Dante Alighieri
Πέτρινες Ρίμες (Rime Petrose)
Μετάφραση – Επίμετρο Γιώργος Κοροπούλης,
Εισαγωγή Harold Bloom,
Εκδόσεις Αγρα, 2014,
σελ. 81, τιμή 10,50 ευρώ
Οι Πέτρινες Ρίμες, συνθεμένες το 1296-97 από τον 30χρονο Δάντη, συνδέονται οργανικά/θεματικά τόσο με τη Νέα Ζωή που συγκροτείται λίγα χρόνια νωρίτερα (1292-94) όσο και με το maximum opus της δυτικής λογοτεχνίας, τη (Θεία) Κωμωδία (1308-21), με την οποία κλείνει και ο κύκλος της επίγειας ζωής του ποιητή.
Δεδομένου ότι η ποίηση του Δάντη, κατά δήλωσή του, αντιγράφεται από το μέγα βιβλίο της μνήμης (αντίθετα, ο Ομηρος ομολογεί ότι καταγράφει όσα του υπαγορεύει η Μούσα, άειδε, έννεπε), τότε και οι τρεις συνθέσεις συνιστούν τρία αλληλεξαρτώμενα «αντίγραφα», κρίσιμα ομοίως για τον όποιο σχεδιασμό του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται η σκέψη και η ποίηση του Δάντη.
Μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στις βραχείες Ρίμες (μόλις 260 12σύλλαβοι στίχοι) και στις δύο άλλες συνθέσεις είναι ότι εδώ το dolce stil nuovo (η νέου τύπου υφολογική ηδύτης) αντικαθίσταται από μια τραχιά γλώσσα που καταλήγει σε εκδικητική κραυγή («εκστατική βία») για έναν ανανταπόδοτο έρωτα: «Τραγούδι μου εσύ δράμε στη γυναίκα / που πήρε την καρδιά μου / και με χώρισε απ’ ό,τι ο νους μου πόθησε· / πέτα, γίνε σαΐτα που βυθίζεται·/ τιμή με την εκδίκηση κερδίζεται».
Προφανώς δεν έχουμε έναν νέο ψογερό Αρχίλοχο, είναι όμως ενδιαφέρον πως ο ποιητής του Ιερού Ποιήματος που «κανονίζεται» με τη χάρη της pietosa donna μιλάει με τόσο ακονισμένη και απελευθερωμένη γλώσσα ώστε ο Ηarold Bloom να υποστηρίζει πως ακριβώς γι’ αυτό οι μελετητές προσεγγίζουν «λαθραία» και «κρυφοκοιτάζουν» αμήχανοι τις Ρίμες. Την απάντηση τη δίδει ο Σεφέρης στη γνωστή και (κατά την άποψή μου) πολλαπλώς ενδιαφέρουσα δοκιμή του για τα 700 χρόνια του Δάντη (1966): «Ο Δάντης έχει μια τρομακτική ευαισθησία, είναι ένα σκεύος αγάπης (…) αλλά είναι συνάμα σκληρός και κοφτερός».
Η ανάλυση (και μάλιστα σε ένα βραχύ σημείωμα) ενός ποιήματος οργανωμένου πάνω σε μια τόσο πολύπλοκη στιχουργία και με διάνοια που εγγίζει τον αποκρυφισμό προφανώς δεν είναι εύκολη. Ωστόσο, πιστεύω πως ποιήματα συνθεμένα από μεγαλοφυΐες, όσο σκοτεινά και αν είναι (ακόμη και η «Αλεξάνδρα» του Λυκόφρονος), παρέχουν, μέσα από το λεκτικό τους, λαβές ερμηνείας. Οθεν και η δική μου αποκοτιά.
Οι
Ρίμες αναπτύσσονται σε τέσσερα μέρη: ένα πρώτο και ένα τελευταίο canzone (6 στροφές, 72 στίχοι και 7/83 αντιστοίχως) και ενδιαμέσως μια sestina και μια sestina doppia (7/39 και 6/66). Στο 1ο canzone ό,τι προβάλλεται είναι η ορμητική αυτοσύσταση ενός ερωτευμένου που μέλλει να γίνει «ένας άνδρας από μάρμαρο» καθώς η αγάπη του «έχει καρδιά από μάρμαρο». Στις πέντε πρώτες στροφές, σε αντιπαραβολή με τα συμβάντα σε ουράνιο ή γήινο επίπεδο, αυτό που τονίζεται είναι ο νους που πετρώνει από έρωτα και η ανυποχώρητη καρδιά του ερωτευμένου απέναντι στην πέτρινη καρδιά εκείνης. Η 6η στροφή (που παραλλαγμένη θα επαναληφθεί στο τρίτο και στο τέταρτο μέρος) ορίζει με ποιον τρόπο θα λυθούν τα δεινά: η επώδυνη νίκη του ποιητή θα προκύψει μέσα από το τραγούδι του, την τέχνη του. Θέμα της sestina (του 2ου μέρους) είναι τώρα η παράξενη γυναίκα που «μένει ψυχρή σα χιόνι».
Η φυτική, φυσική εικονοποιία (λόφοι, ποταμοί, κλωνάρια, χορτάρια πράσινα, λουλούδια, βοτάνια κτλ.) συστήνει αυτή την πέτρινη γυναίκα, που «όταν φοράει στην κόμη το χορτάρι / διώχνει από τον νου μας καθε άλλη γυναίκα». Ο πόθος του ποιητή ριζώνει εκεί στο χώμα και στην πέτρα, στη σκιά μιας γυναίκας/πέτρας. Με τη sestina doppia ο ποιητής στρέφεται προς τον κύριό του, τον κυρίαρχο Ερωτα, και του καταγγέλλει την πέτρινη καρδιά εκείνης που κάνει το αίμα του να πετρώνει. Παρακαλεί: «Δύναμη εσύ που ήσουν πριν από τον καιρό / (πριν από) την κίνηση και το αισθητό φως (sensibil luce) / λυπήσου με στον δύσκολο καιρό· / μπες στην καρδιά της σαν από καιρό, / γιατί στον τόπο εκείνο τον ψυχρό / ξοδεύω εγώ τον λίγο μου καιρό…».
Στο τελευταίο canzone ο κοσμογονικός Ερωτας (του Ησιόδου) ορίζεται τώρα ως έρωτας επίπονα αισθηματικός και αισθησιακός και αναπτύσσεται η παμπάλαια πολεμική εικονοποιία του Ερωτα με τρόπο ιδιοφυή: ο πληγωμένος ποιητής θέλει να οξύνει τα λόγια του προσπαθώντας να μιμηθεί τον τρόπο με τον οποίο η γυναίκα/πέτρα «ομορφαίνει ολοένα και σκληραίνει». Η ωραία γυναίκα, η ντυμένη από ίασπι, είναι άτρωτη και ανελέητη. Οι σαΐτες της διαπερνούν κάθε ασπίδα. Ο ανυπεράσπιστος ποιητής, άσπρος, χωρίς αίμα (κατά το πρότυπο της Σαπφώς/Διδώς), διερωτάται: «Γιατί κι εκείνη να μη βρεθεί στην κόλαση του έρωτα και να ουρλιάζει μέσα στις φλόγες; Αμέσως θα τη συνέτρεχα, θα χάιδευα τα θεϊκά της μαλλιά και θα έπαιζα ερωτικά μαζί της: όχι αβρά αλλά ως ωμοφαγία, σαν την αρκούδα που παίζει και δαγκώνει». Ετσι θα γαλήνευε ο έρωτας του ποιητή. Αλλά αυτό δεν έγινε και ό,τι απομένει ειναι το παρηγορικό, πλην εκδικητικό τραγούδι. Ο ματαιωμένος έρωτας οδηγεί στη λυτρωτική τέχνη. Το ένα ορίζει και διαιωνίζει το άλλο.
Συνιστώ τη χαριτωμένη έκδοση της Αγρας και την επίπονα και επικίνδυνα αρθρωμένη (γι’ αυτό και κάποτε ελλειπτική) μετάφραση του Κοροπούλη. Η Εισαγωγή του Harold Bloom και το Επίμετρο του μεταφραστή θα βοηθήσουν την ανάγνωση. Προτείνω επίσης να αναγνωσθούν οι Ρίμες παράλληλα με τη Νέα Ζωή, έξοχα μεταφρασμένη και σχολιασμένη από τον Νίκο Κούρκουλο (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1996).
Να τελειώσω με το μεγάλο ζήτημα της μετάφρασης (όχι μόνο του Δάντη) σύμφωνα με τον Σεφέρη, ο οποίος, από «μωρία» του, όπως λέει, στερήθηκε για πολλά χρόνια τη γνώση της δαντικής ποίησης. Στη Δοκιμή του 1966 αναφέρει τη γνώμη του Δάντη για τη μετάφραση, όπως διατυπώνεται στο Συμπόσιό του: «Ας ξέρει λοιπόν ο καθένας πως τίποτε που έχει την αρμονία του μουσικού δεσμού δεν μπορεί να μεταφερθεί από τη δική του γλώσσα σε μιαν άλλη χωρίς να τσακιστεί όλη η γλυκύτητα και η αρμονία του». Ο Σεφέρης εύχεται να αποκτήσουμε τη δική μας Κωμωδία στην οποία το πρωτότυπο θα συνοδεύεται από μιαν ελληνική μετάφραση σε πεζό, για να μπορέσουμε να την εννοήσουμε σε βάθος. Για τις υπάρχουσες μεταφράσεις της Κωμωδίας έχει δίκιο. Για τη Νέα Ζωή και τις Ρίμες ίσως να άλλαζε γνώμη. Εκείνο πάντως που δεν θα μπορούσε να ανεχθεί (σε ενδογλωσσικό και διαγλωσσικό επίπεδο) είναι το εξής: υψηλά και ευγενικά κείμενα, συνθεμένα με γλυκύτητα και αρμονία, να αποδίδονται με τρόπο χυδαίο και ταπεινωτικό.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ