Γιάννης Ρίτσος
Υπερώον
Εκδόσεις Κέδρος, 2013,
σελ. 88, τιμή 11 ευρώ

Το Υπερώον αναφέρεται ως η 43η ανέκδοτη συλλογή σε έναν σχετικό κατάλογο που καταρτίζει ο Γιάννης Ρίτσος μαζί με τη Νινέτα Μακρυνικόλα το 1988 προκειμένου να μπει μια τάξη στις μελλοντικές εκδόσεις του έργου του. Αρα η συλλογή κρίνεται έτοιμη και έχει εγκριθεί για έκδοση. Σύμφωνα με τους ημερολογιακούς δείκτες των ποιημάτων, το Υπερώον γράφεται μέσα σε 21 ημέρες. Από την 1η Μαρτίου 1985, ημέρα Παρασκευή, ως τις 21 του ίδιου μήνα, ημέρα Πέμπτη. Ετσι, καθώς ο ποιητής συντάσσει καθ’ εκάστην ένα ως και τέσσερα ποιήματα, έχουμε 66 ποιήματα μονοσέλιδα, από επτά (συνήθως) ως και δεκαπέντε στίχους το καθένα. Αυτή η συγγραφική τακτική θυμίζει ημερολογιακές καταγραφές και όντως περί αυτού πρόκειται: καταγράφονται καθημερινά ψυχικά συμβάντα, μνήμες και θεάματα, σε τόση έκταση που χωρούν στα φύλλα ενός επιτραπέζιου ημερολογίου.

Το 1985 ο Ρίτσος συγκροτεί άλλες τρεις συλλογές, ανέκδοτες ακόμη (Σηματοδότες, Ασπρες κηλίδες πάνω στο άσπρο, Ενυδρείο), και τον ίδιο χρονο, επίσης, από τις 30 Ιανουαρίου ως τις 23 Φεβρουαρίου, γράφεται ο τελευταίος τόμος από το Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων, «Ο Αριόστος αρνείται να γίνει άγιος». Αυτά τα λίγα γραμματολογικά επιβεβαιώνουν εκείνο που ήδη γνωρίζουμε: ο Ρίτσος βρίσκεται σε συνεχή συγγραφική δραστηριότητα έτσι ώστε κάθε συλλογή έρχεται να προσθέσει κάτι καινούργιο σε ένα τεράστιο έργο/ψηφιδωτό ιστορικού, πολιτικού, ποιητικού και προσωπικού χαρακτήρος. Με τη σειρά τους οι ψηφίδες /ποιήματα βοηθούν να προβληθεί η μεγάλη Εικόνα, το όλον Ποίημα. Αυτό το καθολικό, συνεχώς εν εξελίξει Ποίημα θα εμφανισθεί ολάκερο και μαζί ολόκληρο το Πρόσωπο του ποιητή, όταν κάποτε έρθουν στο φως όλα τα ανέκδοτα κείμενά του. Η σημερινή ανεξάρτητη έκδοση του Υπερώου δείχνει μια επί μέρους ενότητα του καθολικού. Διαβάζεται αυτοτελώς επειδή έτσι εποιήθη, όμως, από την άλλη, δεν μπορούμε να τη δούμε ως μια παντελώς «ανεξάρτητη» συλλογή. Είναι μέρος ενός συνόλου, άλλος ένας σταθμός μιας μακράς πορείας.
Η λέξη «υπερώον», όπως συνάγεται από το περιεχόμενο του ποιήματος που ονοματίζει τη συλλογή («Στο υπερώον»), σημαίνει απλώς εξώστης θεάτρου.

«Μετά την παράσταση/ έμεινε κρυφά στο υπερώον/ στα σκοτεινά. Η αυλαία ορθάνοικτη».
Από εκεί ψηλά ο μοναχικός θεατής βλέπει να αδειάζει η σκηνή, να σβήνουν τα φώτα και να κλείνουν οι πόρτες. Απευθύνεται τότε στον εαυτό του (συνηθισμένη αφηγηματική πρακτική στον Ρίτσο) και λέει:

«Σειρά σου τώρα/ χωρίς φώτα/ χωρίς σκηνικά/ να παίξεις εαυτόν».
Δύο εβδομάδες πριν από τη σύνθεση αυτού του ποιήματος, δηλαδή στις 18.2.85, έχουμε μια άλλη καταγραφή στον μυθιστορηματικό Αριόστο που παραπέμπει στον Μάρκο Αυρήλιο και επιγράφεται Εις εαυτόν. Εδώ ο αφηγητής (απευθυνόμενος στο alter ego του, τον Αριόστο) ομολογεί πως βαρέθηκε «φωτογραφίες, πόζες, μεταμφιέσεις κ.ά.». Επιθυμεί «κάτι απλωτό, δημοκρατικό, ευάερο (!)». Πρέπει οι δυο τους να μαζέψουν τα συμπράκαλά τους και να του δίνουν. Για πού; Για εκείνη την Αλλη Πολιτεία όπου «κατοικούν από χρόνια οι ποιητές […] κυνηγημένοι απ’ τα σκυλιά, τους ανθρώπους […] κυνηγημένοι κι απ’ τις ίδιες τους τις ειπωμένες και ανείπωτες λέξεις».
Και ο αφηγητής συνεχίζει, αναφερόμενος στα ανείπωτα:

«Δε θα βγάλουμε, δα, και τ’ άπλυτά μας στη φόρα. Αλλωστε εμένα μου χρειάζεται όλο μου το παρελθόν (κι ας το λες μπαγιάτικο) για το παρόν μου και το μέλλον μου. Ολα τα κρατώ. Και τα κρατώ καλά κρυμμένα. Και να ξέρεις: μονάχα κρύβοντας αποκαλύπτεις».
Αν ο μονόλογος του Αριόστου (εις εαυτόν) συνεχίζεται στο Υπερώον «να παίξεις εαυτόν», τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πολλαπλό είδωλο του ποιητή και συνάμα ομοούσιό του. Στο Υπερώον, λοιπόν, από το υπερώο, ο ποιητής θεάται εαυτόν να παίζει (= να δείχνει) εαυτόν μέσα στο σκηνικό της καθημερινότητας όπου όλα συμφύρονται ως ζώσα ύλη: παρελθόν, παρόν, μέλλον. Βρώμικοι αστικοί δρόμοι, λαϊκά καφενεία, βιτρίνες, ένα λεωφορείο που φεύγει, οι σημαδεμένοι τοίχοι από τις παλαιές εκτελέσεις, ανάκατες εφημερίδες πάνω στο πάτωμα, τα ανασηκωμένα χέρια μιας γυναίκας, γυμνά αγόρια, στρατόπεδα, οι τέσσερις έρωτες, τα ολόγυμνα σώματα των ανθρακωρύχων, οι αρβύλες του Βαγγέλη, ο Νικίας, ο Ορέστης, ο Αντίνοος. Ολη αυτή η ρέουσα ύλη του Υπερώου, προϊόν καθημερινού θεάματος και μνήμης, σχηματίζει περιληπτικά τους τρεις μείζονες θεματικούς κύκλους που απαντούν σε όλον τον Ρίτσο: έρωτας/θάνατος, ποίηση/ποιητική, πολιτεία/πολιτική. Μόνο που τώρα, καθώς ο ποιητής ετοιμάζει τα «συμπράκαλά» του, όλα φαίνονται ως ήδη οφθέντα, άρα και ως εσαεί γενόμενα ενώπιόν του.
Τι βλέπει από τον εξώστη
Ας δούμε/πούμε με συντομία τι ακριβώς θεάται ο ποιητής πάνω από τον εξώστη, ποιο το ήδη οφθέν (déjà vu). Θεάται τον ίδιο τον εαυτό του να κοιτάζει τον κόσμο κλεφτά ως αθεράπευτος ηδονοβλεψίας:

«Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,/ τα ‘δες απ’ την κλειδαρότρυπα-/ λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα/ και μέσα στα παπούτσια σου. Καλύτερα λοιπόν/ να περπατάς ξυπόλητος/ μη σ’ ακούσουν»
(«Διείσδυση»).
Και

«μες στον καθρέφτη του λουτρώνα/ γυμνό το σώμα του Πατρόκλου/ ολοπόρφυρο».
Παρατηρεί τον ίδιο τον ποιητή να μνημονεύει, αλληγορικά πλην σαφώς, πολιτικά δρώμενα άλλων εποχών που προβάλλονται προφητικά στο σημερινό πολιτικό παρόν,

«Εξω/ το γήπεδο του ποδοσφαίρου, οι φίλαθλοι και των δύο παρατάξεων, κραυγάζοντας/ γροθοκοπούσαν τον Διαιτητή. Διαιτητής/ ήμουν εγώ. Κι έτσι/ με ματωμένο στόμα, γνώρισα (και το ‘πα)/ πως είχα απόλυτο δίκιο».
Και πάλι δείχνει τον ίδιο να βλέπει τα ποιήματά του «άσπρα βότσαλα» να λαμποκοπούν πάνω στο τραπέζι.

«Κανένας δε μαντεύει/ από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας/ δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες/ καταδύσεις τ’ ανέβασες· με τι στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες/ από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι’ αυτό/ λαμποκοπούν με τη σεμνή τους περηφάνια/ ν’ αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ/ να μη σε μαρτυρήσουνε (=και τα κρατώ καλά κρυμμένα) την ώρα της Μεγάλης Δίκης».
Τέλος, βλέπουμε τον αυτοπαρατηρούμενο ποιητή του Υπερώου να παίζει εαυτόν καθώς επιμένει να γράφει, μετά θάνατον, όσα διαβάζουμε τώρα εμείς σήμερα.

«Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος./ Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της/ λάμπουν ωραία. Ομως, προπάντων, /αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημά σου/ να συνεχίζεις να γράφεις μετά θάνατον». («Δημόσιο Πάρκο»).

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ