Ο Παύλος Μάτεσις στην τελευταία σημαντική δημόσια εμφάνισή του συναντήθηκε με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και τον Κώστα Γεωργουσόπουλο στη σκηνή του Megaron Plus, στις 27 Ιανουαρίου του 2009, και συζήτησαν για το μεταπολεμικό θέατρο και την ελληνική κοινωνία. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, προλογίζοντας την ομιλία του Παύλου Μάτεσι, είπε για τα έργα του ότι προσφέρουν καημό, δάκρυ και χλεύη· αναγκαία για να μπορούμε μετά να τα χαϊδέψουμε. Στην ομιλία του –απολογία τη χαρακτήρισε ο ίδιος –ο Παύλος Μάτεσις έδωσε το προσωπικό, θεατρικό και φιλοσοφικό του στίγμα, καθόρισε τη σχέση του με τον αρχαιοελληνικό λόγο και το παγκόσμιο θέατρο, ενώ περιέγραψε και το κλίμα στο οποίο δημιούργησαν οι συνοδοιπόροι της γενιάς του. Κρατήσαμε την προφορικότητα του λόγου του Παύλου Μάτεσι, μια ψευδαίσθηση ότι είναι ακόμα ζωντανός ανάμεσά μας. Ευχαριστούμε το Megaron Plus για την παραχώρηση του ηχητικού υλικού.
Επάγγελμα συγγραφέας. Επάγγελμα το δηλώνω. Αποφεύγω τις λέξεις «τέχνη», «καλλιτέχνης» επειδή ενοικιάζονται –εκτός από την τηλεόραση και από πολλά άλλα εκτός αισθητικής σκευάσματα. Η θεατρική πράξη συνιστά τελετουργία κατά τον αγαπητό μας Βάλτερ Πούχνερ και οι τελετουργίες δεν εξηγούνται διά της λογικής. Οι τελετουργίες μόνον τελούνται. Εργο μας, και χρέος ημών των επαγγελματιών συγγραφέων, είναι να οδηγούμε προς την έκσταση. Πώς; το παραγγέλλει και ο Λογγίνος όταν λέει: «Ο,τι ξεπερνά τα συνήθη μέτρα δεν πείθει, οδηγεί το κοινό προς την έκσταση, προς τα υπερφυά». Κυριολεκτικά: «Ου γαρ εις πειθώ τους ακροωμένους αλλ’ εις έκστασιν άγει τα υπερφυά».
Στη θεατρική πράξη συντελείται μία ανθρωποθυσία. Ο ηθοποιός θυσιάζεται, σφαγιάζεται στον βωμό του ήρωα τον οποίον ερμηνεύει. Σε παλαιές χιλιετίες, προτού ο άνθρωπος εφεύρει τον τροχό, εξευμενίζει τις άγνωστες δυνάμεις, το θείον, θυσιάζοντας ό,τι πολυτιμότερο, την ανθρώπινη ζωή. Τελεί ανθρωποθυσία. Σε μετέπειτα χιλιετίες, με την ανακάλυψη του τροχού και την εξασφάλιση τροφής, ο πρόγονός μας εξακολουθεί να θυσιάζει στις άγνωστες δυνάμεις ζώα. Και όταν πλησιάζει προς τον χρυσούν αιώνα θυσιάζει προσφέροντας καρπούς της γης. Το επόμενο βήμα θυσίας είναι η γέννηση του θεάτρου. Τώρα η πράξη είναι μίμηση πράξεως. Το θέατρο λόγω αυτών των προγεννητόρων είναι σεβαστό, είναι μία από τις σεμνές ευμενίδες που θυμάται πώς κάποτε ήταν ερινύς. Το ελληνικό θέατρο ήταν πάντα πλούσιο σε θεατρικά έργα.
Σήμερα θα μιλήσω για το θέατρο μετά τον Καμπανέλλη, εποχή στην οποία κι εγώ ενέχομαι. Οι ευάριθμοι συγγραφείς αυτής της περιόδου δεν αποτελούμε ούτε σχολή ούτε ενιαίο κίνημα. Τα έργα του καθενός διαφέρουν κτυπητά από αυτά των υπολοίπων. Ομως υπάρχει σε όλα κοινή μυστική βοή, όπως αναφέρει ο Καβάφης. Εδώ ο ορθολογισμός δεν κυβερνάει. Στον ορθολογισμό τα όρια της αλήθειας είναι κοινά. Ταυτίζονται με τα όρια που θέτει η λογική απόδειξη. Στα έργα αυτά η μεγάλη τους αλήθεια δεν αποδεικνύεται, μόνον δείχνεται.

Συμπορευόμενο με έργα θεατρικά που στόχο τους είχαν την ανώδυνη ψυχαγωγία του θεατή, υποστηριζόμενα από δημοφιλείς, αγαπητούς στο κοινό, ηθοποιούς, έργα αθώα –δεν είναι υποτιμητικός ο όρος –εκεί μέσα, ξαφνικά, θριαμβικά εμφανίζονται τα θεατρικά κείμενα, με προεξάρχοντα τον Καμπανέλλη, και με αυτά ο θεατής δεν συνευρίσκεται ανώδυνα. Καθίσταται συνένοχος. Σε αυτά συνυπάρχουν ο μοντερνισμός, ο υπερρεαλισμός, το παράλογο, η εκτροπή από την καθεστηκυία θεατρική μορφή, η αλλαγή δηλαδή στη γεωμετρία της φόρμας. Συνυπάρχει το μυστηριώδες και το τρομώδες χιούμορ των πινάκων του Γκόγια της τελευταίας του παραγωγής, υπάρχει η παραφορά του κλασικού ισπανικού θεάτρου του Λόπε ντε Βέγα και του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα –κείμενα που θα ήθελα πάρα πολύ να μεταφράσω.
Δεν πρόκειται για μίμηση, ούτε για αντιγραφή. Διαλεκτικώς αναπόδραστα, θα έλεγα, οι τροχιές μας διασταυρώθηκαν μαγικά, πρόβαλλαν ομόφθογγα, είχαν όμοιο τόνο με τη λοιπή ευρωπαϊκή θεατρική γραφή. Ισως είχε φτάσει η ώρα της ωρίμανσης. Φτάσαμε στο απροσδόκητο ίσως επειδή δεν φοβηθήκαμε την τόλμη μας. Σε τούτο μάς ενθαρρύνει ο Ηράκλειτος: «Οποιος δεν προσδοκά το απροσδόκητο δεν θα το ανακαλύψει, θα παραμένει ανεξερεύνητο και απλησίαστο». Εγκαταλείψαμε ή παραγκωνίσαμε τα κοινωνικά προβλήματα, την αποτύπωση προσωπικών εμπειριών ή και πολιτικών διαταραχών της χώρας μας, ή μάλλον τα εκμεταλλευτήκαμε προκειμένου να ορθώσουμε με αυτά για πρόπλασμα ως θέμα τον ψυχικό χώρο του ανθρώπου με τη συνενοχή της φαντασίας και αίτημα την επαφή με την αιωνιότητα. Θέμα που παραμένει σύγχρονο και άλυτο από την εποχή του Ηράκλειτου.
Και πρώτα-πρώτα ξένισε η εκτροπή στη μορφή του θεατρικού μας γίγνεσθαι. Διατυπώθηκαν απορίες και ενστάσεις για την αλλαγή της γεωμετρίας της μορφής. Στα έργα μας αυτά η φωτογραφική πιστότης εγκαταλείπεται ως περιττή, έρχεται στη σκηνή η ζωγραφική πιστότης. Διαθέτουμε και τη συνηγορία του Λεονάρντο ντα Βίντσι που είπε: «Η τέχνη έχει τη δύναμη να παράγει μορφές τις οποίες η φύση δεν γνωρίζει και αδυνατεί να παραγάγει». Το υπέδαφος τώρα. Μέσα στα κείμενά μας διαφαίνονται ερωτήματα θέσης που ενυπάρχουν στους προσωκρατικούς αλλά και στον Ομηρο ή στον Ευριπίδη. Να θυμίσω εδώ ότι δεν είμαι ελληνομανής, ούτε πάσχω από ελληνολαγνεία, ούτε και τους διεκδικώ όλους αυτούς ως προγόνους μου. Είναι πρόγονοι ολόκληρης της Ευρώπης. Ορισαν την πορεία της. Αλλά ενώ η σπονδυλική στήλη του εβραϊκού, χριστιανικού και ισλαμικού πολιτισμού είναι οι θρησκείες με διαταγές και ποινές, η σπονδυλική στήλη του ελληνικού πολιτισμού δεν είναι ο Θεός αλλά η ποίηση. Στον Ομηρο, στην Ιλιάδα, η ποίηση δεν απειλεί, δεν υπόσχεται. Οι προσωκρατικοί θέτουν τον άνθρωπο ως ηγέτη της μοίρας του, παραμερίζουν σιωπηλά το θείον. Μας το αναγγέλλει πανηγυρικά και ο Πίνδαρος: «Μιας μητέρας τέκνα είμαστε, θεοί και άνθρωποι», κατά λέξη «εν ανδρών, εν θεών γένος, εκ μιας δε πνέομεν ματρός αμφότεροι». Τα έργα μας τα συνοδεύει η αποδοχή της λύπης ως αναγκαίου συστατικού της ζωής. Σε αυτό συμπαρίσταται ο Ομηρος, που λέει ότι «τα φύλλα των δέντρων είναι το γένος των ανθρώπων», αλλά και ο Ευριπίδης που αναρωτιέται «ποιος ξέρει αν η ζωή δεν είναι θάνατος, κι αν ό,τι εμείς αποκαλούμε θάνατο εκεί κάτω, δεν λέγεται ζωή». Ακόμη υφέρπει ανατριχιαστικά η ήρεμη ρήση του Θέογνη «το άριστον για τον άνθρωπο θα ήταν να μη γεννηθεί και να μη δει τις ακτίνες του ήλιου». Τα ρεαλιστικά συστατικά, τα ανταλλακτικά του θεατρικού οχήματός μας είναι το ένδυμα με το οποίο καλύπτεται ή καμουφλάρεται η ψυχή. Παράδειγμα οι ήρωες εντός ρεαλιστικού κυκλώματος του συγγενούς μας Φραντς Κάφκα. Επειδή, όπως γράφει ο Ηράκλειτος, «τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα ανακαλύψεις ποτέ, απ’ όσους δρόμους κι αν την περιτρέξεις» και επειδή τα εν λόγω έργα μας αποτελούν κατάδυση στον ψυχικό βυθό, ο οποίος είναι επίφοβος, επικίνδυνος, ανεξερεύνητος και ύπουλος, ενίοτε γι’ αυτό, ο συγγραφέας που θα επιχειρήσει αυτή την κατάδυση οφείλει να διαθέτει πνευματική ρώμη, ψυχική υγεία και ισορροπία. Είναι σφάλμα να θεωρούμε τη διαταραγμένη ψυχολογία ως ευαισθησία και ταλέντο. Φυσικά υπάρχουν και ελάχιστες εξαιρέσεις. Ο ψυχικός χώρος ως μη εξερευνήσιμος παρέχει υλικό αενάως σύγχρονο και μη εξαντλούμενο και αενάως εξελισσόμενο. Βεβαίως οι μεγάλοι του θεάτρου, όπως ο Μπέκετ, έχουν υποψιαστεί την ηρακλείτειο σκέψη, γνωρίζουν ότι η ψυχή συγγενεύει με το άπειρον –το άπειρον ως χώρος και ως χρόνος. Γιατί ο Ηράκλειτος μας λέει πάλι «ψυχή ίσον υλικά συμβαίνοντα εν εξελίξει». Των έργων μας ρυθμιστής είναι ο άνθρωπος όπως τον είδε ο Πρωταγόρας, «πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος». Ητοι ο άνθρωπος είναι το κριτήριο όλων όσων ισχύουν. Ολο αυτό το ορυχείο παραστέκει μαγικά ως θεμέλιο στο θεατρικό έργο της εποχής για την οποία ως συνένοχος μιλώ.
Και εδώ τελειώνει η απολογία μου.

Εμείς και το κοινό
Αλλος υποστηρικτής των έργων μας ήταν το κοινό. Αντέδρασε θετικά σαν να περίμενε, να προσδοκούσε αυτό το είδος θεάτρου. Και από την αρχή κοντά μας ήταν η έγκυρη θεατρική κριτική, στην οποίαν οι κρινόμενοι οφείλουμε χάριτες. Τα έργα μας παίχτηκαν σε μικρές κυρίως αίθουσες, πράγμα που απαιτεί το έργο. Το έργο θέλει τον θεατή κοντά στη σκηνή, αμήχανα κοντά στον ηθοποιό. Ορισμένα κενά στη δράση, επίτηδες αφημένα από τον συγγραφέα, τα συμπληρώνει ο θεατής και γίνεται έτσι συμμέτοχος, συνένοχος στη σύνθεση του έργου. Το βάρος του έργου το φέρει το δρων γεγονός, η δράση, ήτοι ο μύθος του έργου. Ο λόγος υπηρετεί το έργο, τον μύθο. Δεν είναι αυτοσκοπός και η καλλιλογία είναι περιττή και ενίοτε επιβλαβής. Πιστεύω, ως πρωτοπόρα, τα έργα αυτής της χρονικής φάσης προηγήθηκαν της εποχής τους και μάλλον μια νέα συνάντησή τους σήμερα με τον θεατή θα είναι ευπρόσδεκτη αλλά θα μπορούσαν και να επανακριθούν. Προσωπικά τα κρίνω ως δημιουργήματα με υψηλή πνευματικότητα και θεατρικότητα, από τα ισχυρότερα στην Ευρώπη. Εχουν καθιερώσει μέσα στο πραγματικό το ονειρικό και το φαντασιακό. Στοιχεία που ο θεατής δέχεται πλέον ως μέρος του πραγματικού. Να μην ξεχνάμε ότι στον θεατρικό λόγο μόνιμα εποπτεύει και ενεδρεύει η μουσική επειδή ο ήχος είναι η πρώτη ύλη για τον σχηματισμό της λέξης και ο ρυθμός είναι η βακτηρία της. Οσο για τη βιωσιμότητά τους βλέπω τα πρόσωπα κάθε έργου να λοξοκοιτάζουν τον συγγραφέα τους λέγοντας «άσ’ τον αυτόν, ίσως εμείς να ζήσουμε πιο πολύ από αυτόν».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ