι, από το πρώτο του ακόμη μυθιστόρημα, τον Μετέωρο άνθρωπο. Ο μετέωρος άνθρωπος όμως είναι μόνος –και εν πολλοίς αυτοκαταστροφικός, επειδή δυσκολεύεται να απαντήσει στο ερώτημα: Ο κόσμος μάς οφείλει τη ζωή που θέλουμε να ζήσουμε ή εμείς θα πρέπει να την αποσπάσουμε από τον κόσμο, γνωρίζοντας μάλιστα ότι είναι συνδεδεμένη με τον θάνατο που τον ζούμε κάθε μέρα;
Ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος
Ο Μόουζες Χέρτσογκ είναι διανοούμενος κι ένας διανοούμενος μπορεί να θέσει καλύτερα το ερώτημα «ποιος είμαι». Ο ήρωας του Μπέλοου ωστόσο το θέτει σαν να θέλει να αποσπάσει την απάντηση από την ίδια τη ζωή, γι’ αυτό και βυθίζεται στις αναμνήσεις του. Η (δεύτερη) σύζυγός του Μαντλέν τον έχει εγκαταλείψει με τον καλύτερο φίλο του κι εκείνος αποσύρεται στο σπίτι του, το οποίο βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, με συγκατοίκους τα ποντίκια. Το σπίτι μεταβάλλεται έτσι σε ένα είδος κρατητηρίου και οι αναμνήσεις του γίνονται οι δεσμοφύλακές του. Γράφει λοιπόν επιστολές συνεχώς χωρίς να τις ταχυδρομεί και γράφοντας για τους άλλους προσπαθεί αγωνιωδώς να απαντήσει στο ερώτημα «ποιος είμαι». (Δεν ήταν βεβαίως πρώτος ο Μπέλοου που το έθεσε. Προηγήθηκε κατά έναν αιώνα ο Σταντάλ.) Ωστόσο εδώ το ερώτημα είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθεί, γιατί ο Χέρτσογκ δεν είναι ικανός να αποφασίσει για τη ζωή του. Η ερωμένη του Ραμόνα λ.χ. είναι βέβαιη ότι εκείνη γνωρίζει καλύτερα τις ανάγκες του από τον ίδιο. Για τη ζωή του δεν αποφασίζει αυτός αλλά την ορίζουν οι αποφάσεις που παίρνουν οι άλλοι –για τις δικές τους ζωές εν τούτοις, όχι για τη δική του. Η αλήθεια, όπως το συνειδητοποιεί κι ένας άλλος ήρωάς του, ο Χέντερσον, δεν βρίσκεται ούτε μέσα μας ούτε έξω από εμάς αλλά στην επιθυμία να την αποκτήσουμε –που δεν το καταφέρνουμε ποτέ. Αξίζει να θυμηθεί κανείς μια βαθύτατα ειρωνική φράση του από το Χέρτσογκ: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε πόσο γρήγορα τα οράματα των ιδιοφυών μετατρέπονται σε κονσέρβες των διανοουμένων».
Εδώ βρίσκεται η γοητεία αυτού του σπουδαίου συγγραφέα: να μην είναι ούτε αισιόδοξος αλλά ούτε και απαισιόδοξος, να δημιουργεί ήρωες (αντιήρωες καλύτερα) που βρίσκονται σε δυσαρμονία με το περιβάλλον και προσπαθώντας να εναρμονιστούν μαζί του οδηγούνται στην υπερβολή φτάνοντας συχνά να πιστέψουν πως όλα μπορούν να μπουν στη σωστή τους θέση αν οι ίδιοι καταφέρουν να προσδώσουν στη φαντασία τα γνωρίσματα της πραγματικότητας. Κι επειδή δεν τα καταφέρνουν, μοίρα τους είναι η αλλοτρίωση. Αλλά ταυτοχρόνως υπάρχει και η άλλη πλευρά: αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση (η condition humaine, όπως την όρισε ο Μαλρό). Αν, σύμφωνα με τον Μπέλοου, τη δεχθούμε ως έχει, μπορούμε να κρατήσουμε αλώβητη τη φαντασία από την πραγματικότητα κι έτσι να καταφύγουμε στη μόνη αλήθεια που δεν έχει διαβρωθεί από την πραγματικότητα: τα ανθρώπινα αισθήματα.
Ηρωες μοντέρνοι και αξεπέραστοι
Αυτού του είδους η προβληματική συνδέει την πεζογραφία του Μπέλοου με την αντίστοιχη του ευρωπαϊκού Μεσοπολέμου, της Γαλλίας ιδιαίτερα. Οσες διαφορές κι αν υπάρχουν ανάμεσα στον Χέρτσογκ και στον Αυτοδίδακτο της Ναυτίας του Σαρτρ, για παράδειγμα, άλλες τόσες ομοιότητες μπορεί να ανακαλύψει κανείς σε μια παράλληλη ανάγνωση. Επομένως οι ήρωες του Μπέλοου που αναδύονται μέσα από τις απολύτως ρεαλιστικές αφηγήσεις του είναι εντελώς μοντέρνοι και κάποιοι από αυτούς αξεπέραστοι.
Ο Μπέλοου πρόλαβε να παντρευτεί πέντε φορές, να πάρει τέσσερις φορές διαζύγιο και να αποκτήσει τέσσερα παιδιά. (Ανάλογη είναι η περίπτωση κι ενός άλλου σπουδαίου συγγραφέα με τον οποίο δεν έχει ομοιότητες: του Νόρμαν Μέιλερ). Γάμοι, διαζύγια, ενδοοικογενειακά μίση και πάθη, διατροφές και δικαστικές περιπέτειες έχουν οδηγήσει τους ντετέκτιβ της λογοτεχνίας στο να ανακαλύψουν πάνω σε ποια πραγματικά πρόσωπα βασίστηκε για να δημιουργήσει τους ήρωες και την πλοκή των μυθιστορημάτων του. Αλλά τι σημασία έχουν όλα τούτα για τον αναγνώστη, τον ευρωπαίο ιδιαίτερα; Παίρνοντάς τα εν τούτοις τοις μετρητοίς, ορισμένοι τον κατηγόρησαν, όπως και τον Μέιλερ, για σεξισμό.
Αυτά όμως και τα παρόμοια δεν σημαίνουν τίποτε για έναν στυλίστα όπως ο Μπέλοου που πέτυχε να μεταβάλει το δράμα της καθημερινότητας σε κωμωδία (μαύρη ενίοτε) μέσω του υψηλού ύφους. «Αληθινός μυθιστοριογράφος», έγραψε κάποτε σε ένα δοκίμιό του για τον Σέργουντ Αντερσον, «είναι εκείνος που παραφρονεί ελαφρώς με τη ζωή της εποχής του». Σε τέτοια περίπου κατάσταση βρίσκονται οι δικοί του «έκκεντροι» ήρωες, άνθρωποι της καθημερινότητας που προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις υπερβολές στις οποίες τους οδηγεί ο νους, δηλαδή η σκιά της πραγματικότητας αλλά ταυτοχρόνως και η αληθινή της εικόνα. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει αναγνώστης εξοικειωμένος με το έργο του που να μη θυμάται τους πρωταγωνιστές του αλλά και πολλά από τα δευτερεύοντα πρόσωπα –και ως έναν βαθμό να μην ταυτίζεται μαζί τους.
«Oι αλήθειες είναι οι φίλοι μας στο σύμπαν»
Ο πρώτος τόμος της βιογραφίας του Μπέλοου από τον Ζάκαρι Λίντερ The Life of Saul Bellow: To Fame and Fortune που κυκλοφόρησε πρόσφατα και καλύπτει την περίοδο από το 1915 ως το 1964 ξεπερνά τις 800 σελίδες. Τόσες θα είναι περίπου και οι σελίδες του δεύτερου τόμου. Ασφαλώς δεν θα περίμενε κανείς να εκδοθεί και στη χώρα μας, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι δύο από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του Μπέλοου, Ο μικρός πλανήτης του κυρίου Ζάμλερ και Χέντερσον, ο βασιλιάς της βροχής, είναι από χρόνια εξαντλημένα. Μόνον οκτώ από τα δεκαοκτώ βιβλία του (μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων) κυκλοφορούν μεταφρασμένα στα ελληνικά. Ούτε καν εκείνο το εμβληματικό Οι περιπέτειες του Ογκι Μαρτς που για πολλούς είναι ανώτερο ακόμη και από το Χέρτσογκ. Ο Μπέλοου ανήκει εδώ και πολλά χρόνια στους σύγχρονους κλασικούς. Εκτός από το βραβείο Νομπέλ που του απονεμήθηκε το 1976, είναι ο μόνος αμερικανός πεζογράφος ο οποίος τιμήθηκε τρεις φορές με το Εθνικό Βραβείο Πεζογραφίας της χώρας του. Κι όμως, καθιερώθηκε σχετικά αργά. Μόλις το 1964, στα 53 του χρόνια, με την έκδοση του Χέρτσογκ, κατέκτησε το μεγάλο κοινό και κατάφερε να ζει αποκλειστικά από τα βιβλία του. Ως τότε ζούσε διδάσκοντας περιστασιακά σε διάφορα πανεπιστήμια (με εξαίρεση το Πανεπιστήμιο του Σικάγου στο οποίο παρέμεινε επί τριάντα χρόνια είτε διδάσκοντας είτε συμμετέχοντας σε ποικίλες επιτροπές).
Ο πρώτος τόμος της βιογραφίας του Μπέλοου από τον Ζάκαρι Λίντερ The Life of Saul Bellow: To Fame and Fortune που κυκλοφόρησε πρόσφατα και καλύπτει την περίοδο από το 1915 ως το 1964 ξεπερνά τις 800 σελίδες. Τόσες θα είναι περίπου και οι σελίδες του δεύτερου τόμου. Ασφαλώς δεν θα περίμενε κανείς να εκδοθεί και στη χώρα μας, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι δύο από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του Μπέλοου, Ο μικρός πλανήτης του κυρίου Ζάμλερ και Χέντερσον, ο βασιλιάς της βροχής, είναι από χρόνια εξαντλημένα. Μόνον οκτώ από τα δεκαοκτώ βιβλία του (μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων) κυκλοφορούν μεταφρασμένα στα ελληνικά. Ούτε καν εκείνο το εμβληματικό Οι περιπέτειες του Ογκι Μαρτς που για πολλούς είναι ανώτερο ακόμη και από το Χέρτσογκ. Ο Μπέλοου ανήκει εδώ και πολλά χρόνια στους σύγχρονους κλασικούς. Εκτός από το βραβείο Νομπέλ που του απονεμήθηκε το 1976, είναι ο μόνος αμερικανός πεζογράφος ο οποίος τιμήθηκε τρεις φορές με το Εθνικό Βραβείο Πεζογραφίας της χώρας του. Κι όμως, καθιερώθηκε σχετικά αργά. Μόλις το 1964, στα 53 του χρόνια, με την έκδοση του Χέρτσογκ, κατέκτησε το μεγάλο κοινό και κατάφερε να ζει αποκλειστικά από τα βιβλία του. Ως τότε ζούσε διδάσκοντας περιστασιακά σε διάφορα πανεπιστήμια (με εξαίρεση το Πανεπιστήμιο του Σικάγου στο οποίο παρέμεινε επί τριάντα χρόνια είτε διδάσκοντας είτε συμμετέχοντας σε ποικίλες επιτροπές).
Ηταν εννέα ετών όταν οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στο Σικάγο και τα παιδικά του χρόνια υπήρξαν δύσκολα, με έναν πατέρα που επιδιδόταν στο λαθρεμπόριο ποτών. Ο Μπέλοου για χρόνια «ζούσε» ανάμεσα σε δύο γλώσσες: τα γίντις που μιλούσαν στο σπίτι οι γονείς του και τα αγγλικά του σχολείου και της γειτονιάς.
Μόλις το 1943, στα τριάντα ένα του, έλαβε την αμερικανική υπηκοότητα, έναν χρόνο πριν από την έκδοση του πρώτου μυθιστορήματός του. Το 1948 στο Παρίσι βρήκε την αληθινή του φωνή και απέκτησε συνείδηση της αμερικανικής ταυτότητας που για τον ίδιον ανταποκρινόταν στον χαρακτήρα και στο περιβάλλον των μεσοδυτικών Πολιτειών.
Στα νιάτα του υπήρξε τροτσκιστής, και μάλιστα ταξίδεψε στο Μεξικό για να συναντήσει τον Τρότσκι, ο οποίος όμως μία ημέρα πριν από το καθορισμένο ραντεβού μαζί του δολοφονήθηκε.
Η σχέση του Μπέλοου με τους ριζοσπάστες συγγραφείς και διανοουμένους καθορίστηκε και από τους δεσμούς του με το ιστορικό περιοδικό «Partisan Review», από το οποίο πέρασαν και πολλοί άλλοι τροτσκιστές μιας εποχής. Εκεί άλλωστε δημοσίευσε ολόκληρο το λακωνικό του αριστούργημα, τη νουβέλα Αδραξε τη μέρα (απευθείας μεταφορά του carpe diem του Οράτιου), η οποία προηγουμένως είχε απορριφθεί από τον «New Yorker».
Η καθαρή και απέριττη γραφή του ήταν αποτέλεσμα επίπονης επεξεργασίας, προϊόν τελειομανούς, μολονότι δεν ήταν συγγραφέας που έγραφε δύσκολα. Απόδειξη η συνέντευξη που έδωσε το 1965 στο περιοδικό «Paris Review», την οποία πριν από τη δημοσίευσή της την επεξεργάστηκε σε κάθε της λεπτομέρεια αναζητώντας σαν τον Φλομπέρ την «ακριβή» λέξη (mot juste) για το καθετί. Ενδεχομένως οι τελευταίες του φράσεις εκεί να εξηγούν το συνειδησιακό και ανθρωπολογικό περιεχόμενο του έργου του και τη βαθύτερη ουσία του: «Ισως να υπάρχουν αλήθειες από την πλευρά της ζωής. Είμαι έτοιμος να παραδεχθώ πως δεδομένου ότι λέμε ψέματα καθ’ έξιν και τρέφουμε αυταπάτες, έχουμε σοβαρό λόγο να φοβόμαστε την αλήθεια. Ομως δεν παύω να ελπίζω. Μπορεί να υπάρχουν κάποιες αλήθειες οι οποίες είναι, εν πάση περιπτώσει, οι φίλοι μας στο Σύμπαν».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ