Μέλπω Αξιώτη
Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη [Republique -Bastille]
Εισαγωγή-επιμέλεια: Μαίρη Μικέ
Μετάφραση-επίμετρο Τιτίκα Δημητρούλια.
Εκδόσεις Αγρα, 2014,
σελ. 248, τιμή 16 ευρώ
Η Λίζα στέκεται στο πεζοδρόμιο. Στα πόδια της δυο βαλίτσες, μια μεγάλη καφετιά, μια μικρή πράσινη. Μπροστά της ανοίγεται το Παρίσι, μια άγνωστη χώρα. Τρίτο διαμέρισμα. Μεταξύ Ρεπυμπλίκ και Βαστίλλης. Στάση λεωφορείου Ζαν-Πιερ Τεμπό. Στέκεται στο παραπέτο, κοιτά μακριά και θυμάται. Θυμάται την αναχώρηση από τον Πειραιά τέσσερα μερόνυχτα πριν, τα ερείπια του λιμανιού, πολυκατοικίες που «είχαν ξεκοιλιαστεί και το φως περνούσε πια μέσα από εκεί που ήταν κάποτε το μπάνιο ή το ροζ σαλόνι». Είναι Μάρτης του 1947. Τα τραύματα του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου δεν έχουν ακόμα γιατρευτεί. Ο Εμφύλιος μαίνεται. Η κομμουνίστρια Λίζα καταφεύγει στη Γαλλία, αυτοεξόριστη, για να μη συλληφθεί και εκτελεστεί όπως τόσοι σύντροφοί της. Μόνη, ξένη, πρέπει να ξαναρχίσει τη ζωή της εδώ. Κουβαλά στο σώμα της μια πληγή που την πονά και στον νου της εικόνες που ακόμη αιμορραγούν. «Ενα δόντι το ξεριζώνεις γρήγορα», συλλογίζεται, «παίρνει αντίθετα καιρό να ξεριζώσεις ένα σώμα απ’ τον τόπο του».
Η Λίζα θα μείνει στο Παρίσι δύο χρόνια, η Αξιώτη τρία. Καταφεύγει εκεί, για πολιτικούς λόγους, το 1947. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1936, στην Ελλάδα είχε ενεργό συμμετοχή στην Αντίσταση και έγραφε στον παράνομο Τύπο. Τη δράση της συνεχίζει και στη Γαλλία ώσπου έρχεται η απέλασή της, το 1950, για την Ανατολική Γερμανία. Ζει εκεί ως το 1952, μετακινείται στη Βαρσοβία και στη Σόφια και επιστρέφει οριστικά στο Βερολίνο το 1957 και στην Ελλάδα το 1964. Βρίσκεται στην εξορία ως διαμορφωμένη συγγραφέας και στρατευμένη κομμουνίστρια. Εχει ήδη εκδώσει το μυθιστόρημα Δύσκολες νύχτες(1938) και τη νουβέλαΘέλετε να χορέψομε Μαρία;(1940) και ένα ποιητικό βιβλίο, τη Σύμπτωση(1939).
Η αιρετική γραφή, η σουρεαλιστική εικονοποιία, οι εσωτερικοί μονόλογοι, η εναλλαγή των αφηγηματικών φωνών, η συνειρμική διαχείριση του χρόνου στην αφήγηση –στοιχεία που δίχασαν την κριτική της εποχής της –τοποθετούν τη λογοτεχνία της στο μοντερνιστικό άκρο της μεσοπολεμικής πεζογραφίας, κοντά στον Πεντζίκη, στον Μπεράτη, στον Σκαρίμπα. Η κομματική γραμμή απαιτεί όμως έργα ρεαλιστικά. Η νοσταλγία απαγορεύεται, το παρελθόν πρέπει να μείνει πίσω, το βλέμμα πρέπει να κοιτά στο μέλλον με αισιοδοξία, η μαρξιστική ιδεολογία πρέπει να ζωντανέψει μέσα από χαρακτήρες αντιπροσωπευτικούς της τάξης και της κοινωνίας που ζουν. Μεταξύ της φωνής που πηγάζει από μέσα και της κομματικής κλήτευσης βρίσκεται το République – Bastille, ένα μυθιστορηματικό χρονικό εξορίας και πικρίας, θανάτου και έρωτα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Τριτοπρόσωπη η αφήγηση, δεν απομακρύνεται από τη συνείδηση της Λίζας, στη φωνή της οποίας εισχωρούν άλλες φωνές: του γάλλου καθηγητή που βάζει φωτιά στη βιβλιοθήκη του, της ελληνίδας γυναίκας του που τριάντα χρόνια στη Γαλλία δεν ξέρει αν αγαπά τη μητέρα της (Ελλάδα) ή τον πατέρα της (Γαλλία), του Ζωρζ με το ανέκφραστο πρόσωπο, που η γυναίκα του, έγκλειστη στο τρελάδικο, περνάει τη ζωή της μαδώντας μαργαρίτες. Τη συνείδηση της Λίζας βαραίνουν οι αναμνήσεις. Η εμπειρία του πολέμου στοιχειώνει το παρόν της ειρήνης με ματοβαμμένα κορμιά και ορφανεμένα συμβολικά αντικείμενα –ένα εμαγέ κατσαρολάκι με μια κουτάλα, φθαρμένα μάλλινα ρούχα –και οι ειδήσεις θανάτου που φτάνουν με επιστολές από την πατρίδα αυξάνουν τον όγκο του χρόνου.
Στον θάνατο που την περιβάλλει, η Λίζα, alter ego της αριστερής συγγραφέως, απαντά με κατάφαση στη ζωή: «Οταν θαυμάζεις κάτι, τότε μπορείς και να το κάνεις. Και το πιο θαυμαστό στη ζωή είναι ότι δεν σταματάει να προχωράει: αναγεννιέται». Θέλει να μαθαίνει τα πάντα, είναι «πεινασμένη και λαίμαργη για όλες τις τροφές που η ζωή μας δίνει», έτοιμη διαρκώς για νέο ξεκίνημα: «Η καινούργια αρχή είναι φορές φορές πιο δύσκολη απ’ το τέλος. Κι αν ήξερε από καινούργιες αρχές. Εφτιανε γέφυρες».
Η ξένη χώρα είναι για τη Λίζα οικεία από τα παραμύθια που της διάβαζε η γιαγιά της –και για τη Μέλπω από τα γαλλικά αναγνώσματα, τη μουσική και τη γαλλική κουλτούρα που τύλιγε το πατρικό της σπίτι και από τα σχολικά της χρόνια στις Ουρσουλίνες της Τήνου. Δεν παύει όμως να κάνει διαρκώς συγκρίσεις. Αισθάνεται έκπληξη μπροστά στη γαλλική μπαγκέτα, τόσο διαφορετική από το ψωμί στην πατρίδα, ολοστρόγγυλο ή μακρόστενο. Την εντυπωσιάζει η προσφορά λουλουδιών, που στον τόπο της προορίζονταν για τους γάμους ή τις κηδείες, ως ένδειξη πολυτέλειας και πολιτισμού. Οι αυτοκτονίες στον συμβολικό του Παρισιού Σηκουάνα της φέρνουν στον νου τις αυτοκτονίες στη συμβολική της Αθήνας Ακρόπολη. Οι θύμησες και οι συγκρίσεις όμως δεν την απομονώνουν στο νέο περιβάλλον, είναι οι αποσκευές της με τις οποίες θα ξεκινήσει τη ζωή στη νέα χώρα, «στο τέλος τέλος τι είναι μια χώρα; Εκεί όπου ανακαλύπτεις τη ζωή· κι η ζωή είναι παντού. Εκεί όπου βρίσκεις χέρια να σου βγάλουν τα παπούτσια όταν γυρίζεις κουρασμένος το βράδυ· και τέτοια χέρια έχει σ’ όλες τις χώρες».
Η Λίζα μαθαίνει γρήγορα τη γλώσσα της νέας χώρας. «Δεν ήξερα ότι μπορείς να αντικαταστήσεις τη γλώσσα σου με μια άλλη» της λέει η Ζωρζ κι εκείνη απαντά: «Η σημασία και ο ήχος των λέξεων μπορεί ν’ αλλάζουνε καμιά φορά, όπως αλλάζουν τα δόντια στα παιδιά. Στην αρχή πονάει αλλά χώνονται μες στα ούλα. Και μετά γίνονται ένα στο νου και στην καρδιά». Είναι ένα αυτοαναφορικό, μεταγλωσσικό σχόλιο της Αξιώτη για την ίδια τη γραφή στην ξένη γλώσσα.
Η αισιόδοξη, μαχητική στάση της πρωταγωνίστριας δεν κατάφερε να επιβληθεί στη μοντερνιστική γραφή με τρόπο αποδεκτό από τον κομματικό έλεγχο. Ισως γι’ αυτό το μυθιστόρημα παρέμεινε ανέκδοτο. Η Αξιώτη δεν πρόλαβε να το δημοσιεύσει στη Γαλλία και από τη στιγμή που μετακινείται στις Λαϊκές Δημοκρατίες υπόκειται στον έλεγχο των μηχανισμών που αφορούν την έκδοση βιβλίων. Η μετάφραση και η επιτυχία στη Γαλλία το 1949 του αντιστασιακού μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας (1946) δεν έπεισε το Τμήμα Λογοτεχνικών Εκδόσεων και την Επιτροπή Διαφώτισης του κόμματος ότι η Αξιώτη μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια και πληρότητα στα κομματικά λογοτεχνικά κριτήρια.
Η Αξιώτη προσπαθεί να συμμορφωθεί γράφοντας κείμενα πιο κοντά στην κομματική γραμμή. Το 1953, η «Νέα Ελλάδα», ένα εκδοτικό της κομμουνιστικής υπερορίας, της τυπώνει τα διηγήματα
Σύντροφοι, καλημέρα!, αλλά προτού προλάβει να τα πάρει στα χέρια της η συγγραφέας, σε επιστολή από τη Βαρσοβία προς την Κεντρική Επιτροπή σημειώνει: «Η λογοτεχνία δεν είναι μαρξιστικο-πολιτικό κείμενο και πρέπει να της αφήνουμε περιθώριο να κινιέται στο όνειρο, και στη φαντασία, και στις εικόνες της, και στις λέξεις της».
Η επανάκαμψη μιας πρωτοποριακής φωνής
Ευτυχής σύμπτωση μιας αμφίδρομης μεταφραστικής διαδρομής. Mόλις κυκλοφόρησαν στη Γαλλία οι «Δύσκολες νύχτες» (La Difference, 2014) σε μετάφραση της Μιρέιγ ΜπριζάΤο République – Bastille αποτελεί γέφυρα μεταξύ των προπολεμικών Δύσκολων νυχτών και των ώριμων διηγημάτων Το σπίτι μου (1965) και της νουβέλας Η Κάδμω (1972). Το ανέκδοτο γαλλικό αφήγημα επιβιώνει στο μεσοδιάστημα διαμελισμένο και διεσπαρμένο σε άλλα κείμενα της Αξιώτη. Η συγγραφέας μεταφράζει από τα γαλλικά σχεδόν αυτούσια κομμάτια και τα ενσωματώνει στα διηγήματα Σύντροφοι, καλημέρα! (1953) και στα ποιήματα Θαλασσινά (1961-1962) περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο το παλίμψηστο του έργου της, στο οποίο χαρακτήρες, μοτίβα και λόγια κυκλοφορούν ελεύθερα από κείμενο σε κείμενο δημιουργώντας ένα πυκνό πλέγμα εσωτερικής διακειμενικότητας, στο οποίο μας καθοδηγεί η μεθοδική εισαγωγή της συστηματικής μελετήτριας του έργου της Αξιώτη Μαίρης Μικέ.
Από τα κείμενα αυτά εφορμάται η μετάφραση της Τιτίκας Δημητρούλια για να αναβιώσει –εξαιρετικά επιτυχημένα –το ιδιόλεκτο της Αξιώτη, την ασθματική προσωπική γραφή της γεμάτη απ’ τους χυμούς της λαϊκής γλώσσας, την ιδιότυπη μορφολογία των ρημάτων και των ουσιαστικών της και την ποιητική τους σύνταξη σε ένα κείμενο που ανασταίνει –ή καλύτερα αναδημιουργεί –μια από τις πιο πρωτοποριακές φωνές της μεσοπολεμικής λογοτεχνίας μας και καταλήγει στα χέρια του αναγνώστη ως αναπάντεχο δώρο.