ΕDITH WHARTON
Η διαστροφή της ανάγνωσης Μετάφραση Ευαγγελία Ανδριτσάνου
Εκδόσεις Αγρα,2013, σελ. 29
τιμή 7 ευρώ
Η ανάγνωση είναι ένα ζητούμενο από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Πρώτα πρέπει να μάθουμε να διαβάζουμε –σε όλο και μικρότερη ηλικία-, έπειτα να διαβάζουμε όλο και περισσότερο. Η ανάγνωση είναι αρετή, διδασκόμαστε καθημερινά στην οικογένεια, στο σχολείο, στην κοινωνία. Γι’ αυτό ξαφνιάζει η αιρετική άποψη της αμερικανίδας πεζογράφου Ιντιθ Γουόρτον (1862-1937) ότι η ανάγνωση είναι διαστροφή. Τις θέσεις της εκθέτει στο δοκίμιο Η διαστροφή της ανάγνωσης, που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1903 στο περιοδικό «North American Review» και κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά από την Ευαγγελία Ανδριτσάνου, σε ένα κομψό τομίδιο από την Αγρα.
Η νεοϋορκέζα μυθιστοριογράφος, η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ για το μυθιστόρημά της Τα χρόνια της αθωότητας (1920), υποστηρίζει ότι δεν πρέπει σώνει και καλά να διαβάζουμε όλοι. Η ανάγνωση δεν είναι αποστολή, είναι τέχνη, είναι χάρισμα που κατέχουν ορισμένοι που είναι «γεννημένοι αναγνώστες» οι οποίοι διαβάζουν «ασυνείδητα, όπως αναπνέουν». Οποιος λοιπόν νομίζει ότι «το διάβασμα είναι κανόνας» πάσχει από τη «διαστροφή της ανάγνωσης» και είναι ένας «μηχανικός αναγνώστης».
Ο αναγνώστης που η Γουόρτον χαρακτηρίζει «μηχανικό» διαβάζει με πρόγραμμα και με στόχο να μην του ξεφύγει τίποτε απ’ όσα γράφονται. Θα σου πει με ακρίβεια πόσα βιβλία διαβάζει την ημέρα και πόσες ώρες αφιερώνει στο διάβασμα. Είναι ο αναγνώστης που διαβάζει ένα βιβλίο με ευλάβεια από την αρχή ως το τέλος και δεν μπορεί να διαμορφώσει άποψη γι’ αυτό προτού φθάσει στην τελευταία αράδα. Είναι αυτός που θεωρεί καθήκον του να διαβάσει κάθε βιβλίο που συζητείται. Που ανακυκλώνει δανεισμένες απόψεις και κριτικές διαστρεβλώνοντάς τες και σερβίροντάς τες με σχόλια «αρτυμένα με κακία».
«Απειλή για τη λογοτεχνία»
Προσοχή: Δεν πρόκειται για το κοινό που περιορίζεται σε «σκουπίδια», που καταβροχθίζει μετά μανίας «ανόητη πρόζα» και τρέφεται μονάχα με το «μυθιστόρημα του μήνα» –ένα κοινό αντίστοιχο, θα λέγαμε, με το κοινό της σήμερα αποκαλούμενης «ροζ» ή «γυναικείας» λογοτεχνίας. Αυτό το κοινό δεν είναι επιβλαβές και απειλητικό για τα γράμματα. Ο μέσος μηχανικός αναγνώστης, «που θέτει πραγματικά σε κίνδυνο την ακεραιότητα των γραμμάτων» και αποτελεί την «πολύ μεγάλη πλειονότητα των καταναλωτών βιβλίων» είναι εκείνος που θεωρεί καθήκον του να καταπιαστεί με πιο επίμοχθα αναγνώσματα.
Συγγραφέας η ίδια, η Γουόρτον αναρωτιέται «πώς γίνεται να κατηγορεί κανείς τους ανθρώπους που δημιουργούν τη ζήτηση για την εκατοστή χιλιάδα ότι εχθρεύονται τα γράμματα;». Διότι, εξηγεί, ο μηχανικός αναγνώστης «προκαλώντας ζήτηση για μέτρια γραπτά διευκολύνει τη σταδιοδρομία του μέτριου συγγραφέα», δημιουργώντας έτσι τον «μηχανικό συγγραφέα». Διότι, «μέσα από το πάθος του για τις «λαϊκές» εκδόσεις των σκοτεινών και δύσκολων θεμάτων καθυστερεί την αληθινή κουλτούρα και μειώνει τη δυνητική αναλογία έργων που πραγματικά διαρκούν στον χρόνο».
Διότι η συνήθειά του «να συγχέει τις ηθικές με τις διανοητικές κρίσεις» και τα γεγονότα που παρουσιάζονται σε ένα βιβλίο με την αίσθηση του συγγραφέα για τη σημασία τους δίνει πάτημα για τη συγγραφή δημοφιλών μυθοπλαστικών κειμένων που παρουσιάζουν ακολουθία «οδυνηρών» περιστατικών αλλά χωρίς ουσία γιατί παραλείπουν όσα δεν γίνονται αντιληπτά. Διότι, με την απαίτησή του για εύπεπτη λογοτεχνία και με την ανικανότητά του να ξεχωρίζει τον σκοπό από τα μέσα, έχει φτιάξει ένα πλάσμα κατ’ εικόνα του, τον «μηχανικό κριτικό», που εστιάζει στο περιεχόμενο και στα θέματα ενός κειμένου και παραγνωρίζει τη σημασία της μορφής του.
Το κείμενο της Γουόρτον είναι γραμμένο σε έντονη γλώσσα. Μιλάει για
«επικίνδυνους αναγνώστες», για
«απειλή για τη λογοτεχνία», για
«φταίχτες», για
«βιβλιοκτονικές παρορμήσεις». Είναι ένα δοκίμιο πολεμικής, γραμμένο πριν από έναν αιώνα, που προσφέρεται για πολλές αναλογίες με όσα συμβαίνουν στον χώρο του βιβλίου στην εποχή μας.
Κείμενο πολεμικής, με ταξικά χαρακτηριστικά Προς αποφυγήν δραματικών παρανοήσεων, έχει σημασία να τοποθετήσουμε το κείμενο της Ιντιθ Γουόρτον στο ιστορικό του πλαίσιο, στο πλαίσιο ενός πολέμου ενάντια στην ανάγνωση που είχαν κηρύξει οι διανοούμενοι στα τέλη του 19ου αιώνα, για τον οποίο οι μελετητές της ιστορίας της ανάγνωσης υποστηρίζουν ότι είχε και ταξικά χαρακτηριστικά. Βρισκόμαστε στην εποχή που τα αποτελέσματα της Βιομηχανικής Επανάστασης στον χώρο του βιβλίου είναι έκδηλα: Η εκδοτική παραγωγή αυξάνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και η υπερπαραγωγή προκαλεί αμηχανία και δέος. Μέλη της ανώτερης τάξης –όπως η μεγαλοαστή Γουόρτον -, οι περισσότεροι διανοούμενοι του 19ου αιώνα ανησυχούν για τη μαζικοποίηση της ανάγνωσης που χάρη στο φθηνότερο βιομηχανικό βιβλίο εξαπλώνεται στα λαϊκά στρώματα, κυρίως στο γυναικείο κοινό, το οποίο εθίζεται στην ανάγνωση μυθιστορημάτων σε συνέχειες στα περιοδικά που αφθονούν.
Ανησυχούν στην αρχή για την απώλεια του προνομίου της ανάγνωσης αλλά και για τις συνέπειες που μπορεί να υποστεί ο λογοτεχνικός κόσμος από την ανάπτυξη αυτού του νέου αναγνωστικού κοινού. Στα κείμενά τους χρησιμοποιούν δυνατές μεταφορές που παραπέμπουν σε απειλητικά φυσικά φαινόμενα ή στο ζοφερό βιομηχανικό περιβάλλον. «Ο νους του σαρώνεται από εκείνον τον χείμαρρο σπατάλης ανάγνωσης που τα νερά του έχουν φουσκώσει από τις απαιτήσεις του» γράφει για τον μηχανικό αναγνώστη η Γουόρτον.
Σταδιακά περνούν από την ανησυχία στη δράση και αναλαμβάνουν να εκπαιδεύσουν αυτό το νέο κοινό, συστήνοντάς του μέσα από άρθρα και βιβλία πώς να διαβάζει. Το 1888 ιδρύεται στην Αγγλία ο National Home – Reading Association: ιδρύει λέσχες ανάγνωσης και τις καθοδηγεί προτείνοντας βιβλία στα μέλη τους. Μια ολόκληρη κοινότητα ειδικών –συγγραφείς, φιλόλογοι, κριτικοί –καθοδηγούν τους νέους αναγνώστες. «Η ανάγνωση ως τέχνη μπορεί να χάθηκε οριστικά στα τέλη του 19ου αιώνα, ταυτόχρονα όμως ξανακερδήθηκε ως γνωστικό αντικείμενο και επάγγελμα» έγραφε ήδη το 1896 ο βρετανός συγγραφέας Αρνολντ Χόλτεν (1857 – 1941).
Εν τω μεταξύ ο κόσμος έχει αλλάξει και τα ερωτήματα για τη μαζική ανάγνωση, για τους επαρκείς και ανεπαρκείς αναγνώστες, για το πόσο οι προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού επηρεάζουν την έκδοση βιβλίων, για την καλή και την κακή λογοτεχνία, για τον ρόλο του κριτικού, για τα μπεστ σέλερ από τα οποία απειλείται η ποιοτική λογοτεχνία, για τις λέσχες ανάγνωσης και τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, εξακολουθούν να απασχολούν επαγγελματίες και ερασιτέχνες του βιβλίου. Δεν είναι τα ίδια, δεν είναι όμως καθόλου καινούργια.