Πέντε ευρωπαίοι διανοούμενοι που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα. Ο Στάινερ, ο Αντόρνο, ο Μπένγιαμιν, ο Μπερλίν και ο Φουκό. Οι δύο από αυτούς (ο Μπένγιαμιν και ο Αντόρνο) προέρχονται από τον γερμανόφωνο κόσμο. Είναι η άλλη Γερμανία, της Ευρώπης και των λαών. Το έργο και των πέντε είναι θεμελιακό και συνιστά το μεγάλο τεκμήριο της ενότητας, της ποικιλίας και της πολυπλο-κότητας του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η αξία του είναι παραδειγματική και για τον αιώνα που διανύουμε, σε μια εποχή μάλιστα που το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κλονίζεται.«Η γλώσσα της Ευρώπης είναι η μετάφραση» είπε κάποτε ο Ουμπέρτο Εκο. Η άποψη όμως αυτή, που χρησιμοποιείται πλέον ως στερεότυπο από τους πάντες, συμπεριλαμβανομένου του θλιβερού προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, αναπτύχθηκε από τον Τζορτζ Στάινερ πολλά χρόνια νωρίτερα στο θεμελιώδες έργο του Μετά τη Βαβέλ. Αν η πολυγλωσσία στεγανοποιεί τις επί μέρους εκφάνσεις του γραπτού πολιτισμού, η μετάφραση λειτουργεί ενοποιητικά –και ας είναι αδύνατον να υπάρξει απόλυτη αντιστοιχία του πρωτότυπου με το μεταφρασμένο κείμενο. Επομένως, αποτελεί το ανώτερο είδος ανάγνωσης, δηλαδή κατανόησης του κόσμου. Γι’ αυτό και κάθε συζήτηση περί μετάφρασης αρχίζει από αυτό το βιβλίο. Το ίδιο θα έλεγε κάποιος και για τη διακειμενικότητα, δεδομένου μάλιστα ότι ο Στάινερ μεγάλωσε μέσα σε τρεις μητρικές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά).
Η πατρίδα μας το κείμενο
Ο ίδιος δεν περιορίζεται μόνο στην Ευρώπη. Οπως όμως προκύπτει και από τα υπόλοιπα βιβλία του, η Ευρώπη παραμένει η κοιτίδα και το πεδίο αναφοράς. Το έργο του είναι μια παθιασμένη υπεράσπιση του πολιτισμού της, τους πυλώνες του οποίου αποτελούν το κτίσμα και το κείμενο. «Η πατρίδα μας το κείμενο» τιτλοφορεί ένα από τα καλύτερα δοκίμια του βιβλίου του Αξόδευτα πάθη. Και μολονότι αναφέρεται εδώ κατ’ εξοχήν στον εβραϊκό κόσμο, οι παράλληλες αναφορές –κυρίως οι συγκρίσεις του –είναι εκπληκτικές. Λ.χ., «ο χρόνος είναι το διαβατήριο της αλήθειας» όπου μπορούν να καταφύγουν οι «νομάδες του λόγου».
Ο Στάινερ προέβη σε μια τεράστια ανάλυση του κειμενικού κόσμου θεμελιώνοντάς τη σε τρία μείζονα επιτεύγματα: τη Βίβλο, τα ομηρικά έπη και το έργο του Σαίξπηρ, όπου θα πρέπει να προσθέσουμε και την τραγωδία, για την οποία έγραψε πλήθος κείμενα και ολόκληρα βιβλία (τον Θάνατο της τραγωδίας και τις Αντιγόνες).
Οι νεότεροι κλασικοί είναι επίσης τμήμα της ίδιας κληρονομιάς. Στο άκρως ερεθιστικό πρώτο βιβλίο του Τολστόι ή του Ντοστογέφσκι, για παράδειγμα, συνδέει τον πρώτο με την επική παράδοση και τον Ντοστογέφσκι με την τραγωδία, αρχίζοντας από τον Οιδίποδα Τύραννο, προχωρώντας στον Βασιλιά Ληρ και καταλήγοντας στους Αδελφούς Καραμαζόφ, για να αναδείξει δύο μείζονα θέματα: την έννοια του Θεού και την έννοια της Ιστορίας. Κάθε ανάλυση πρέπει να παρακινείται από την αγάπη για το έργο που διαβάζουμε, μας λέει. Γι’ αυτό και μετά το τέλος της ανάγνωσης δεν είμαστε πλέον οι ίδιοι άνθρωποι. Η ανάγνωση λοιπόν λειτουργεί ως αναβαθμός της συνείδησης.
Συγκρίνοντας τον Τολστόι με τον Ντοστογέφσκι καταλαβαίνουμε καλύτερα χωριστά τον καθένα –άρα γινόμαστε και εμείς καλύτεροι. Η ιδέα αυτή είναι ανάπτυξη μιας αντίστοιχης του ρώσου φιλοσόφου Μπερντιάεφ, αλλά μεταφέροντάς τη στην περιοχή της συγκριτικής λογοτεχνίας ο Στάινερ δημιουργεί ένα νέο πεδίο και ανάγει τη «μικρή μούσα της κριτικής» σε σημαντικό παράγοντα της κουλτούρας, όπως γράφει στο δοκίμιό του Georg Lucacs and His Devil’ s Pact (Ο Γκέοργκ Λούκατς και το συμβόλαιό του με τον Διάβολο).
Ο βιασμός της γλώσσας
Οταν μιλά κανείς για κείμενα, προϋποθέτει, φυσικά, τη γλώσσα. Ο Στάινερ την εξετάζει σε σχέση με την πολιτική και τη λογοτεχνία όσον αφορά το παρελθόν αλλά και το μέλλον της, τις πιέσεις από τα ολοκληρωτικά πολιτικά συστήματα και τη φθορά που επιφέρουν, η οποία επιδρά αρνητικά στο σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών μορφών, ακόμη και της επιστήμης. Οταν το 1966 δημοσίευσε το δοκίμιό του Το κούφιο θαύμα προκάλεσε πλήθος αντιδράσεις –κάποτε οργισμένες –ανάμεσα στους γερμανούς συγγραφείς και τον ακαδημαϊκό κόσμο. Ηταν αναπόφευκτο, όπως λέει στη σημείωση που προσέθεσε αργότερα.
Στο δοκίμιο αυτό υποστηρίζει εν ολίγοις πως η ναζιστική θεομηνία επέφερε ανεπανόρθωτες καταστροφές στη γερμανική γλώσσα, η οποία έπαψε να είναι η γλώσσα του Τόμας Μαν, που αξιοποίησε τις ευαισθησίες και τον λυρισμό του μεσογειακού πολιτισμού, ή του Μπρεχτ, που την ανέδειξε σε λόγο αιχμής ανανεώνοντας τη σπαρτιατική γραφή του Λούθηρου. Το οικονομικό θαύμα λοιπόν της δεκαετίας του 1960 ήταν «κούφιο». Και η γερμανική γλώσσα –όπως και η σύγχρονη λογοτεχνία της –πλήρωνε τον βιασμό και τη διαστρέβλωση που υπέστη εξαιτίας της ναζιστικής προπαγάνδας.
Δεν είναι περιττό να θυμίσω ότι το Κούφιο θαύμα μεταφράστηκε από τον Αλέξανδρο Κοτζιά και δημοσιεύθηκε πριν από 40 χρόνια στο περιοδικό «Η συνέχεια», σε μια εποχή που και εμείς είχαμε υποστεί τον βιασμό και τον εξευτελισμό της ελληνικής γλώσσας από τους συνταγματάρχες.
Εχει πεθάνει η «τραγωδία»;
Η θεώρηση του σύγχρονου πολιτισμού ως συνδυασμού του ελληνορωμαϊκού και του εβραιοχριστιανικού πνεύματος δεν είναι βεβαίως καινούργια. Ομως η ανάπτυξή της από τον Στάινερ ανήκει στις πλέον πρωτότυπες, γιατί ερμηνεύει και τις συγκρούσεις και τις βαθιές αντιθέσεις. Στον Θάνατο της τραγωδίας (από τα πρώτα και κρίσιμα βιβλία του) εξηγεί επί παραδείγματι γιατί ο χριστιανισμός θα έπρεπε να καταστρέψει την τραγωδία, αφού το βασικό του δόγμα είναι η λύτρωση και η σωτηρία –και γιατί, επομένως, ο Ντάντε τιτλοφορεί το magnum opus του Θεία Κωμωδία.
Τα κύρια αίτια του «θανάτου» της τραγωδίας ήταν βεβαίως ο θρίαμβος του ορθολογισμού και της επιστήμης. Ομως όλες οι διαπιστώσεις σε τούτο τον κορυφαίο διανοητή ισχύουν ως εκεί που ισχύουν. Γι’ αυτό και δεν παραλείπει να τονίσει τις περιπτώσεις όπου το τραγικό στοιχείο δεν χάνεται εξετάζοντας δύο εντελώς αντίθετους μεταξύ τους συγγραφείς: τον μαρξιστή Μπρεχτ και τον χριστιανό Κλοντέλ, παραδείγματα που αποτελούν εξαίρεση, αφού η μεταφυσική τόσο του χριστιανισμού όσο και του μαρξισμού είναι αντι-τραγική.
Εδώ ας προσθέσω την απαράμιλλη ικανότητα με την οποία εντάσσει κι εξηγεί τη δύναμη των ελληνικών μύθων στη σύγχρονη σκέψη –και το χαρακτηριστικότερο από την άποψη αυτή βιβλίο του είναι οι Αντιγόνες, από τα λαμπρότερα παραδείγματα της λειτουργίας των μύθων στο συμβολικό πεδίο. Εξηγώντας την αντίθεση ανάμεσα στο αιώνιο που αντιπροσωπεύει η Αντιγόνη και το πεπερασμένο που εκφράζει ο Κρέων, ο Στάινερ μας λέει μεταφορικά πως η Ιστορία δεν μπορεί να αποσπαστεί από την κοιτίδα των μύθων και το περιεχόμενο της ύπαρξης.
Σε μια άλλη αναγωγή, όλο του το έργο είναι ένας ύμνος και μια ελεγεία ταυτοχρόνως για το βιβλίο, αλλά και μια σε βάθος ανάλυση της κρίσης που διέρχεται η ευρωπαϊκή ευαισθησία. Μεταφέροντας τα έργα του παρελθόντος στο συγκριτικό πεδίο, στις εκδοχές της ερμηνείας και της ανάγνωσής τους, μας λέει ποιοι είμαστε, δηλαδή από πόσο μακριά ερχόμαστε και κατά συνέπεια πού μπορούμε και πού θα πρέπει να πάμε.
Επιδερμικός αντιρατσισμός
Το 2008 ένας ισπανός δημοσιογράφος ρώτησε τον Τζορτζ Στάινερ στο σπίτι του στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας ποια είναι η άποψή του περί ρατσισμού. Εκείνος του απάντησε πως όταν ο ρατσισμός διακηρύσσεται γενικώς και αορίστως είναι επιδερμικός.
«Είναι πολύ εύκολο να κάθεσαι εδώ, σε αυτό το δωμάτιο, και να λες ότι ο ρατσισμός είναι απαίσιος. Ρωτήστε με όμως το ίδιο πράγμα αν μετακομίσει δίπλα μια οικογένεια Τζαμαϊκανών με έξι παιδιά και παίζουν όλη μέρα μουσική ρέγκε και ροκ. ‘Η αν ένας μεσίτης έρθει στο σπίτι μου και μου πει ότι η αξία του έχει εκμηδενιστεί επειδή μια οικογένεια Τζαμαϊκανών έχει μετακομίσει δίπλα. Τότε να με ρωτήσετε» φέρεται να είπε.
Οι δηλώσεις του προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων. Ρατσιστής ο Στάινερ; Πώς μπορούσε ένας εβραίος, τέκνο της Διασποράς, παθιασμένος υπερασπιστής της ελευθερίας, του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της υψηλής κουλτούρας, που έγραψε τόσα εκπληκτικά κείμενα για το Ολοκαύτωμα των εβραίων της Ευρώπης, να λέει τέτοια πράγματα; «Είναι ένας ιδιότροπος γέρος» είπε η αφροαμερικανικής καταγωγής συγγραφέας Μπόνι Γκριρ, που ζει στη Βρετανία. Αποκαλύπτει την υποκρισία των πολιτικώς ορθών, είπαν άλλοι.
Ο ίδιος αρνήθηκε να σχολιάσει τις δηλώσεις του. Τα είπε αλληγορικά πολύ νωρίτερα, στο δοκίμιό του Η σιωπή κι ο ποιητής, που τελειώνει με μια παράγραφο από το διήγημα Η σιωπή των Σειρήνων ενός άλλου σπουδαίου εβραίου συγγραφέα, του Κάφκα: «Τώρα οι Σειρήνες έχουν ένα ακόμη πιο θανατηφόρο όπλο: τη σιωπή». Γιατί «ίσως κάποιος να μπορεί να ξεφύγει από το τραγούδι τους. Από τη σιωπή τους όμως ποτέ». Εξ αντιστροφής, λοιπόν, η αλήθεια της γλώσσας κρύβεται σε μεγάλο βαθμό στο ανείπωτο και η αλήθεια του λόγου είναι συνάρτηση του πόσο ειλικρινής είναι αυτός που τον εκφέρει.
Ο Στάινερ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1929 από βιεννέζους γονείς, που μετακόμισαν εκεί γιατί ο πατέρας του διέβλεπε την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία. Ηταν εξίσου διορατικός και το 1940, όταν πήρε την οικογένειά του και τη μετεγκατέστησε στη Νέα Υόρκη, έναν μήνα προτού μπουν στο Παρίσι τα στρατεύματα της Βέρμαχτ. Από το πλήθος των εβραίων μαθητών στο σχολείο όπου φοιτούσε ο μικρός Στάινερ διασώθηκαν μόνον αυτός και άλλος ένας.
Με τρεις μητρικές γλώσσες, με σπουδές στη Λογοτεχνία, στα Μαθηματικά και τη Φυσική στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και αργότερα στο Χάρβαρντ και στην Οξφόρδη, ήταν επόμενο να έχει λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Ωστόσο, το μόνο πανεπιστήμιο όπου δίδαξε σε τέσσερις γλώσσες για μακρό χρονικό διάστημα (από το 1974 ως το 1984) ήταν εκείνο της Γενεύης. Πέρασε και από πολλά άλλα, ως επισκέπτης-καθηγητής, αλλά ένας αναγεννησιακού τύπου διανοούμενος, ένας μεταφυσικός Γαργαντούας σαν κι αυτόν δεν ήταν δυνατόν να περιοριστεί στα ακαδημαϊκά τείχη.
Μεγάλο μέρος του έργου του είναι κατατεθειμένο σε έντυπα πρώτης γραμμής, όπως το περιοδικό «Salmagundi», οι «Times» και κυρίως ο «New Yorker», όπου δημοσίευσε πάνω από 200 άρθρα. Αν στην Αμερική βρίσκονται τα Αρχεία της Εδέμ, όπως γράφει σε ένα θαυμάσιο δοκίμιό του, η Ευρώπη εκφράζει την αξιοκρατία, τουτέστιν την υψηλή κουλτούρα, που την υπερασπίστηκε με πάθος ο κορυφαίος της Σχολής της Φραγκφούρτης Τέοντορ Αντόρνο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ