TZVETAN TODOROV
Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας
Μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου – Μαριάννα Κουτάλου
Εκδόσεις Πατάκη, 2013,
σελ. 275, τιμή 15 ευρώ
Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνεί κανείς με τον γνωστό γάλλο κοινωνιολόγο Τσβετάν Τοντορόφ ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους εξωτερικούς αλλά από τους εσωτερικούς εχθρούς της διαβάζοντας το βιβλίο του Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας. Ο ίδιος, άλλωστε, στο καταληκτικό κεφάλαιο «Το μέλλον της δημοκρατίας» συμπεραίνει ευλόγως ότι η Ιστορία δεν υπακούει σε αμετάβλητους κανόνες. Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι σήμερα αντιμετωπίζουμε τρεις, κυρίως, κινδύνους: τον μεσσιανισμό, τον υπερφιλελευθερισμό και τον λαϊκισμό. Και αυτοί αποτελούν τους τρεις άξονες του προβληματισμού του. Θα ξεκινήσω από τον τρίτο.
Ο Τοντορόφ συνδέει τον λαϊκισμό με την ξενοφοβία, τη δημαγωγία και εκείνο που καταχρηστικώς αποκαλούμε «χαρισματική προσωπικότητα». Ο λαϊκιστής δεν είναι κατά βάθος δημοκράτης –κι ας αρκείται στη γνώμη της πλειοψηφίας, την οποία φυσικά προβάλλει στον καθρέφτη της στιγμής και στον ενδόμυχο φόβο των λιγότερο μορφωμένων πολιτών για το αύριο. Είναι στην ουσία συντηρητικός, ανεξαρτήτως της ρητορικής που επιστρατεύει.
Ο ευρωπαϊκός λαϊκισμός, όπως εμφανίζεται σε δύο μεγάλες χώρες, τη Γερμανία και τη Γαλλία, συνδέεται κυρίως με τη νέα Δεξιά –αν και αυτό, θα έλεγε κάποιος, δεν είναι απολύτως σωστό. Δεν μπορεί όμως να αρνηθεί ότι ο λαϊκισμός –και κατά συνέπεια η ξενοφοβία –αναπτύσσεται εξαιτίας της «ασυγκράτητης αύξησης του ατομικισμού και της ανεξέλεγκτης επιτάχυνσης της παγκοσμιοποίησης», όπως γράφει ο Τοντορόφ. Είναι επομένως φαινόμενο αλληλένδετο και με τον υπεφιλελευθερισμό και με τον μεσσιανισμό.
Κοινωνίες-καζίνα
Ο υπερφιλελευθερισμός μετέβαλε την παγκόσμια κοινωνία σε καζίνο, όπου τα κράτη έχουν καταστεί έρμαια των μεδίκων του χρήματος και οι κοινωνίες απλά στατιστικά δείγματα της αγοράς. Αυτά έχουν τονιστεί κατ’ επανάληψη τα τελευταία χρόνια και οι προειδοποιήσεις των διανοουμένων, διεθνώς και στη χώρα μας, για το τι συνεπάγεται η κατάρρευση της κοινωνίας των πολιτών είναι πολλές και ποικίλες.
Ο Τοντορόφ όμως δίνει έμφαση και σε έναν τρίτο παράγοντα ερευνώντας τον ως φαινόμενο που παρουσιάζεται στη γεωπολιτική σφαίρα με ανησυχητική συχνότητα τις δύο τελευταίες δεκαετίες: ονομάζει τον παράγοντα αυτόν μεσσιανισμό και αναφέρεται στις στρατιωτικές επεμβάσεις των ξένων δυνάμεων στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Ευρώπη (η περίπτωση της επέμβασης του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία).
Επεμβάσεις φυσικά είχαμε πάντοτε στην ανθρώπινη Ιστορία και οι θεωρίες της ισχύος και της αντίστασης που έχουν διατυπωθεί είναι πολλές και ποικίλες. Τώρα όμως βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα: Αν παλαιότερα οι επεμβάσεις ήταν συνέπεια του Ψυχρού Πολέμου, σήμερα τα συμφέροντα που υποκρύπτουν και τα οποία είναι αποκλειστικά σχεδόν οικονομικής φύσεως χρειάζονται διαφορετική διατύπωση των προφάσεων.
Εισαγόμενο πολίτευμα
Τώρα οι επεμβάσεις πραγματοποιούνται εν ονόματι της δημοκρατίας και οι αρχιτέκτονές τους επιστρατεύουν τμήματα του λαού των χωρών όπου επεμβαίνουν. Η επιθυμία όμως για δημοκρατία δεν διοχετεύεται. Δεν υπάρχει δημοκρατία εισαγόμενη. Υπάρχουν μόνον επεμβάσεις στις οποίες η δημοκρατία λειτουργεί ως απλή πρόφαση. Οι μεγάλες δυνάμεις, όπως λέγαμε παλιά, αναλαμβάνουν έναν ρόλο που δεν τους τον ζήτησε κανείς: του μεσσία που θα επιβάλλει τη δημοκρατία, δηλαδή ένα πολιτικό σύστημα το οποίο ο μεσσίας πιστεύει πως μόνον εκείνος γνωρίζει από τι συνίσταται, πώς λειτουργεί και πώς πρέπει να εφαρμοστεί. Οι «υποδοχείς», επομένως, δεν έχουν παρά να υπακούσουν.
Ολοι αγαπούν τη δημοκρατία. Ποιος δεν θέλει να είναι ελεύθερος, να λέει άφοβα τη γνώμη του και να προβαίνει μόνος του στις επιλογές της ζωής του δίνοντας λόγο για τις πράξεις του όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και στη συνείδησή του; Αυτονόητη είναι η απάντηση: κανείς –αλλά ταυτοχρόνως κανείς δεν αγαπά τη «δημοκρατία των όπλων». Γι’ αυτό λοιπόν, κατά τον Τοντορόφ, όταν η δημοκρατία στις χώρες του Τρίτου Κόσμου είναι εισαγόμενη, λειτουργεί ως ιδεολογική φενάκη. Κατά συνέπεια ο γενικός πληθυσμός αυτών των χωρών μπορεί εύκολα να στραφεί εναντίον της. Ο φονταμενταλισμός, επομένως, είναι σε μεγάλο βαθμό συνέπεια του μεσσιανισμού.
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα όσα συμπεραίνει ο Τοντορόφ αναφερόμενος και στη λεγόμενη «Αραβική Ανοιξη». Και δεν είναι συμπτωματικό ότι ασκεί δριμύτατη κριτική στην επέμβαση της Γαλλίας και του ΝΑΤΟ στη Λιβύη –κυρίως στους λόγους για τους οποίους πραγματοποιήθηκε -, όπως και στην αντίστοιχη υποκρισία: για χρόνια η Δύση υποστήριζε το καθεστώς του Καντάφι. Οταν όμως έκρινε πως τα συμφέροντά της επέβαλλαν να το ανατρέψει, το έκανε χωρίς να διστάσει να χρησιμοποιήσει τη δημοκρατία ως πρόφαση.
Οι επιθυμίες και το μέλλον
Αν «το διεθνές δίκαιο παραμένει υποταγμένο στην εξουσία, αρκεί αυτή να έχει κύρος και ισχύ» γράφει ο Τοντορόφ, τότε ο μεσσιανισμός βλάπτει και το καλό και το δίκαιο επιβεβαιώνοντας τον λόγο του Πασκάλ πως «όποιος θέλει να παραστήσει τον άγγελο παριστάνει τον βλάκα». Το να παριστάνεις τον βλάκα συνεπάγεται βεβαίως και το να χρησιμοποιείς όχι απλώς παραπειστικά επιχειρήματα αλλά μια γλώσσα τραβεστί που αποκρύπτει τα πραγματικά σου κίνητρα. Αυτό έκαναν οι Γάλλοι στη Λιβύη χρησιμοποιώντας ό,τι ο Τοντορόφ αποκαλεί «δημοκρατικό επιχείρημα» –θέτοντάς το μάλιστα σε εισαγωγικά.
Αν «το διεθνές δίκαιο παραμένει υποταγμένο στην εξουσία, αρκεί αυτή να έχει κύρος και ισχύ» γράφει ο Τοντορόφ, τότε ο μεσσιανισμός βλάπτει και το καλό και το δίκαιο επιβεβαιώνοντας τον λόγο του Πασκάλ πως «όποιος θέλει να παραστήσει τον άγγελο παριστάνει τον βλάκα». Το να παριστάνεις τον βλάκα συνεπάγεται βεβαίως και το να χρησιμοποιείς όχι απλώς παραπειστικά επιχειρήματα αλλά μια γλώσσα τραβεστί που αποκρύπτει τα πραγματικά σου κίνητρα. Αυτό έκαναν οι Γάλλοι στη Λιβύη χρησιμοποιώντας ό,τι ο Τοντορόφ αποκαλεί «δημοκρατικό επιχείρημα» –θέτοντάς το μάλιστα σε εισαγωγικά.
Ολος ο κόσμος σήμερα υφίσταται την τυραννία των «αγορών». Η λέξη «αγορές», φυσικά, εδώ είναι ένας ευφημισμός, αφού το χρήμα δεν είναι προϊόν. Οσο για το «ατελείωτο εγκώμιο της ατομικής ελευθερίας», αυτό δημιουργεί ένα ον φανταστικό. Ο άνθρωπος δεν είναι προϊόν της ίδιας του της βούλησης, όπως διακηρύττουν οι νεοφιλελεύθεροι, αλλά «διαμορφώνεται αδιαλείπτως από το περιβάλλον».
Το γενικό συμπέρασμα που αποκομίζει κανείς ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου είναι πως η δημοκρατία δεν συνιστά κάτι αυτονόητο, ακόμη και σε χώρες με μακρά παράδοση, ενώ η εξαφάνιση των ολοκληρωτικών καθεστώτων δεν συνεπάγεται και τη διασφάλισή της. Απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση, πίστη όχι μόνο στις ατομικές αξίες αλλά και στην κοινωνία των πολιτών –και προπαντός, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πως «το μέλλον εξαρτάται από τις ανθρώπινες επιθυμίες».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ