«Μια φυλλάδα ελεεινά τυπωμένη σε χαρτί εφημερίδας, όπου, χωρίς να λογαριάσει κανείς τα τυπογραφικά λάθη, ο εκδότης παίρνει την άδεια να αλλάζει κάθε λέξη όπως του αρέσει∙ μ’ ένα εξώφυλλο χρώμα κουφέτου, είτε τριανταφυλλί είτε φυστικί –μ’ αυτή την όψη κυκλοφορούσε, από τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα ο «Ερωτόκριτος, ποίημα ερωτικών (το -ον με ωμέγα στο αντίτυπό μου), συνταχθέν παρά Βικεντίου Κορνάρου, του εκ της Σιτίας χώρας, εν τη νήσω της Κρήτης»».
Ετσι αρχίζει ο Σεφέρης τη γνωστή διάλεξή του για τον Ερωτόκριτο (Μάρτιος 1946) που τον παίδεψε μήνες προτού τελικά συνταχθεί σε τέσσερις ημέρες. Τον (κακοτυπωμένο) Ερωτόκριτο τον ξέχασε γρήγορα ο Σεφέρης, μολονότι τον είχε ήδη τόσο επηρεάσει ώστε, όταν ύστερα από λίγο ήρθε σε Γυμνάσιο των Αθηνών, διαπίστωσε από τα σκωπτικά χαμόγελα των συμμαθητών του πως η γλώσσα του, «πολύ συγγενική με τη γλώσσα του Ερωτόκριτου, δεν ήταν καλή»!
Ο Σεφέρης βρίσκει ξανά το ποίημα στη μνημειώδη κριτική έκδοση του Ξανθουδίδη (1915) από όπου, προφανώς, μαθαίνει για την πρώτη έκδοση του Ερωτόκριτου από κάποιον «ανώνυμο» Ελληνα, αν όχι Κρητικό, επιμελητή, στο τυπογραφείο του «ιταλικού» Αντώνιου Βόρτολι στη Βενετία το 1713 –300 χρόνια από σήμερα. Αυτοί οι δύο εκδότες, γράφει, «είναι από τους λίγους ανθρώπους αυτού του κλάδου που μου εμπνέουν απόλυτο σεβασμό για τη φροντίδα τους και για τη σεμνότητά τους». Ο Ξανθουδίδης επαινείται επειδή «δημοσιεύει με άπειρη αγάπη, με γνώση και ασυνήθιστη επιμέλεια» μια εργασία υποδειγματική, «που παρέχει ένα κείμενο ξεκαθαρισμένο από τη σκουριά που του φόρτωσαν οι δυο […] αιώνες της προοδευτικής αφροντισιάς».
Από την έκδοση του 1713 παραθέτει μέρος του προλόγου του Βόρτολι, ο οποίος χωρίς αμφιβολία έχει συνταχθεί από τον ανώνυμο επιμελητή: «[…] Εκρινα με την συμβουλήν λογίων ανθρώπων να πρωτοτυπώσω εις τούταις ταις ημέραις τον Ερωτόκριτον, ποίημα παλαιόν, οπού τόσον επαινείται και τιμάται εις τας Νήσους του Αδριακού, και εις την Πελοπόννησον, και μάλιστα εις την περίφημον Χώραν της Ζακύνθου, οπού ακόμι ευρίσκονται, ωσάν και αλλού, οι απόγονοι των ταλαίπωρων Κρητικών […] Δεν ηξεύρω με όσες επιμέλειες και κόπους, όπου έγιναν εις πολλά και διάφορα χειρόγραφα του Ερωτοκρίτου, εις τα οποία από αμάθειαν τινών αντιγραφέων ευρίσκονται άπειρα σφάλματα, αλλοίωσες, παραλλαγαίς και διαφθοραίς […], αν έτυχε να εύγη το παρόν αρκετά διορθωμένον. Αλλά επειδή ελπίζω εις τον Θεόν να το μετατυπώσω […] παρακαλώ την Ευγένειάν σας, άρχοντες Ρωμαίοι (=Ρωμιοί), όσοι ευρίσκεσθε να έχετε κανένα χειρόγραφον του αυτού Ποιήματος του Ερωτοκρίτου, και στοχασθήτε να λείπη τίποτες εις το τυπωμένον μου […] να καταδεχθήτε να μου τα σημειώσετε […] ή κάνοντάς μου τελείαν την καλοσύνην, με το να μου στείλετε το χειρόγραφον, οπού υπόσχομαι να επαναστρέψω προθύμως εις τον αποστείλαντα».
Πηγή έμπνευσης για τον Σεφέρη
Αυτή είναι μια σύντομη ιστορία του έντυπου Ερωτόκριτου από το 1713 ως το 1915, όπως την αφηγείται περιπαθώς ο Σεφέρης. Είναι κρίμα που ο ποιητής δεν ευτύχησε να δει την επίσης μνημειώδη κριτική έκδοση του ποιήματος από τον σεβαστό Στυλιανό Αλεξίου (εκδ. Ερμής, 1980). Θα τον προσέθετε, χωρίς αμφιβολία, στους δύο προηγούμενους ευσεβείς εκδότες και δεν θα είχε λόγο να παραπονιέται ότι «δεν έχουμε ακόμη στη διάθεσή μας συμπεράσματα οριστικά της φιλολογίας που θα μας επιτρέπανε να κινήσουμε τους συλλογισμούς μας χωρίς δισταγμό».
Από το 1946 ως σήμερα η βιβλιογραφία για τον Ερωτόκριτο, αποτέλεσμα αρχειακών ερευνών, διατριβών, μελετών κ.λπ., έχει πολλαπλασιαστεί και το αρχικό κείμενο του Κορνάρου, όπως φαίνεται στην έκδοση του Αλεξίου, όλο και καθαρίζει από τις σκουριές και τα σφάλματα του παρελθόντος.
Ο Σεφέρης όμως δεν αρκείται στην ούτως ή άλλως ενδιαφέρουσα αφήγηση της εκδοτικής ιστορίας του ποιήματος. Ο Ερωτόκριτος αποτελεί γι’ αυτόν και πηγή έμπνευσης και αφορμή για να διατυπώσει μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα πλευρά της ποιητικής θεωρίας του. Μελετώντας τον ο Σεφέρης ευρίσκει πως ο ποιητής, ειδικά και γενικά, δημιουργεί από δύο στοιχεία. Πρώτον, «από μια ορισμένη εμπειρία που διαμορφώνει την ευαισθησία του με το πέρασμα και τον τρόπο της ζωής […]. Αυτό το στοιχείο θα το ονόμαζα, μόνο για συντομία, η «ευαισθησία» του ποιητή».
Δεύτερον, «από τα υλικά της τέχνης του, που είναι η γλώσσα και ο στίχος. Λέγοντας γλώσσα και στίχος δεν εννοώ την εξωτερική μηχανική της γλωσσολογίας ή της στιχουργίας, αλλά μια φραστική και ρυθμική λειτουργία […]. Αυτό το δεύτερο στοιχείο θα το έλεγα, πάλι για συντομία, «ποιητικό» ρήμα […]. Αυτά τα δύο στοιχεία, «ευαισθησία» και «ποιητικό ρήμα» πρέπει να συμπέσουν […] για να μπορέσει ο ποιητής να μας δώσει την εντύπωση ότι βλέπει καθαρά τα αντικείμενα που εκφράζει, για να μας δώσει την εντύπωση, αν θέλετε, πως είναι ειλικρινής. Αν το «ποιητικό ρήμα» αναπτυχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ξεπερνά την ευαισθησία, έχουμε την εντύπωση της ρητορείας, όπως τόσο συχνά συμβαίνει όταν λ.χ. διαβάζουμε Ουγκώ. Αντίθετα, αν η «ευαισθησία» υπερβεί το «ποιητικό ρήμα», τότε παρουσιάζεται ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο θολούρας, ένα είδος συναισθηματικής εξάτμισης, όπως θα έλεγα. Αυτό το φαινόμενο το έχω παρατηρήσει λ.χ. στον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο».
«Εκβλαστήσεις» στον νεοελληνικό λόγο
Για τις ποιητικές «εκβλαστήσεις» του Ερωτόκριτου στη νεοελληνική ποίηση από τον Σολωμό ως τον Ρίτσο (Επιτάφιος) και από τον Παλαμά και τον Σεφέρη ως τον Πρεβελάκη (Νέος Ερωτόκριτος) το κείμενό μας δεν φιλοδοξεί να πει περισσότερα. Ούτε υπάρχει χώρος για αναφορές στις μουσικές (ανά) συνθέσεις του ποιήματος από τον Ν. Μαμαγκάκη και άλλους, ή στις πάμπολλες θεατρικές παραστάσεις (Ευαγγελάτος κ.λπ.). Ούτε χρειάζεται να πούμε πολλά για τη συνεχή και ζωντανή ακόμη παρουσία του ποιήματος στην Κρήτη, με τις άπειρες μουσικές εκτελέσεις, όπως λ.χ. του πρόωρα χαμένου Νίκου Ξυλούρη και του Ψαραντώνη.
Για τις ποιητικές «εκβλαστήσεις» του Ερωτόκριτου στη νεοελληνική ποίηση από τον Σολωμό ως τον Ρίτσο (Επιτάφιος) και από τον Παλαμά και τον Σεφέρη ως τον Πρεβελάκη (Νέος Ερωτόκριτος) το κείμενό μας δεν φιλοδοξεί να πει περισσότερα. Ούτε υπάρχει χώρος για αναφορές στις μουσικές (ανά) συνθέσεις του ποιήματος από τον Ν. Μαμαγκάκη και άλλους, ή στις πάμπολλες θεατρικές παραστάσεις (Ευαγγελάτος κ.λπ.). Ούτε χρειάζεται να πούμε πολλά για τη συνεχή και ζωντανή ακόμη παρουσία του ποιήματος στην Κρήτη, με τις άπειρες μουσικές εκτελέσεις, όπως λ.χ. του πρόωρα χαμένου Νίκου Ξυλούρη και του Ψαραντώνη.
Για τις λογοτεχνικές «εκβλαστήσεις» του Ερωτόκριτου ας περιοριστούμε στον Σεφέρη (μια που μας οδηγεί ως τώρα) και να αναφέρουμε απλώς τον Ερωτικό λόγο (1930), μια μπαλάντα του 1931 (σε κρητικό ιδίωμα) και τη χαριτωμένη σκηνή «Αρετή και Ρωτόκριτος» στα πιπεράτα Εντεψίδικα (1961) όπου η ρομαντική σεμνότητα ανατρέπεται ανευλαβώς πλην ευφρόσυνα. Παρόμοια δημιουργική «ανευλάβεια» υπάρχει και σε ανάλογες οιονεί πορνογραφικές αναπλάσεις (μία από τις οποίες διαθέτω) του μεγάλου ποιήματος, που κυκλοφορούν ακόμη στη Σητεία.
Τριακόσια χρόνια μετά το πρώτο τύπωμά του (και σχεδόν άλλον έναν αιώνα μετά τη σύνθεσή του) ο Ερωτόκριτος θάλλει ακόμη και μας λούζει με τη χάρη του. Είναι όπως τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και η Γυναίκα της Ζάκυθος (κατά τον Σεφέρη), ένα κείμενο πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η εθνική λογοτεχνία του Ελληνισμού.
Ο κ. Γιώργης Γιαρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ