Δημοσθένης Παπαμάρκος
Γκιακ
Διηγήματα
Εκδόσεις Αντίποδες, 2014,
σελ. 128, τιμή 9,20 ευρώ
«Αφού με ρώτηξες θα σου πω, Αντώνη. Κι έτσι είν’ και το πρεπό μιας κι ήρθα στο σπίτι σ’ μέσα και σου ζητάω ό,τι σου ζητάω. Θα μου δώσεις όμως μπέσα πως θα μείνει σε τούτο δω το τραπέζι… Την αδερφή μου τη Σύρμω τη θυμάσαι…». Εξομολογήσεις πρόσωπο με πρόσωπο, μυστικές και μπεσαλίδικες, για πράματα παλιά, για εγκλήματα που ζητούσαν εκδίκηση, για φονικά που δεν ξεχνιούνται. «Γκιακ», που στα αρβανίτικα θα πει αίμα, συγγένεια εξ αίματος, φόνος που γίνεται για λόγους εκδίκησης, είναι ο τίτλος της νέας συλλογής διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου, που περιλαμβάνει επτά ιστορίες γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο, σε γλώσσα προφορική, διαλεκτική, ζωντανή και ζουμερή, με πρωταγωνιστές άντρες περήφανους και αψείς, Αρβανίτες. Ο λόγος τους είναι συμβόλαιο και η προσβολή της τιμής τους πληρώνεται με αίμα.
Μόλις τριάντα ενός ετών, ο νεαρός Δημοσθένης Παπαμάρκος δεν είναι νέος συγγραφέας. Δημοσίευε διηγήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά της επαρχίας από έντεκα ετών, σημειώνεται στο βιογραφικό του. Μαθητής του γυμνασίου, τυπώνει το πρώτο του μυθιστόρημα, την Αδελφότητα του Πυρίτιου (Αρμός, 1998), ένα αφήγημα νεανικής επιστημονικής φαντασίας, για έναν μαθητή που εξαφανίζεται μέσα στο εσωτερικό του ηλεκτρονικού υπολογιστή του. Τελειόφοιτος του λυκείου εξέδωσε τον Τέταρτο ιππότη (Κέδρος, 2001), ένα ακόμη μυθιστόρημα φαντασίας, με πρωταγωνιστή έναν πολεμιστή που σκορπίζει φωτιά και θάνατο, αλλά αρχίζει να έχει οχλήσεις συνειδήσεως. Περιγραφές ομηρικού τύπου, κέλτικοι και σκανδιναβικοί μύθοι συμπλέκονται στη δημιουργία ενός σκηνικού και μιας ατμόσφαιρας που αποδίδεται με λόγο επικό, φορτωμένο και πομπώδη, με όλον τον ασυγκράτητο λυρισμό μιας εφηβικής υπερβολής. Εντεκα χρόνια αργότερα, με τα διηγήματα ΜεταΠοίηση (Κέδρος, 2012), ο συγγραφέας περνά από τη μεγάλη στη μικρή φόρμα και από την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ο βίαιος θάνατος και το χυμένο αίμα που στοιχειώνει τον φονιά εμφανίζονται και εδώ ως θεματικοί άξονες των ιστοριών του, που τώρα απομακρύνονται από τον χώρο του φανταστικού και πλησιάζουν τον ρεαλισμό, μπολιάζοντάς τον με στοιχεία του υπερφυσικού παρμένα από τη λαϊκή παράδοση. Η γλώσσα αποκαθαρμένη από τον στόμφο ακουμπάει στον καθημερινό λόγο και στη λαϊκή γλώσσα αυξάνοντας τη συγκινησιακή της δύναμη.
Φτάνοντας στο Γκιακ μπορούμε πλέον να μιλάμε για θεματικές εμμονές. Κατ’ αρχάς ο Παπαμάρκος δημιουργεί κόσμους αντρικούς. Είτε είναι έφηβοι κομπιουτεράδες είτε ανελέητοι πολεμιστές του μύθου ή της φαντασίας είτε αρβανίτες χωρικοί, οι χαρακτήρες που ζουν στις ιστορίες του είναι αρχετυπικά αρσενικοί, γαλβανισμένοι στο καθήκον, ήρωες ακόμη κι όταν εμφανίζονται ως αρνητικοί χαρακτήρες. Ο θάνατος, το φονικό, το έγκλημα τιμής, η εκδίκηση αποτελούν και εδώ τη θεματική ραχοκοκαλιά των διηγημάτων. Ο Παπαμάρκος διατηρεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της προηγούμενης συλλογής, η γλώσσα όμως εδώ ακόμη πιο λιτή, απλή, λαϊκή, έχοντας αποβάλει κάθε περιττό, αποδίδει την ντοπιολαλιά των αγροτών στα αρβανιτοχώρια της Κεντρικής Ελλάδας, μπολιασμένη με στοιχεία της αρβανίτικης διαλέκτου. Μια γλώσσα ρωμαλέα, αντρίκεια, κατάλληλη για τους χαρακτήρες της αφήγησης.
Οι αφηγητές, πρωταγωνιστές στις ιστορίες που αφηγούνται, είναι όλοι μέτοχοι μιας κοινής εμπειρίας: πολέμησαν στη Μικρασία και έκαναν και είδαν εκεί πράματα ακατονόμαστα. Η Μικρασιατική Εκστρατεία λειτουργεί ως ιστορικό γεγονός που βοηθά στον προσδιορισμό των χρόνων της αφήγησης και η Μικρασία ως συμβολικός τόπος της μεταστροφής των χαρακτήρων από άμαθα χωριατόπαιδα σε βάρβαρους πολεμιστές ή από οργισμένους νέους σε συνειδητούς εκτελεστές. Πάντως η Μικρασία και η Καταστροφή αποτελούν ένα αόριστο φόντο που σπάνια γίνεται προσκήνιο. Η εξαίρεση συμβαίνει στο διήγημα «Ηρθε ο καιρός να φύγουμε», στο οποίο όμως το τέλος έρχεται βιαστικά με ένα ηθικό δίδαγμα ακριβώς στο σημείο όπου θα μπορούσε να απογειωθεί η αφήγηση. Ατελές αφηγηματικά είναι και το «Τα μπουκουμπάρδια», που μένει στο επίπεδο του στιγμιότυπου. Ωριμος συγγραφέας εμφανίζεται ο Παπαμάρκος στα καλοδουλεμένα «Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε», όπου ένα αγόρι εκδικείται τον βιαστή της αδελφής του, και «Νόκερ», στο οποίο ένας βετεράνος της Μικρασιατικής Εκστρατείας φεύγει μετανάστης στην Αμερική με τη γλυκιά μυρωδιά του αίματος να τον ακολουθεί ως το Σικάγο.
Η απόδοση της προφορικής γλώσσας μπορεί να έχει κάποια περιστασιακά φάλτσα, πείθει όμως για την αμεσότητά της και γοητεύει με τη στιβαρότητα, τον ρυθμό και τον λαϊκό πλούτο της. Ο μονοφωνικός λόγος των διηγημάτων μοιάζει κατάλληλος για την απόδοση μιας αγροτικής κοινωνίας του 20ού αιώνα μεν, προνεωτερικής δε, στην οποία η ατομικότητα, το ατομικό ύφος γλώσσας και ζωής, δεν έχει ακόμη αναδυθεί ως αξία. Ο σεβασμός στην παράδοση, ο κομφορμισμός σε άγραφους κανόνες είναι οι αξίες αυτής της κοινωνίας που τα μέλη της ενστερνίζονται χωρίς αμφισβήτηση.
Με τον ίδιο τρόπο δέχονται και τον φόνο, το χρέος του εγκλήματος τιμής, την αναγκαιότητα ο στρατιώτης να σκοτώσει στον πόλεμο. Δεν είναι υπαρξιακού χαρακτήρα οι εξομολογήσεις τους, δεν υπάρχει μετάνοια που ζητεί συγχώρεση. Είναι η μοναξιά, σε ορισμένες περιπτώσεις η περιθωριοποίηση από την ίδια την κοινωνία στους κανόνες της οποίας υπάκουσαν, που βασανίζει τους ήρωες, που τους ωθεί να αφηγηθούν την ιστορία τους –γι’ αυτό και η ματιά του συγγραφέα είναι στραμμένη στον κοινωνικό ιστό, ακόμη κι όταν παρατηρεί ζητήματα εσωτερικά.
Η συλλογή, που κυκλοφορεί σε έναν τυποτεχνικά περιποιημένο τόμο, εγκαινιάζει τη σειρά σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας του νέου εκδοτικού οίκου Αντίποδες. Τα επτά διηγήματα συμπληρώνει μια εξαιρετικής έμπνευσης παραλογή, που μπορεί να θεωρηθεί αυτοσχόλιο ποιητικής και αποκαλύπτει το διακείμενο της συλλογής: τα πολύστιχα επικολυρικά αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια, που αγαπούν το υπερφυσικό και το αλλόκοτο, τις ιστορίες για βρικόλακες και ξωτικά, και συγγενεύουν με τους μύθους. Παράλληλα, αποκαλύπτει και τις προσωπικές καταβολές της αφηγηματικής φαντασίας ενός συγγραφέα που διαρκώς εξελίσσεται και τον οποίο αξίζει να παρακολουθούμε: «Τ’ απόβραδα που η νυχτιά σκόρπιζε στρατολάτες/ Κι όλοι ταχιά μαζεύουνταν στα σπίτια για να πάνε […] Επαιρνε ο πάππος το θρονί και κάθονταν σιμά μου/ κι έλεγε και μουρμούριζε στην ξένη τη λαλιά του/ για ιστορίες και θάματα που ‘ζησε στα μικράτα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ