Η Ακρα Ταπείνωση
Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 336
Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 20 Απριλίου 2015
Στην αρχή, λόγω του πρότερου συγγραφικού της έργου και παρ’ όλο που μας είχε προϊδεάσει το 2009 με το μυθιστόρημα Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα, δυσκολεύεται κανείς να το πιστέψει: άφησε την Ιστορία, την τέχνη του παρελθόντος που τόσο καλά κατέχει, και βάζει τα χέρια της σε μια φωτιά που καίει ακόμη; Πλην όμως είναι γεγονός: ηΡέα Γαλανάκηέγραψε για την τρέχουσα εθνική κρίση ή καλύτερα με αφορμή αυτήν ένα βιβλίογια τον καιρό της οργής και της καταστροφής, για την πληγωμένη Αθήνα αλλά και για τη γενιά του Πολυτεχνείου. Και όπως εξήγησε η ίδια σε μια αποκλειστική συνομιλία με «Το Βήμα», δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. «Δεν ήθελα να πάω πίσω. Αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να ασχοληθώ με τίποτε άλλο την περίοδο αυτή παρά μόνο με όσα συγκλόνισαν την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, με αυτή την τόσο βίαιη επικαιρότητα που ήλθε και μας κύκλωσε, αναγκάζοντάς μας να επαναπροσδιορίσουμε τις γνώσεις και τις αντιλήψεις μας. Και να σας πω κάτι; Τέτοια πρόκληση επιτρέπει ακόμη και το να παραπατήσει κανείς. Ας ανταποκριθείς ως δημιουργός στην πρόκληση κι ας παραπατήσεις, δεν πειράζει»σημείωσε η βραβευμένη συγγραφέας.
Η Ακρα Ταπείνωση, το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο εμπνευσμένο από την ύστερη βυζαντινή αγιογραφία, από μια αυστηρή απεικόνιση του νεκρού Χριστού που φιλοτέχνησε οΝικόλαος Τζαφούρης, ριζώνει σε χρόνο πρόσφατο αλλά σημαδιακό: στη νύχτα που πυρπολήθηκε το κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας, εκείνη την επεισοδιακήΚυριακή της 12ης Φεβρουαρίου 2012.
«Αυτές οι δύο γυναίκες, με την ιδιαίτερη ματιά τους, με βοηθάνε πολύ να πω πράγματα γι’ αυτά που ζούμε, που δεν στηρίζονται αποκλειστικά στη λογική. Με βοηθάνε να αναπτύξω έναν πιο εσωτερικό λόγο, πέραν του πολιτικού ή του δημοσιογραφικού. Με βοηθάνε επίσης που είναι μορφωμένες γυναίκες της μεσαίας τάξης και έχουν μια αίσθηση της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της τέχνης» ανέφερε η Ρέα Γαλανάκη, διότι και αυτό την ενδιαφέρει, να διερευνήσει τη φυσιογνωμία της Αθήνας και την αντοχή της. «Θέλησα να αποτυπώσω και τη δική μου σχέση με τον χρόνο της πόλης, μιας πόλης που αγαπώ. Δούλεψα πολύ πάνω στον μύθο της. Ισως μόνο αν σκεφτούμε καλά αυτή τη διάσταση, δηλαδή την Αθήνα ως τον τόπο όπου γεννήθηκαν η τραγωδία και η δημοκρατία ταυτόχρονα, μπορούμε να αναλογιστούμε σοβαρά τι σημαίνει η καταστροφή του πολιτισμού της. Οι δύο γυναίκες σκέφτονται το μυθικό και ιστορικό υπόβαθρο της Αθήνας σε σχέση με αυτό που βλέπουν γύρω τους. Και ισχυρίζονται ότι η Αθήνα βαστάει ακόμη τον δραματουργικό της πυρήνα, ότι αυτή η πόλη εξακολουθεί να γεννά την τραγωδία, μια νέα τραγωδία όμως σήμερα που δεν φαίνεται να έχει παρόμοια κάθαρση».
Ησυγγραφέας ενορχηστρώνει έναν διάλογο, όπως είπε, ανάμεσα στους σημερινούς «εξεγερμένους» και στους «ηττημένους» της γενιάς του Πολυτεχνείου, στην οποία ανήκουν οι δύο πρωταγωνίστριες. Ο Ορέστης, ο γιος της Νύμφης με κάποιον που εξαργύρωσε πολιτικά τον αντιχουντικό αγώνα και έκανε καριέρα, είναι ένας «αντιεξουσιαστής» που προδίδεται στο τέλος από τους δικούς του.
«Ο,τι έχουμε όλοι μας, ας μην το εξειδικεύσουμε, αλλά χωρίς μεγαλοστομίες και εθνικιστικές κορόνες. Και σίγουρα η πατρίδα μοιάζει δακρυσμένη αυτή τη στιγμή. Οι άνθρωποι αγαπούν την πατρίδα τους, τον τόπο τους. Τόπος δεν είναι μονάχα η γεωγραφία, ένα τοπίο. Ο τόπος είναι μια σειρά πραγμάτων, τα αισθήματα, οι σχέσεις, η ιστορία, η προσωπική και συλλογική μας διαδρομή, η αυτοσυνειδησία μας. Ολα αυτά είναι η πατρίδα, μια πατρίδα που τα τελευταία χρόνια βεβηλώθηκε» κατέληξε.
«Μεγάλο λάθος που την κοιτούσε τόση ώρα, απευθύνοντας αυτές τις ερωτήσεις προπαντός στον εαυτό του, εκλιπαρώντας όμως την αποδοχή και τη συγγνώμη της. Απόψε έκανε το ένα μετά το άλλο λάθος, ίσως γιατί ταράχτηκε με το που την αντίκρισε να παραδέρνει στο πεδίο των μαχών. Για να μην τρέξει να χωθεί στην αγκαλιά της, άντρας ολόκληρος, μαχητής εδώ και χρόνια, μα για να συνεχίσει να σφυροκοπά και να εφορμάει, της φώναξε με φωνή δυνατή τις απαντήσεις του –έτσι κι αλλιώς στον εαυτό του απαντούσε. Κανείς δεν άκουσε τα λόγια του μέσα στις κραυγές, μέσα στους κρότους: Αλλιώς στη μακρινή εποχή της μάνας του μια εξέγερση, αλλιώς στη δική του. Το ίδιο δίκαιες, το ίδιο απρόβλεπτες, αν όχι και το ίδιο μάταιες, μα έτσι είναι πάντοτε οι εξεγέρσεις, ας το καταλάβαινε κι εκείνη, και αυτός, κι ο κόσμος όλος. Δεν θα τον πιάνανε και τύψεις τώρα. Στο κάτω-κάτω δεν ήθελε να καταλήξει (τόλμησε να το πει κι αυτό, αποστρέφοντας το βλέμμα από το πρόσωπό της προς τα άσπρα σύννεφα των δακρυγόνων, τα λογχισμένα από τα ακόντια των προβολέων), δεν ήθελε να καταλήξει σαν κι αυτήν: ο ηττημένος, ο άνθρωπος μιας ανολοκλήρωτης εξέγερσης, ένας μισότρελος. Τα πάντα είχαν γυρίσει τη σελίδα σε όλη την υφήλιο. Αργά, πολύ αργά για τις αρχαίες απορίες. Καιρός για νέες» (σελίδες 188-189).
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Ακρα Ταπείνωση» (2)
«Βρισκόσουνα στην ίδια κεντρική λεωφόρο της Αθήνας, απέναντι από τον κινηματογράφο που είχες δει να καίγεται μπροστά σου. Το φως της μέρας ασταθές, γαλακτερό, τύλιγε το ψυχορράγημά της μέσα σε τούλινη κουρτίνα. Πίσω της θα κρυβότανε σε λίγο η μέρα για ν’ αλλάξει ρούχο, να ντυθεί στα μαύρα. Να γίνει άλλη μια νύχτα της Αθήνας, πιο ύπουλη από το νερό της λησμονιάς, πιο γυάλινη από το βλέμμα ενός άστεγου, πιο οδυνηρή από τη φλόγα που είχε κατακάψει το άστυ. Η Αθήνα, μια τρελή μητέρα πια. Εσύ, η κόρη της, δεν πλήρωσες για να μπεις στον κινηματογράφο. Στο σκοτεινό ταμείο του κανείς δεν έκοβε εισιτήρια σε όσους έμπαιναν. Δηλαδή, σ’ εσένα και σε κάτι άλλους ξέμπαρκους κι αλλοπαρμένους που είχατε την αποκοτιά να μπείτε απόψε μέσα στον καμένο κινηματογράφο για να δείτε το έργο που παιζόταν. Ο ένας τους κάποιον αόριστα σου θύμιζε, καλύτερα όμως να μην του μιλούσες. Ούτε λυγμός ούτε μνημόσυνο. Κάτι βαθύτερο ήταν αυτό που σε τραβούσε μέσα στον καμένο κινηματογράφο δυνατά, σαν ζώο που το σέρνει το σκοινί προς το μαχαίρι. (…) Δρασκέλισες τα καρβουνιασμένα δοκάρια της εισόδου, τα πεσμένα διαγωνίως. Λοξές αχτίνες από το ξημέρωμα μιας καινούργιας κόλασης, την οποία, για ακόμη μια φορά στην Ιστορία, ευαγγελίστηκε ο νους του ανθρώπου. Σκόνταψες πάνω σε χαμηλούς σωρούς από στάχτες και αποκαΐδια. Η μνήμη της φωτιάς κοκκίνιζε ακόμη μέσα τους, σπίθες που απειλούσαν να ξαναφουντώσουν. Κοίταξες ψηλά, δεν είχε σύννεφα στον χειμωνιάτικο ουρανό και η ξεκοιλιασμένη στέγη της εισόδου επέτρεπε στο σεληνόφωτο να διαχυθεί, κάνοντας ορατές όλες τις αποχρώσεις της καμένης ύλης. Απ’ αυτό το νύχτιο ψυχρό φως αναδυόταν κάτι σαν μινύρισμα: Η εξόδιος ακολουθία της καμένης ύλης, σκέφτηκες» (σελ. 268-269).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ