Στις 19 Ιουλίου 1937 στο Βερολίνο έγιναν τα εγκαίνια μιας μεγάλης έκθεσης ζωγραφικής που θα έμενε στην Ιστορία ως έκθεση έργων «εκφυλισμένης τέχνης», όπως την ονόμασαν οι ναζιστές. Τα επόμενα τρία χρόνια τα έργα περιόδευσαν και σε άλλες πόλεις της Γερμανίας. Στόχος του χιτλερικού καθεστώτος ήταν να διαπομπευθεί η μοντέρνα τέχνη.
Η ιδέα για την έκθεση ήταν του ναζιστή ζωγράφου Αντολφ Ζίγκλερ που σε συνεργασία με τον Γκέμπελς ανέλαβε και τη διοργάνωση. Πίνακες κατασχέθηκαν από μουσεία και ιδιωτικές συλλογές και εμπρηστικά συνθήματα τη συνόδευσαν στον ναζιστικό Τύπο.
Η προσέλευση του κοινού υπήρξε πρωτοφανής. Τις πρώτες έξι εβδομάδες πάνω από ένα εκατομμύριο Γερμανοί έσπευσαν να δουν τα τεκμήρια της «παρακμής», στα οποία περιλαμβάνονταν ορισμένα από τα σημαντικότερα εικαστικά δημιουργήματα του 20ού αιώνα. Οι περισσότεροι πίνακες ήταν έργα των σπουδαιότερων εκπροσώπων του εξπρεσιονσμού: του Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, του Γκέοργκ Γκρος, του Βασίλι Καντίνσκι, του Πάουλ Κλέε, του Εμίλ Νόλντε, του Μαξ Μπέκμαν, του Εριχ Χέκελ και του Οσκαρ Κοκόσκα.
Αυτούς τώρα «παρέδιδε» στη δημόσια χλεύη ο Αντολφ Ζίγκλερ, ζωγράφος που η ψευδο-κλασικιστική τεχνοτροπία του ενθουσίαζε τους ναζιστές, για τούτο και κανείς δεν θυμόταν ότι στα νιάτα του υπήρξε κι εκείνος εξπρεσιονιστής, διόλου ευκαταφρόνητος μάλιστα. Αλλωστε, κανένα από τα νεανικά έργα του δεν διασώθηκε και κατά πάσα πιθανότητα ο ίδιος φρόντισε να τα καταστρέψει, από τη δεκαετία του 1920 ακόμη, όταν συναντήθηκε με τον Χίτλερ και ανέπτυξε μαζί του φιλικούς δεσμούς.
Εργα σε όλες τις τέχνες


Ο εξπρεσιονισμός υπήρξε η μεγαλύτερη συμβολή του γερμανόφωνου κόσμου στην κουλτούρα του περασμένου αιώνα και έδωσε σπουδαία έργα σε όλες τις τέχνες:
Στη μουσική με τον Αντον Βέμπερν, τον Αρνολντ Σένμπεργκ, τον Πάουλ Χίντεμιτ και τον Αλμπαν Μπεργκ (κορυφαίο έργο του οποίου –και από τα αντιπροσωπευτικότερα του εξπρεσιονισμού –είναι η όπερα Λούλου).
Στη ζωγραφική με όσους προανέφερα αλλά και με τους προδρόμους τους που τους ενέπνευσαν, όπως ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ο Τζέιμς Ενσορ και ο Εντβαρντ Μουνκ, η Κραυγή του οποίου ανήκει στους σπουδαιότερους εξπρεσιονιστικούς πίνακες. Ας προσθέσω εδώ και τη σπουδαία γλύπτρια Κέτε Κόλβιτς, η οποία από τα πρώτα νατουραλιστικά έργα της πέρασε στον εξπρεσιονισμό της ώριμης περιόδου της, όπου ανήκουν και τα σημαντικότερα γλυπτά της.
Στην ποίηση με τα έργα του Γκέοργκ Τρακλ, του Γκότφριντ Μπεν και του Γκέοργκ Χάιμ (για να αναφερθώ μόνο σε όσους είναι λίγο ως πολύ γνωστοί στη χώρα μας).
Στην πεζογραφία με τον Αλφρεντ Ντέμπλιν και κατ’ εξοχήν με το αριστούργημά του Βερολίνο Αλεξάντερπλατς και τον Ρόμπερτ Βάλζερ.
Στον κινηματογράφο με έργα που έμειναν κλασικά, όπως Το εργαστήριο του δρος Καλιγκάρι (1920) του Ρόμπερτ Βίνε, το Νοσφεράτου (1922) του Φρίντριχ Μουρνάου, το οποίο ήταν η πρώτη μεγάλη ταινία τρόμου, ή το Μετρόπολις του Φριτς Λανγκ (1931).
Η επίδραση του εξπρεσιονισμού ήταν εμφανέστατη και σε συγγραφείς και καλλιτέχνες που δεν θα τους χαρακτήριζε κανείς εξπρεσιονιστές: στον Τόμας Μαν, λ.χ., τού Δόκτωρ Φάουστους, όπου ο κεντρικός χαρακτήρας Αντριάν Λέβερκιν είναι ένας εξπρεσιονιστικός ήρωας. Τον Ρίλκε ασφαλώς και δεν θα τον λέγαμε εξπρεσιονιστή. Ομως το σημαντικότερο πεζογράφημά του, Τα τετράδια του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, είναι ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα εξπρεσιονιστικά κείμενα.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο όρος εξπρεσιονισμός θα πρέπει να αποδοθεί στον τσέχο ιστορικό της Τέχνης Αντονιν Μάτετζεκ που τον εισήγαγε στην τεχνοκριτική το 1910, αλλά είχε χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα. Στο θέατρο μάλιστα ως πρώτο εξπρεσιονιστικό έργο θεωρείται το Δολοφόνος. Η ελπίδα των γυναικών (1909) του Οσκαρ Κοκόσκα, που οι πάντες τον γνωρίζουν ως επιφανή ζωγράφο, ελάχιστοι όμως ως ποιητή και θεατρικό συγγραφέα. Στην πρεμιέρα του έργου αυτού, που δόθηκε στη Βιέννη, οι αποδοκιμασίες του κοινού υπήρξαν εντονότατες. Ορισμένοι μάλιστα προέβησαν σε βιαιοπραγίες, με αποτέλεσμα να επέμβει η Αστυνομία.
Το έργο του Κοκόσκα ήταν ένα είδος παντομίμας που τη συνόδευαν λόγια και η δράση βασιζόταν κατά κύριο λόγο στις κινήσεις των ηθοποιών και λιγότερο στους διαλόγους. Ο Κοκόσκα αργότερα βελτίωσε το κείμενο και το 1917 το έδωσε στον Χίντεμιτ, ο οποίος το χρησιμοποίησε ως λιμπρέτο για την ομώνυμη όπερά του που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1921.
Οι χώρες της νύχτας


Τι ήταν όμως και πώς προέκυψε ο εξπρεσιονισμός; Πρώτα-πρώτα εξέφραζε την απόρριψη της ακαδημαϊκής τέχνης, του ρεαλισμού αλλά και του ιμπρεσιονισμού από τους νεότερους καλλιτέχνες. Επειτα, την αντίδραση στον κομφορμισμό των αστών, στον φιλισταϊσμό και στην κοινωνική υποκρισία. Και μαζί μ’ αυτά, την προσπάθεια να κατανοηθεί ο κόσμος μέσω των βαθύτερων αισθημάτων, την αξιοποίηση στο δημιουργικό πεδίο των αισθήσεών μας, που, σύμφωνα με τον Μάτετζεκ, «είναι η γέφυρα ανάμεσα στο κατανοητό και στο ακατανόητο». Ο ψυχισμός λοιπόν προκύπτει από την ατμόσφαιρα της σκοτεινής και ως τώρα ανεξερεύνητης ηπείρου, από τις χώρες της νύχτας δηλαδή, όπως γράφει ο Οσβαλντ Σπένγκλερ στην Παρακμή της Δύσης –εξ ου και οι εικόνες θανάτου και καταστροφής, το άγχος και ο τρόμος της ύπαρξης.
Και αφού όλα τούτα σχηματίζουν ένα μεγάλο και ενίοτε τερατώδες μυστήριο, τότε μυστήριο αποτελούν και η φόρμα, το βάθος της εικόνας και ο σκοτεινός καθρέφτης της συνείδησης. Γι’ αυτό και είναι θαυμαστές οι σχέσεις που μπορεί να ανακαλύψει κανείς συγκρίνοντας δημιουργούς φαινομενικά ασύνδετους μεταξύ τους. Ο Κάφκα, για παράδειγμα, προϋποθέτει τον Ρόμπερτ Βάλζερ. Ο Μπένγιαμιν έγραψε το προφητικό κείμενό του Ο Αγγελος της Ιστορίας εμπνευσμένος από τον πίνακα Angelus Novus (1920) του Πάουλ Κλέε. Κι όσο για τη σχέση του Κοκόσκα με τον κορυφαίο αυστριακό σατιρικό Καρλ Κράους, τον επίσης κορυφαίο αρχιτέκτονα και ιδρυτή του Μπαουχάους Βάλτερ Γκρόπιους, την Αλμα και τον Γκούσταφ Μάλερ, συνιστά ένα από τα συναρπαστικότερα κεφάλαια στην κουλτούρα του 20ού αιώνα.
Λέγεται ότι ο υπαρξισμός είναι ένα είδος προέκτασης της φαινομενολογίας, αλλά η βασική του αρχή, το σαρτρικό «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας», μπορεί κατά μία έννοια να θεωρηθεί εξπρεσιονιστική. Κι ακόμη περισσότερο το επίσης σαρτρικό «ο άνθρωπος είναι ένα ανώφελο πάθος».
Χρώματα και αποχρώσεις


Οι εξπρεσιονιστές ζωγράφοι αγαπούσαν πολύ το χρώμα γιατί θεωρώντας τη φόρμα μέγα μυστήριο έδιναν τεράστια σημασία στις αποχρώσεις. Αυτό δεν ισχύει μόνο στη ζωγραφική αλλά και στη λογοτεχνία. Οι συγγραφείς του εξπρεσιονισμού είναι πρωτίστως συγγραφείς ατμόσφαιρας, φωτοσκιάσεων, αδιόρατων κινήσεων ενός κόσμου που κινείται κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Ετσι, και οι εξπρεσιονιστές ζωγράφοι πέρασαν αργότερα στην περιοχή του αφηρημένου. Κατά συνέπεια, η φόρμα στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό είναι το μυστήριο, το άδηλο, το μυστικό.
Ο ντανταϊσμός, ο υπερρεαλισμός, ακόμη και ο αγγλοσαξονικός μοντερνισμός υπήρξαν κινήματα που ο κύκλος τους έκλεισε. Ο εξπρεσιονισμός εν τούτοις παραμένει ζωντανός και σήμερα. Ανανεωμένος από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 εμφανίστηκε στη Γερμανία ως νεοεξπρεσιονισμός και κυριάρχησε στην αγορά των έργων τέχνης έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οπως μου είχε πει το 1985 ο τεχνοκριτικός Ντόναλντ Κούσπιτ στο σπίτι του Νικόλαου Κάλας, όπου είχαμε συναντηθεί με αφορμή την επικείμενη έκδοση του βιβλίου του τελευταίου Transfigurations, «ήταν η αντίδραση των ευρωπαίων ζωγράφων απέναντι στην κυριαρχία των αμερικανών συναδέλφων τους, ιδιαιτέρως των ζωγράφων της ποπ αρτ».
Δεν είναι τυχαίο που ο διασημότερος νεοεξπρεσιονιστής ζωγράφος Ανσελμ Κίφερ εμπνεύστηκε τη Σουλαμίτη (1985), έναν από τους καλύτερους πίνακές του, από το εξπρεσιονιστικό ποίημα Φούγκα θανάτου του Πάουλ Τσέλαν –που ανήκει στα κορυφαία του περασμένου αιώνα, ιδιαίτερα από τους τελευταίους στίχους «τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα / τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτη». Ο Τσέλαν αυτοκτόνησε πέφτοντας στον Σηκουάνα στις 20 Απριλίου 1970, ημέρα των γενεθλίων του Χίτλερ.
Καθώς έχει ειπωθεί, ο εξπρεσιονισμός εξακολουθεί, στις εικαστικές τέχνες τουλάχιστον, να ακμάζει διεθνώς όχι μόνο γιατί καταφέρνει να ανανεώνει τα μέσα του αλλά και επειδή «πατάει» και στα άλλα ριζοσπαστικά κινήματα του 20ού αιώνα: στον φουτουρισμό, στον υπερρεαλισμό και εν μέρει στον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό. Τα επιτεύγματά του μεταπολεμικά δεν είναι καθόλου λίγα. Ας αφήσουμε τις άλλες τέχνες κι ας πάμε στην αρχιτεκτονική, αναφέροντας μόνο ένα μεγάλο έργο: την Οπερα του Σίδνεϊ, που σχεδίασε το 1957 ο άγνωστος ως τότε δανός αρχιτέκτονας Γιορν Ούτζον και το χτίσιμο της οποίας ολοκληρώθηκε το 1973.
Στην Ελλάδα εξπρεσιονιστικά έργα δεν θα έλεγε κανείς ότι διαθέτουμε, παρά το γεγονός ότι η ελληνική λογοτεχνία και η ζωγραφική δεν έμειναν διόλου ανεπηρέαστες από τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό και τον υπερρεαλισμό. Οι λόγοι είναι πολλοί –και δεν είναι του παρόντος. Υπάρχουν βεβαίως δύο εξαιρέσεις. Η πρώτη στη ζωγραφική με τον Γιώργο Μπουζιάνη, από τους σημαντικότερους ζωγράφους μας του 20ού αιώνα που η αξία του εκτιμήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Το ίδιο συνέβη και με την περίπτωση ενός από τους σημαντικότερους διεθνώς μουσικοσυνθέτες μας: του μαθητή του Σένμπεργκ Νίκου Σκαλκώτα, στο έργο του οποίου υπάρχουν πλήθος εξπρεσιονιστικά στοιχεία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ