ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ
Ο θησαυρός του χρόνου
Εκδόσεις Πατάκη, 2014,
σελ. 480, τιμή 19,80 ευρώ

Μια φορητή γραφομηχανή Olivetti Lettera 22, χρώμα ανοιξιάτικο φιστικί, σε αχρησία λόγω τενοντίτιδας. Ενα όρθιο πιάνο Bösendorfer, που γνώρισε κάποτε δόξες στα σαλόνια της πατρικής οικογένειας και τώρα σιωπά. Μια αρσενική φασματική μορφή με εγγλέζικα κοστούμια που τραγουδά εμμονικά την άρια «Εri tu» του «Χορού μεταμφιεσμένων» του Βέρντι ανάμεσα στους καπνούς των αγγλικών τσιγάρων του. Ενα σπίτι βυθισμένο στους ίσκιους. Μια μοιραία άρρωστη που κοιμάται ύπνο δύσκολο κι ένας συγγραφέας που νυχοπατεί με τις κάλτσες για να μην την ταράξει. Ανησυχία και αναμνήσεις –πραγματικές και φαντασμένες. Το πρελούδιο της απώλειας. Η πορεία προς τον θάνατο του αγαπημένου προσώπου αφορμή για ανασκόπηση ζωής. Ο πόνος, το πένθος και ο φόβος της λήθης θρυαλλίδες αφηγήσεων για ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή και χάθηκαν, «σαν χαμένος θησαυρός».

Τρία χρόνια μετά την όψιμη έκδοση των Αλεπούδων του Γκόσπορτ (Κέδρος, 2011), του πρώτου του μυθιστορήματος που παρέμενε ανέκδοτο, με τον ενδιάμεσο σταθμό του πολιτικού μυθιστορήματος Θάνατος στο Βαλπαραΐζο (Πατάκης, 2013), ο Μένης Κουμανταρέας μιλάει για θέματα τολμηρά σε ένα πεζογράφημα που κινείται μεταξύ αποκαλυπτικής αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας των ανομολόγητων. Το ‘χει συνήθειο ανά δεκαετία να αδειάζει τα συρτάρια του από ανέκδοτα miscellanea: Πλανόδιος σαλπιγκτής (Κέδρος, 1989), Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα (Κέδρος, 1999), Ξεχασμένη φρουρά (Καστανιώτης, 2010). Την τριλογία αυτή συντροφεύει ο πρόσφατος Θησαυρός του χρόνου (Πατάκης, 2014), ένα βιβλίο γραμμένο από το 2010, όταν ο καρκίνος της συζύγου του Λιλής βρισκόταν στην τελική ευθεία, ως το 2014. Εδώ όμως, αντιθέτως από τα τρία προηγούμενα, τα μυθοπλαστικά, δοκιμιακά, βιογραφικά και αυτοβιογραφικά κείμενα χάνουν τα περιγράμματά τους και συμπλέκονται σε μια ενιαία αφήγηση που καταλήγει τετράδιο μνήμης για τις προσωπικές αποφάσεις και τον τρόπο ζωής, για δασκάλους και μαθητές, για το γράψιμο και τη μουσική, για τον Θεό και τον θάνατο, για τους άντρες και τις γυναίκες.
Πρωταγωνίστρια της αφήγησης είναι η σύζυγος του αφηγητή, που ονομάζεται Λιλή, όπως του συγγραφέα. Για αυτήν γράφεται το βιβλίο, έστω κι αν δεν πρόκειται να το διαβάσει. Ο ανώνυμος αφηγητής ανατρέχει στα χρόνια της γνωριμίας τους, όταν, νόστιμος νεαρός με κοκάλινα γυαλιά εκείνος και νεαρή κοπέλα με πράσινα μάτια και όμορφες γάμπες εκείνη, εργάζονταν σε μια ασφαλιστική εταιρεία που ασφάλιζε πλοία και αεροπλάνα, στα Γραφεία. Η αρχή της κοινής ζωής τους σηματοδοτεί για τον αφηγητή την αρχή μιας διπλής ζωής: αγάπη και συντροφικότητα την ημέρα στην αστική ζωή με τη γυναίκα του, ξεπορτίσματα και ηδονή με τους ομοφύλους του το βράδυ σε λαϊκά ξενοδοχεία και ύποπτα μπαρ.
Καθοδηγητής και μέντορας στη μυσταγωγία της αρσενικής σεξουαλικότητας είναι ένα όραμα, το φάντασμα κάποιου παλιού αλληλογράφου στα Γραφεία, ονόματι Αναγνωστόπουλος ή Αναγνώστου. Ο «Παλαιός των Ημερών», όπως τον αποκαλεί ο αφηγητής, είναι ένας δανδής μεγαλοαστικής καταγωγής, με καβαφικά χαρακτηριστικά, καλοραμμένα κοστούμια και λατρεία στην όπερα. Μέσα από τις αφηγήσεις του τα μεσημέρια, αφότου έχουν σχολάσει οι υπάλληλοι των Γραφείων, ξεναγεί τον νεαρό αλληλογράφο και συνάδελφό του σε προπολεμικούς οίκους ανοχής μιας γκροτέσκας καρναβαλικής ατμόσφαιρας, σε παρακμιακά ξενοδοχεία με λερά σεντόνια και σε μισοφωτισμένα χαμαιτυπεία όπου φτωχά αγροτόπαιδα, αγόρια της εργατικής τάξης και άφραγκοι φαντάροι προσφέρουν το κορμί τους σε όσους μπορούν να πληρώσουν.
Αριστοτέχνης στη σκηνοθεσία, στη δημιουργία ατμόσφαιρας, ο Κουμανταρέας κατασκευάζει σταδιακά ένα υποβλητικό σκηνικό με σκιές και σκοτάδια για να υποβάλει εκείνο που αργότερα κατονομάζεται: «Υπάρχει μια σκιερή πλευρά στις σχέσεις μας. Ενας ίσκιος που αφήνει ανεξίτηλα το δακτυλικό αποτύπωμα στα έργα της ζωής μας και που το καλύτερο λαγωνικό της αστυνομίας αδυνατεί να εξιχνιάσει. Είναι εγκλήματα που έχω διαπράξει, έργω ή διανοία, όπως λέει και η Εκκλησία, τα οποία οι πιο στενοί μου άνθρωποι αγνοούν» παραδέχεται ο αφηγητής.
Στο σκοτάδι της νύχτας, σε μια Αθήνα που την καταπίνουν τα γκραφίτι ενώ ανθρώπινοι όγκοι τυλιγμένοι σε κουρέλια καταλαμβάνουν τα πεζοδρόμια, σε μια γειτονιά του κέντρου όπου τα πάλαι ποτέ πολυτελή ζαχαροπλαστεία έχουν μετατραπεί σε φαστφουντάδικα για να καταλήξουν θορυβώδη music cafés με μεγάλες οθόνες για καθημερινές ποδοσφαιρικές αναμεταδόσεις, ο αφηγητής-πρωταγωνιστής, ως άλλος Λεοπόλδος Μπλουμ, τριγυρίζει στην πόλη αναζητώντας την ηδονή σε μεταπολεμικά στέκια και στους εμπορεύσιμους νεαρούς μετανάστες. Στην αναζήτησή του θα έρθει σε επαφή με τον Ρουμάνο-τσιγγάνο Λούνα, τον πιτσαδόρο Καμικάζι, τον εντυπωσιακό Αλβανό Νουάρ. Σχέσεις σαρκικές και εφήμερες γνωριμίες σε ύποπτα μπαρ και καφενεία αλλοδαπών. Κάποια απ’ αυτές, διαρκέστερη, δίνει την ψευδαίσθηση δεσμού. Στο σπίτι η Λιλή κοιμάται αλλά δεν αγνοεί. Ξέρει, παραπονείται, αντιδρά, αποδέχεται. Ο αφηγητής εξηγείται: «Ποτέ δεν είχα κρύψει τη σεξουαλικότητά μου παρεκτός από τους γονείς. Μου είναι αδιανόητο ότι υπάρχουν άντρες που μια ζωή κρύβουν από τη σύντροφό τους ότι πιθανώς να ποθούν έναν άλλον άντρα. Το ότι παντρεύτηκα για να κλείσω τα στόματα και να βολευτώ είναι το μεγαλύτερο ψέμα».
Αυτή η ζωή στο μεταίχμιο, αρσενική και θηλυκή, στο φως και στο σκοτάδι, φανερή σε όλους και φανερή στους ομοίους, είναι που κάνει τον φιλόδοξο αλληλογράφο συγγραφέα: «Στην παιδική και πρώτη εφηβική ηλικία υπήρχε μια συνέχεια και συνέπεια στα αισθήματα και στη ζωή μου. Κάποιος θεός με προστάτευε και δεν μ’ άφηνε να κλυδωνίζομαι. Ομως ό,τι δημιουργικό έκανα, αν έκανα κάτι στη ζωή μου, είναι εξαιτίας αυτής της τραμπάλας. Πότε στα Ουράνια και πότε στα Τάρταρα. Πότε γράφω και παίζω μουσική καλύτερα; Μετά από ασωτίες, ντράβαλα και απιστίες. Λες και αυτά να είναι προϋποθέσεις για ανάταση ψυχής και δημιουργία. Κακούργα τέχνη!». Αυτός ο συγγραφέας, με την απρέπεια της τέχνης του, παρατηρεί τώρα την εξέλιξη της αρρώστιας της κατάκοιτης γυναίκας του και την αναμονή του θανάτου και καταγράφει μεθοδικά την αναμόχλευση σκέψεων, ενοχών, συναισθημάτων που του προκαλεί. Οι γραφιάδες είναι «ανάλγητα κτήνη», σημειώνει ο Κουμανταρέας σε ένα σχόλιο μετααφηγηματικό· τρέφονται σαν βρικόλακες εξίσου από τους χυμούς της ζωής και από τα σηπτικά υγρά του θανάτου.
Τη θλιβερή ατμόσφαιρα του πένθους γλυκαίνουν ο ερωτισμός των παλιών μυστικών, ο κομψός λόγος και το αυτοσαρκαστικό χιούμορ καθιστώντας την αφήγηση έναν νοσταλγικό ύμνο στη ζωή και στα μυστήριά της, στην ποθητή συντροφικότητα που δεν συμβαδίζει πάντα με τους πόθους του κορμιού, στην αποδοχή του εαυτού και στην κατανόηση του Αλλου: της ερωτικής του ταυτότητας, της κοινωνικής του καταγωγής, της επαγγελματικής διαστροφής του.

Μεταξύ εξομολόγησης και συγκάλυψης
Βιωματικός συγγραφέας ο Μένης Κουμανταρέας, ταυτίζεται εδώ με τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή που γράφει για να ξεφορτωθεί το βάρος των γεγονότων και να λυτρωθεί απ’ αυτά; Εκθέτει τα εσώψυχα και τα προσωπικά του στο φως «σαν μπουγάδα απλωμένη σε ταράτσα»; Μπορεί να τον εμπιστευθεί ο μελλοντικός βιογράφος του ή παραποιεί τα γεγονότα και τον παρασύρει, με δόλωμα κάποιες λεπτομέρειες της ζωής του, σε βιώματα επινοημένα; Δύσκολο να πει κανείς. Η γραφή του Κουμανταρέα, συνηθισμένη να κινείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, κινείται και εδώ μεταξύ νατουραλιστικών περιγραφών του εμπορίου της ηδονής στην Αθήνα και ονείρων, οραμάτων, παραισθήσεων, παραμιλητών που καταργούν τα όρια του χρόνου και υπερβαίνουν τα σύνορα του υλικού κόσμου.
Πρόσωπα σχηματικά, συμβολικά περισσότερο παρά ρεαλιστικά, οι χαρακτήρες της αφήγησής του ονοματίζονται συχνά με σκωπτικά παρατσούκλια (Μπαχλαμπάς, Πισπιρίγκος, Περισπωμένη) ή με ονόματα που κρύβουν συνωμοτικούς αναγραμματισμούς, όπως το Νουάρ. Η Βιολέτα έχει μάτια βιολετιά και ο Λάζαρος το ένα πόδι στον τάφο, ονόματα που μοιάζουν κι αυτά με ψευδώνυμα –όπως εκείνο του νεανικού φίλου και συνοδοιπόρου στη γεύση του έρωτα, του εκλεπτυσμένου στιχοπλόκου Νικόδημου. Ανάμεσα στους ανθρώπους αυτούς, καρικατούρες, τύπους ή σύμβολα το Λιλή μοιάζει με όνομα-κλειδί που ξεκλειδώνει ενδεχομένως την αφήγηση και αποκαλύπτει την αλήθεια της για πρόσωπα υπαρκτά και γεγονότα αληθινά.
Ας μη βιαστούν όμως όσοι αισθάνονται την έξαψη της βιογραφίας της κλειδαρότρυπας. Παρά το πρωτοπρόσωπον της αφήγησης και παρά την εκπεφρασμένη πρόθεση του αφηγητή για εξομολόγηση των ανομολόγητων, αυτό το πρώτο πρόσωπο δεν ακουμπά με σαφήνεια σε πρόσωπο πραγματικό. Καθώς οι λάμπες στο σπίτι του αφηγητή καίγονται η μία μετά την άλλη μετά τον θάνατο της Λιλής, τα σκοτάδια που τυλίγουν το κείμενο εντείνοντας τον ελεγειακό τόνο του θολώνουν τα περιγράμματα και τις αντιστοιχίσεις. Η αμφισημία κυριαρχεί.
Χρησιμοποιώντας τους εκφραστικούς τρόπους της κλασικής ομοφυλοφιλικής λογοτεχνίας –την ποιητική της αμφισημίας και της απόκρυψης –το πεζογράφημα του Κουμανταρέα διαδέχεται την ποίηση του Κ. Π. Καβάφη, τη διηγηματογραφία του Γιώργου Ιωάννου, τη μυθιστοριογραφία του Κώστα Ταχτσή και τοποθετείται στο πλαίσιο της ελληνικής ομοφυλοφιλικής λογοτεχνίας σε μια θέση προνομιακή γιατί παρουσιάζει σε βάθος χρόνου, που καλύπτει όλον τον εικοστό αιώνα, την ανθρωπογεωγραφία της γκέι κουλτούρας της Αθήνας –και όταν δεν λεγόταν ακόμη έτσι –παρατηρώντας και σχολιάζοντάς την από ένα εποπτικό χρονικό σημείο της Ιστορίας όπου τα αλλοτινά τολμηρά θέματα «μοιάζουν κατάλληλα ακόμα και για μοναστήρια».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ