Παντελής Λέκκας
Αφαίρεση και εμπειρία: μια φορμαλιστική
θεώρηση του ιδεολογικού φαινομένου
Τόπος, Αθήνα 2013,
σελ. 319, τιμή 18 ευρώ

Πολλοί έχουν απορήσει γιατί σε εποχή κρίσης, όπως η δική μας, ενώ αναζητείται συναίνεση, επικρατούν «διάλογοι κουφών», καθώς συχνά οι εμπλεκόμενοι σε διαμάχες επιμένουν στις εμμονές τους και δεν αναγνωρίζουν την οπτική γωνία και τα δεδομένα που τους παρέχουν οι συνομιλητές τους. Στο τελευταίο, απαιτητικό αλλά πλούσιο σε ερεθίσματα βιβλίο του ο Παντελής Λέκκας, αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απαντά σε αυτή την απορία, αναλύοντας το πώς οι πολιτικές ιδέες των αντιμαχομένων αντανακλούν τις δικές τους «αφαιρέσεις».

Υπάρχουν διάφορες «αφαιρέσεις» και με τον όρο αυτό ο Λέκκας εννοεί τις μεταφυσικές δοξασίες που επικρατούσαν παραδοσιακά, στην προνεωτερική περίοδο των κοινωνιών, τις πολιτικές ιδεολογίες που δέσποσαν κατά τη νεωτερική περίοδο και τις θρυμματισμένες, μικρότερες σε εύρος ιδεολογικές αφαιρέσεις της τρέχουσας μετανεωτερικής περιόδου, όπως είναι οι συλλογικές ταυτότητες φύλου, τάξης, εθνότητας, σεξουαλικού προσανατολισμού και άλλες.

Με τον όρο «εμπειρία» ο συγγραφέας εννοεί τη συλλογική πολιτική εμπειρία, καθώς και την προσωπική εμπειρική γνώση, αποκτημένη χάρη στην κοινωνικοποίηση του ατόμου. Ακολουθώντας τον Γκέοργκ Ζίμελ, ο Λέκκας υιοθετεί τη φορμαλιστική προσέγγιση, δηλαδή διαχωρίζει το περιεχόμενο του αντικειμένου του από τα τυπικά χαρακτηριστικά του. Ενδιαφέρεται για τον «σκελετό» των ιδεολογιών και τις μεταξύ τους ομοιότητες και τις διαφορές, τις οποίες αναλύει ταυτόχρονα προσφέροντάς μας μια ξενάγηση στην κοινωνιολογική θεωρία δύο αιώνων.

«Αναβρασμός»


Ο συγγραφέας αναλύει το πώς μετασχηματίστηκε η σχέση αφαίρεσης και εμπειρίας. Στις προνεωτερικές κοινωνίες, η αφαίρεση εκλογίκευε εκ των υστέρων την εμπειρία μέσα από ένα θρησκευτικό πρίσμα. Στη νεωτερικότητα, αντίθετα με το παρελθόν, η ιδεολογική αντίληψη του κόσμου και ιδίως της πολιτικής εκτόπισε την εμπειρική αντίληψη. Οι πολιτικές ιδεολογίες της νεωτερικότητας εμπεριείχαν την παρότρυνση προς τους οπαδούς τους να αναδιαμορφώσουν τον κόσμο. Ετσι το μείγμα περιείχε πολύ περισσότερη ιδεολογία από ό,τι εμπειρία. Σήμερα πια οι διαψεύσεις των νεωτερικών ιδεολογιών έχουν οδηγήσει σε νέα μείγματα αφαίρεσης και εμπειρίας που βρίσκονται σε «αναβρασμό».
Μια αντίρρηση στα επιχειρήματα του Λέκκα θα ήταν ότι η εμπειρία είναι ένα υποσύνολο της αφαίρεσης. Με όρους του Φράνσις Μπέικον, θα λέγαμε ότι η εμπειρία διαμορφώνεται από τις υποδοχές, τα «καλούπια» του ανθρώπινου νου. Με όρους του Λουί Αλτουσέρ, η συλλογική πολιτική εμπειρία και η προσωπική εμπειρική γνώση δεν προσλαμβάνονται αυτούσιες, αλλά διαβρωμένες από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Ο Λέκκας ίσως αντέτεινε ότι αυτή η υπερ-ιδεολογικοποιημένη αντίληψη της πραγματικότητας έχει αποδυναμωθεί διεθνώς, τουλάχιστον από την περίοδο της μετάβασης από τον σοσιαλισμό. Παραμένει ωστόσο διαδεδομένη στην Ελλάδα σήμερα και γι’ αυτό άξιζε μεγαλύτερης προσοχής, αν όχι επίκρισης. Συναντάμε αυτή την αντίληψη όταν, όχι μόνο οι μεγάλες ανατροπές που επέφερε η κρίση, αλλά η παραμικρή δυσλειτουργία της καθημερινής ζωής ερμηνεύονται με γενικούς αντι-συστημικούς όρους. Η εν λόγω αντίληψη επιλέγει από την ελληνική εμπειρία μόνο εκείνα τα πραγματολογικά στοιχεία που συμβαδίζουν με την πεποίθηση ότι μόνη λύση, εδώ και τώρα, είναι η ανατροπή.
Κανένας συμβιβασμός


Γιατί συχνά οι οπαδοί των ιδεολογιών δεν αντιλαμβάνονται πόσο ασυμβίβαστες είναι η αφαίρεση και η εμπειρία τους, ιδίως όταν η δεύτερη αποδεικνύεται τέτοια που θα έπρεπε να κατεδαφίσει την πρώτη; Ως προς αυτό, έχουμε δύο πολύ διεισδυτικές απαντήσεις στον Λέκκα. Πρώτον, η αφαίρεση δεν κατεδαφίζεται εύκολα γιατί διέπεται από μια ηθική: ο οπαδός μιας ιδεολογίας πιστεύει ότι η δική του αφαίρεση στηρίζεται πρωτίστως στο δίκιο, «ανεξάρτητα από τα δεδομένα, ανεξάρτητα από το κόστος». Δεύτερον, η κάθε ιδεολογική αφαίρεση, όντως εγκόσμια και όχι μεταφυσική, διαθέτει λογικά επιχειρήματα. Για να πείσει, δεν επικαλείται κάποια μεταφυσική πίστη. Οι ιδεολογίες ασπάζονται τον ρασιοναλισμό, υποθέτουν δηλαδή ότι «ο κόσμος διέπεται από απόλυτη λογική τάξη και άρα τα μυστικά του είναι απολύτως προσπελάσιμα». Κάθε ιδεολογία χρησιμοποιεί τη λογική για να κατατάξει επιλεκτικά αποσπάσματα της εμπειρίας στα δικά της εννοιολογικά καλούπια, ενώ θεωρεί ως αυταπόδεικτες αρχές, κοινές για όλους, τις δικές της παραδοχές πάνω στις οποίες στηρίζεται με αξιωματικό τρόπο. Με βάση αυτά, καταλήγει εύλογα ο Λέκκας, δεν θα έπρεπε να απορούμε όταν βλέπουμε δύο ιδεολόγους να συγκρούονται και να θεωρεί ο ένας τον άλλο παράλογο.
Ιδεολογική θαλπωρή


Παρ’ ότι οι ιδεολογίες προκαλούν περισσότερες διαμάχες από όσες επιλύουν, εν τούτοις παραμένουν χρήσιμες ως «αφομοιωτικοί και συνεκτικοί παράγοντες του δημόσιου βίου». Η προσφυγή πολλών στη θαλπωρή των ιδεολογιών δεν εξασθενεί, παρ’ ότι, όπως σωστά παρατηρεί ο Λέκκας, οι ιδεολογίες πάσχουν από ένα «μεταθεωρητικό έλλειμμα». Εξηγούν τα πάντα, αλλά δυσκολεύονται να εξηγήσουν γιατί υπάρχουν οι ίδιες. Οσο για τη χρησιμότητα των ιδεολογιών, αυτή είναι διαρκώς αμφισβητούμενη. Θα προσθέταμε ότι μια ιδεολογία αμφισβητείται ιδίως αφού περιβληθεί το ένδυμα της εξουσίας και οι οπαδοί της αντιληφθούν, μέσω της εμπειρίας τους, πόσο λίγο μοιάζει με πραγματοποιημένη ουτοπία εκείνη η αφαίρεση στην οποία κάποτε είχαν πιστέψει τόσο πολύ.
Ο Λέκκας έχει δίκιο ότι οι ιδεολογίες είναι απόπειρες θεραπείας του «τραύματος της νεωτερικότητας», δηλαδή της διάσπασης των παραδοσιακών κοινωνιών. Η εμπειρία της εκκοσμίκευσης και της εξατομίκευσης, που οφείλεται στη μετάβαση από την παράδοση στη νεωτερικότητα, είναι ισχυρό σοκ το οποίο ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να αντέξει χωρίς τη συνδρομή της ιδεολογίας. Εκτοτε, οι άνθρωποι διαλέγουν μια από τις ιδεολογίες γιατί αυτές αποτελούν «νέα κέντρα νοήματος στη νεωτερικότητα».
Στη μετανεωτερικότητα η αφαίρεση θρυμματίζεται και η «εμπειρία είναι διαποτισμένη με κάθε λογής αφαιρέσεις». Καθώς οι μεγάλες αφηγήσεις έχουν καταρρεύσει, οι άνθρωποι περιορίζονται στο να προσδένονται όχι σε ιδεολογικές αλλά σε ταυτοτικές αφαιρέσεις. Οπως φαίνεται, είμαστε καταδικασμένοι να αναζητούμε καταφύγιο στις ιδεολογίες και να ζούμε με αυτές.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ