Λυκούργος Κουρκου­βέλας
Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966): Πολιτικός στοχαστής
Εκδοση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων
για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 2013,
σελ. 263, τιμή 22 ευρώ

Φεβρουάριος 1956. «Παλλόμενος από ενθουσιασμόν ο λαός της υπαίθρου υποδέχεται τους υποψηφίους της Δημοκρατικής Ενώσεως» έγραφε, λίγες ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές, η τοπική εφημερίδα της Χίου «Δημοκράτης». Ενας από αυτούς ήταν και ο Γιώργος Θεοτοκάς που έθετε για πρώτη φορά υποψηφιότητα ως βουλευτής στην ιδιαίτερη πατρίδα του –απεδείχθη και η τελευταία. Επτά ετερογενή κόμματα συνασπίστηκαν τότε προκειμένου να διεκδικήσουν την εξουσία από τη νεοσύστατη ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ενωσις) του Κωνσταντίνου Καραμανλή, τον οποίο ο Θεοτοκάς –με εξημμένο τον βενιζελισμό του και αηδιασμένος από τη διχαστική πόλωση που καλλιεργούσε η μετεμφυλιακή Δεξιά –κατηγορούσε δημοσίως για την ψήφιση του «ανήθικου», «τριφασικού» εκλογικού νόμου. Νωρίτερα ο «Ελληνικός Συναγερμός» του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου «κόντεψε να βουλιάξη την Ελλάδα», όπως σημείωνε με τρόπο απαξιωτικό στον «Δημοκράτη» ο Θεοτοκάς. Ο ίδιος απέτυχε τελικώς να εκλεγεί. Μετά τις εκλογές το Κέντρο δεν κατάφερε να παραμείνει ενωμένο –αλίμονο, θα προσέθετε με πικρία ο Θεοτοκάς, που έβλεπε κάθε τόσο την ιδιοτέλεια να υπονομεύει τη δημοκρατική και προοδευτική παράταξη, τη μόνη ελπίδα για την ευημερία της ελληνικής κοινωνίας, κατά τον ίδιο.

Ο Θεοτοκάς, τέσσερις μήνες αργότερα και έχοντας πλέον μια εμπειρία από πρώτο χέρι, παρενέβη με ένα βαρυσήμαντο κείμενό του στη «Νέα Εστία», στο οποίο υποστήριζε, με οξυδέρκεια που διεκδικεί τη διαχρονικότητα, ότι η πολιτική στην Ελλάδα «είναι ένα σύμπλεγμα από ατομικά πάθη και συλλογικές ιδεοληψίες· είναι σύγκρουση κοινωνικών ρευμάτων, παραδόσεων, συμφερόντων μικρών ή μεγάλων· είναι επαγγελματική σταδιοδρομία, συναλλαγή θεμιτή και αθέμιτη, μανιάτικος γδικιωμός, τραγωδία, κωμωδία και γενικά ψυχαγωγία». Ο λογοτέχνης και κριτικός της «γενιάς του ’30» Γιώργος Θεοτοκάς υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς στοχαστές που ανέδειξε η χώρα στη διάρκεια του 20ού αιώνα, ίσως ο κορυφαίος και αναμφιβόλως ο πλέον παρεμβατικός φιλελεύθερος διανοούμενος της Ελλάδος.
Ουδέποτε, είτε πριν είτε μετά την προαναφερθείσα απόπειρα, θέλησε να εμπλακεί πιο ενεργά στην εγχώρια πολιτική σκηνή, μολονότι υπήρξε ο βασικός παραγωγός δημιουργικής σκέψης στον χώρο του «Δημοκρατικού Κέντρου», ο πνευματικός ταγός δίπλα στον πολιτικό ταγό Γεώργιο Παπανδρέου. Ωστόσο από την εποχή του Μεσοπολέμου ως τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1966 –η περίοδος πριν και μετά την κρίση των Ιουλιανών του 1965 ήταν η πλέον «πολιτικοποιημένη», προειδοποιούσε μέσω του «Βήματος» για εκτροπή και δικτατορία -, το όνομα του Γιώργου Θεοτοκά μεσουράνησε επιβλητικά στον δημόσιο διάλογο.Οι ιδέες και οι παρεμβάσεις του, οι οποίες στόχευαν απαρέγκλιτα στην ατομική ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη –στον ιδανικό συγκερασμό τους για την ακρίβεια -, βρίσκονταν πάντοτε στην αιχμή των μεγάλων ζητημάτων του τόπου και του νεότερου Ελληνισμού. Αν κάτι τον χαρακτήριζε εν γένει ήταν το συνθετικό βλέμμα του, φύσει αισιόδοξο και μονίμως στραμμένο προς το μέλλον.
Παρά το γεγονός ότι ο βίος και το πολύτιμο συγγραφικό έργο του Θεοτοκά έχουν ερευνηθεί ποικιλοτρόπως, το κοινωνικοπολιτικό σύστημα των αντιλήψεων και των αξιών που εξέφρασε δεν έτυχε καθαυτό της ανάλογης προσοχής. Το κενό εις ό,τι αφορά μια πιο συστηματική χαρτογράφηση της πνευματικής πορείας του έρχεται να καλύψει το βιβλίο του Λυκούργου Κουρκουβέλα.
Πρόκειται για τον τρίτο κατά σειράν τόμο στη σειρά «Βιογραφίες πολιτικών» του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία. Τούτη η πολιτική βιογραφία του Γιώργου Θεοτοκά τοποθετεί την κοινωνικοπολιτική σκέψη του φιλελεύθερου διανοητή στο ιστορικό πλαίσιο που αυτή αρθρώθηκε. Ο Κουρκουβέλας βασίζεται σε ήδη γνωστές πρωτογενείς πηγές, την αρθρογραφία, τα δοκίμια, τις επιστολές και το ημερολόγιό του.
Το βιβλίο συνιστά περισσότερο μια εισαγωγή για τον αναγνώστη που είτε θέλει να γνωρίσει είτε να διερευνήσει περαιτέρω τον «πολιτικό Θεοτοκά» που κατέλιπε πολλές πειστικές απαντήσεις τόσο για το αίτημα της εθνικής αυτοπεποίθησης όσο και για την ελληνική κακοδαιμονία. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, ήλθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ως φοιτητής συμμετείχε με ζήλο στο κίνημα του δημοτικισμού και έζησε αργότερα, ως γνήσιος κοσμοπολίτης, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Από πολύ νωρίς «αναγκάστηκα, χωρίς να το θέλω, να αποκηρύξω με τις στατιστικές και τα νούμερα στο χέρι μία μία όλες τις αρχές του μαρξισμού».
Το «Ελεύθερο Πνεύμα» (1929) που δημοσίευσε σε ηλικία μόλις 24 ετών ήταν ενδεικτικό του πολύπλευρου ριζοσπαστισμού του και μετεξελίχθηκε σε μανιφέστο μιας ολόκληρης γενιάς σηματοδοτώντας έτσι τη ρήξη με τον παλαιό κόσμο. Τον βασάνιζε ιδιαιτέρως η πνευματική ένδεια του νεότερου Ελληνισμού και του πολιτισμού του σε σχέση με το αντίστοιχο πλεόνασμα που παρουσίαζε η ευρωπαϊκή Δύση και, μολονότι αναγνώριζε μια διαφορά ιστορικής φάσης, αποδύθηκε σε μια προσπάθεια επανευθυγράμμισής του με την πρόοδο μέσω ενός ιδιότυπου «ιστορισμού». Ο Θεοτοκάς θεωρούσε ότι «το έργο τέχνης, ξεχείλισμα εσωτερικής ζωής, είναι το πιο ατομικιστικό φαινόμενο». Εκεί, στο «δαιμόνιο» της τέχνης, εντοπίζεται η ρίζα και της ατομοκεντρικής σύλληψης του φιλελευθερισμού του.
Με το «Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα» (1932) κατέθεσε τα δικά του ιδεολογικά διαπιστευτήρια, τη δική του πολιτικοκοινωνική θεωρία. Ο καπιταλισμός που είχε πληγεί σημαντικά από την κρίση του 1929 –γεγονός που ανέδειξε τον κομμουνισμό ως εναλλακτική –δεν επιδεχόταν επανάσταση αλλά «ριζοσπαστική μεταρρύθμιση». Το μεγάλο διακύβευμα για τον Θεοτοκά, ο οποίος μάλιστα προχώρησε και σε σκληρή κριτική της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εκείνη την εποχή, ήταν πώς θα μπορούσε να εγκαταλειφθεί ο καπιταλισμός –τον οποίο ήδη θεωρούσε τότε ξεπερασμένο –χωρίς την απώλεια της παράδοσης του δυτικού πολιτισμού.
Ο Θεοτοκάς, μαχητικός εκφραστής της αστικής διανόησης στη δεκαετία του 1930, υπήρξε σφοδρός πολέμιος του κομμουνισμού, ο οποίος είχε ερείσματα στην ελληνική κοινωνία και τον οποίο αποκήρυξε για τον άκαμπτο δογματισμό του και την απαξίωση της ατομικής ελευθερίας και ευθύνης –η δομική διαφωνία του είχε έναν οντολογικό χαρακτήρα. Η εγκαθίδρυση όμως της μεταξικής δικτατορίας (1936) τον ανάγκασε να ρίξει τους τόνους. Επιπλέον ο Θεοτοκάς τράβηξε μια ξεκάθαρη γραμμή ανάμεσα στον κομμουνισμό και στον σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός αποτελούσε συνέχεια «των ιδεολογικών αναζητήσεων του δυτικού κόσμου, με φιλελεύθερο πνεύμα και με ηθικές τάσεις» –είχε τα θεμέλιά του στον πολιτικό στοχασμό του 18ου αιώνα, στη Γαλλική Επανάσταση, στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη.
Ο καπιταλισμός έπρεπε να αντικατασταθεί, έγραφε ο Θεοτοκάς, από ένα σύστημα «κοινωνικής Δημοκρατίας» που θα εξισορροπούσε τα πράγματα με την «οικονομική αλληλεγγύη των τάξεων μες σε κάθε έθνος και των εθνών απάνω από τα σύνορα». Ο σοσιαλισμός που οραματιζόταν ο ίδιος δεν ήταν ασύμβατος με τον φιλελευθερισμό, οι έννοιες αυτές δεν ήταν αντιφατικές μεταξύ τους αλλά αλληλοσυμπληρούμενες. Ο δικός του σοσιαλισμός είχε πολλά κοινά στοιχεία με το «πείραμα» του δημοκρατικού προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ στις ΗΠΑ αλλά και με τη μορφή που θα ελάμβανε τελικώς η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Θεοτοκάς σιχαινόταν την «εθνικοφροσύνη» αλλά και την απαξίωση του έθνους. Εθνος για τον ίδιο σήμαινε «άνοιγμα» στη διεθνή ζωή μέσω μιας πνευματικής εξελικτικής διαδικασίας, επειδή η ίδια η ελληνική παράδοση –δηλαδή, η κλασική παιδεία, το φιλελεύθερο δημοκρατικό πνεύμα του 1821 και η Ορθοδοξία –ήταν οικουμενική στη βάση της. Στο φλέγον ζήτημα της «ελληνικότητας» προέταξε την «ισορροπία ανάμεσα στον εθνισμό και τον διεθνισμό». Στην Κατοχή ανέλαβε τον ρόλο του εμψυχωτή. Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου –μια «υπαρξιακή απειλή» για τον τόπο που «τραυμάτισε σοβαρά την εθνική μας ψυχοσύνθεση» -, αρνούμενος να επιλέξει μεταξύ των «ακραίων δυνάμεων» που συγκρούστηκαν, μετήλθε τον λόγο της μεσότητας και της μετριοπάθειας. Κατάλαβε εγκαίρως τις καθοριστικές διεθνείς διαστάσεις του και τα νέα αιτήματα χειραφέτησης της κοινωνίας που φώλιαζαν στο ΕΑΜ.
Εις ό,τι αφορά όμως τη διεθνή θέση της Ελλάδος ο Θεοτοκάς ήταν πάντοτε απαρέγκλιτα υπέρ της Δύσης και πίστευε ότι η Ευρώπη, λόγω της ιστορικής αναγκαιότητας, θα όδευε προς τη σύνθεση και την ενότητα –από πολύ νωρίς προέταξε μάλιστα την ιδέα της ομοσπονδιοποίησής της. Την περίοδο 1958-1961, ως και την επίτευξη της Σύνδεσης με την ΕΟΚ δηλαδή, συμπορεύθηκε, για πρώτη και μοναδική φορά, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο θάνατος της αγαπημένης συζύγου του Ναυσικάς το 1959 τον έστρεψε προς την Ορθοδοξία –έβλεπε ευρύτερα τον χριστιανισμό ως απάντηση στον δυτικό μηδενισμό -, την οποία προσέγγισε, μέσω της παράδοσης, ως πολιτισμική ποιότητα και όχι ως δόγμα. Αλλωστε, με τα λόγια του Θεοτοκά, παραμένει ζητούμενο η «ιστορική προσαρμογή» της Ελλαδικής Εκκλησίας που χαρακτηρίζεται από μια «αυτιστική εσωστρέφεια».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ