Αν οι σπουδαιότεροι διηγηματογράφοι του 19ου αιώνα ήταν Ευρωπαίοι (κλασικά παραδείγματα ο Μοπασάν και –κατ’ εξοχήν –ο Τσέχοφ), η τέχνη του διηγήματος στον 20ό αιώνα και ιδίως μεταπολεμικά άνθησε στον Νέο Κόσμο. Η Αλις Μονρό από το Οντάριο του Καναδά είναι η σημαντικότερη εκπρόσωπος σήμερα αυτής της μεγάλης βορειοαμερικανικής παράδοσης. Η βράβευσή της πριν από τρεις ημέρες με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το επιβεβαιώνει.
Πρότυπο της Μονρό υπήρξε ο Τσέχοφ, αλλά διόλου μικρή δεν είναι η επίδραση στο έργο της κορυφαίων διηγηματογράφων του αμερικανικού Νότου, όπως η Φλάνερι Ο’ Κόνορ, ο Γουίλιαμ Φόκνερ και η Γιουντόρα Γουέλτι. Στα διηγήματά της πρωταγωνιστούν καθημερινοί άνθρωποι και κυρίως γυναίκες. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί είναι διαβρωτική, όπως και στον Τσέχοφ, και τα μικρά δράματα που περιγράφει υπερβαίνουν το πλαίσιο της τοπικής κοινωνίας όπου κινούνται οι χαρακτήρες της.
Από το πλήθος των διηγημάτων –που απαρτίζουν δεκατέσσερις συλλογές –προκύπτει ένα αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα: ότι η καθημερινότητα περιέχει το δράμα. Το δράμα λοιπόν είναι μια κατάσταση πραγμάτων και κατά συνέπεια η λογοτεχνία λειτουργεί ως αναγωγή της ζωής στα στοιχεία που τη διακρίνουν σταθερά. Επομένως, οι όποιες εξάρσεις της είναι αποτέλεσμα της διάβρωσης των αισθημάτων, τα οποία παραπέμπουν νοερά σε έναν χαμένο παράδεισο. Από την άποψη αυτή τα διηγήματα της ενηλικίωσης που έχει γράψει ανήκουν στα καλύτερά της.
Αν η ευτυχία αποτελεί άπιαστο όνειρο, τότε το μόνο αντίδοτο δεν μπορεί παρά να είναι η υποδόρια ειρωνεία που διαποτίζει τα γραπτά της Μονρό και συνιστά βασικό γνώρισμα του ύφους της. Σε περίπτωση που αποφασίσει κάποιος να προβεί στις αναγκαίες προσαρμογές, θα αντιληφθεί ότι και αυτό είναι ένα γνώρισμα που τη φέρνει κοντά στον Τσέχοφ. Και όπως στα διηγήματα του κορυφαίου Ρώσου δεν συμβαίνουν πολλά, έτσι και στα αντίστοιχα της Μονρό. Οι πρωταγωνιστές της όμως ζουν το παρελθόν τους όχι σαν σύνολο από αβάσταχτες εμπειρίες αλλά σαν προεκτάσεις ενός κόσμου που τον ανακαλούν μεν αλλά και προσπαθούν ταυτοχρόνως να τον αφήσουν πίσω τους.
Οι αναμνήσεις ωστόσο παραμένουν. Ο χρόνος τις λειαίνει, ενώ το καταστάλαγμά τους αφήνει συχνά ένα πικρό χαμόγελο το οποίο αιωρείται στη διαβρωτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί αυτή η επιδέξια συγγραφέας. Αυτονόητο λοιπόν ότι το ευτυχισμένο τέλος απουσιάζει από τα περισσότερα διηγήματά της. Γιατί, στο τέλος-τέλος, τι σημαίνει ευτυχία; Η ίδια δίνει ειρωνικά την απάντησή της στον τίτλο μιας από τις ωραιότερες συλλογές της, η οποία κυκλοφορεί και στα ελληνικά: Too Much Happiness (Πάρα πολλή ευτυχία), τουτέστιν «Ευτυχία πέραν του δέοντος»).

Η Μονρό ήταν για χρόνια υποψήφια για το βραβείο Νομπέλ. Συγγραφέας αθόρυβη, αφοσιωμένη στο έργο της, δεν κάνει δηλώσεις επί παντός του επιστητού και δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει. Η υπόθεση των περισσότερων διηγημάτων της εκτυλίσσεται στο Οντάριο του Καναδά που κατάφερε να το καταστήσει μέσω του έργου της σε μια από τις γνωστότερες «επικράτειες», ας πούμε, της σύγχρονης λογοτεχνίας. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Φόκνερ επέλεξε μια περιορισμένη γεωγραφικά περιοχή όπου κινούνται οι πρωταγωνιστές της και με το φαινομενικά ουδέτερο ύφος της την ανήγαγε σε μια περιοχή εξαίρετης ευαισθησίας, αποχρώσεων, υπαινιγμών και διαθέσεων.

Στην ακολασία των αφηγήσεων, με άλλα λόγια στα δευτέρας διαλογής πεζογραφήματα που μας κατακλύζουν, η Μονρό αντιτάσσει έναν κόσμο καθαρό, υπαινικτικό, πλούσιο σε αισθήματα αλλά μακριά από υπερβολές και φραστικά πυροτεχνήματα. Τα διηγήματά της είναι συμπυκνωμένα μυθιστορήματα, θα λέγαμε, όπως συμβαίνει αντίστοιχα και με τα διηγήματα της Γιουντόρα Γουέλτι, με την οποία παρουσιάζει πολλές ομοιότητες. Ομοιότητες παρουσιάζει και με τη Φλάνερι Ο’Κόνορ. Στο έργο της τελευταίας το δραματικό στοιχείο είναι πολύ εντονότερο, αλλά οι γυναικείοι χαρακτήρες της Μονρό είναι πολύ πιο σύνθετες προσωπικότητες.
Η ίδια χρησιμοποιεί με εξαίρετο τρόπο την τεχνική του φλας μπακ που σε συνδυασμό με το στοιχείο του αιφνιδιασμού (το οποίο σου δίνει την εντύπωση πως μπορεί να ξεκινήσει μια ιστορία από οποιαδήποτε χρονική στιγμή) καθιστούν άκρως γοητευτικές τις αφηγήσεις της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ