Κατά τον σπουδαίο ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο (59 π.Χ. – 17 μ.Χ.), οι παράγοντες που έχουν σημασία σε έναν πόλεμο είναι ο αριθμός και το θάρρος των στρατιωτών, η ευφυΐα των στρατηγών και η τύχη. «Και οι Αθηναίοι δεν άφησαν τίποτε στην τύχη. Αύξησαν τον αριθμό των οπλιτών τους περιλαμβάνοντας στη φάλαγγα παλαίμαχους και δούλους. Επέλεξαν τον κατάλληλο χρόνο για να αναχωρήσουν από την Αθήνα αλλά και την προσφορότερη διαδρομή για να φθάσουν στον Μαραθώνα. Στρατοπέδευσαν στο στρατηγικότερο σημείο, μια οχυρή θέση που έλεγχε το στενό πέρασμα που οδηγούσε από τον Μαραθώνα στην Αθήνα. Και παρέσυραν τον αντίπαλο στο ευνοϊκότερο γι’ αυτούς σημείο σύγκρουσης…».
Στη μελέτη του για μία από τις μεγαλύτερες στιγμές ανδρείας, θάρρους και στρατηγικής ευφυΐας των Αθηναίων, τη Μάχη του Μαραθώνα, ο φιλόλογος – ιστορικός Χρήστος Διονυσόπουλος, αφού αναμετρηθεί με όλες τις αρχαίες πηγές, παραθέτει τα δικά του, σχολαστικά αιτιολογημένα συμπεράσματα για τη διεξαγωγή της.
Σε αντίθεση με άλλους ερευνητές που αναλώνονται κυρίως στο πριν και στο μετά της μάχης, αναλύοντας το ιστορικό πλαίσιο μάλλον παρά αυτό καθαυτό το γεγονός, ο Χρ. Διονυσόπουλος επιχειρεί μια κατάδυση στο πλήθος των ετερόκλητων και συχνά αλληλοσυγκρουόμενων αρχαίων πηγών προκειμένου να εξαγάγει την πλησιέστατη προς την αλήθεια απάντηση. Η ρήση του Εντγκάρ Μορέν «η βεβαιότητα ότι γνωρίζουμε την αλήθεια επ’ ουδενί αποτελεί εγγύηση έναντι της πλάνης» είναι το μότο του βιβλίου, προφανέστατα όμως και του συγγραφέα από αρχής μέχρι τέλους αυτής της μελέτης.
Βάση ο Ηρόδοτος
Η συνοπτική αφήγηση του Ηροδότου λαμβάνεται ως βάση, ενώ οι δευτερεύουσες γραπτές πηγές αξιολογούνται διεξοδικά και συγκριτικά προκειμένου να διαπιστωθεί η ακρίβειά τους. Γρίφοι προκύπτουν όμως ανά πάσα στιγμή. Για παράδειγμα, όσον αφορά το δυναμικό των δύο στρατών: κατά τον Ηρόδοτο οι Αθηναίοι ήταν «ολίγοι», οι Πλαταιείς τους συνέδραμαν «πανδημεί», ενώ «πεζόν στρατόν πολλόν τε και εσκευασμένον» είχαν οι Πέρσες, η μεταφορά του πεζικού και του ιππικού τους είχε γίνει με 600 τριήρεις και, τέλος, οι απώλειές τους ανήλθαν σε περίπου 6.400 άνδρες. Δηλαδή; Απαιτήθηκαν λεπτομερείς συγκρίσεις, συσχετισμοί και αναλύσεις προτού ο συγγραφέας του εξάγει το ασφαλές συμπέρασμα ότι στον Μαραθώνα περί τις 10.000 Ελληνες ήρθαν αντιμέτωποι με 90.000 Πέρσες (πεζούς, ιππείς και τοξότες).
Η έλλειψη λεπτομερειών στην περιγραφή του Ηροδότου, η αποσιώπηση στοιχείων, λέξεις και φράσεις που παραπλανούν, έχουν δημιουργήσει σωρεία προβλημάτων. Ετσι δεν είναι περίεργο ότι ο χρόνος (έτος, μήνας, ημέρα και ώρα), η χρονική διάρκεια της μάχης, η αναχώρηση των Περσών και η άφιξή τους στο Φάληρο είναι όλα ανοιχτά. Το ίδιο και τα σχέδια της μάχης, η διάταξη των παρατάξεων, το αρχικό σημείο της συμπλοκής, οι φάσεις της αναμέτρησης, οι απώλειες, ο χρόνος και ο τόπος της ταφής των πεσόντων.
Τριών ωρών μάχη
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι Αθηναίοι ρίχτηκαν στον εχθρό όταν τα άλογα ήταν στους στάβλους γιατί έτσι δεν θα είχαν να αντιμετωπίσουν και το ιππικό. Χρησιμοποίησαν πρώτοι αυτοί την τακτική της δρομαίας εφόδου στα τελευταία 200 μέτρα πριν από τη σύγκρουση για να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των τόξων. Οσο για την παράταξη του στρατού, ο Μιλτιάδης επέλεξε την ενίσχυση των δύο πτερύγων με την εξασθένηση, αντίθετα, του κέντρου ώστε την κατάλληλη στιγμή να περικυκλώσει τον ισχυρό κεντρικό πυρήνα των Περσών.
Γνωρίζοντας εξάλλου ότι οι έλληνες φαλαγγίτες πλεονεκτούσαν σε οπλισμό και πειθαρχία, επεδίωξε να γίνει η συμπλοκή αποκλειστικά εκ του συστάδην, δηλαδή σώμα με σώμα. Οταν η μάχη άρχισε ήταν 12 Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ., ώρα 5 το απόγευμα κατά τον συγγραφέα –εν αντιθέσει προς άλλους ερευνητές που θεωρούν ότι άρχισε το πρωί. Τελείωσε τρεις ώρες αργότερα.
«Μπορεί από τους Πέρσες να θεωρήθηκε ο Μαραθώνας ένα πολεμικό συμβάν δευτερεύουσας σημασίας, αφού ο κύριος στόχος της εκστρατείας τους, η κυριαρχία στο Αιγαίο, είχε επιτευχθεί, αυτή η νίκη όμως διέλυσε τον μύθο των αήττητων Περσών, ένωσε τους Ελληνες ώστε να αντιμετωπίσουν αργότερα τον κοινό εχθρό στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές και να σώσουν την Ελλάδα» καταλήγει ο συγγραφέας. ‘Η, όπως σημειώνει ο μεγάλος ιστορικός Νίκολας Χάμοντ, «με αυτή την έννοια η μάχη του Μαραθώνα ήταν ένα αποφασιστικό γεγονός στην ιστορία του κόσμου».

Δύο μαραθωνοδρόμοι
Οι αγγελιοφόροι ήταν δύο. Ετρεξαν σε διαφορετικούς χρόνους, είχαν διαφορετικές αποστολές, ακολούθησαν διαφορετικές διαδρομές και είχαν διαφορετική τύχη. Αναφερόμενος στην ιστορία του μαραθωνοδρόμου και στον μύθο που τον περιβάλλει ο Χρήστος Διονυσόπουλος καταρρίπτει κατ’ αρχάς την ιστορία του Φιλιππίδη ή Φειδιππίδη ως αγγελιοφόρου της νίκης –στην πραγματικότητα ήταν ο άνθρωπος που εστάλη στους Σπαρτιάτες για βοήθεια –και, αφού ελέγξει εξονυχιστικά τις πηγές, ανασύρει από την Ιστορία δύο άλλα ονόματα.
Ηταν ο Ευκλής, αυτός που εστάλη μετά τη μάχη με ολόκληρο τον οπλισμό του στην Αθήνα, όπου έφθασε περί τις 12 τη νύχτα και αφού μονολεκτικά έδωσε το μήνυμα της νίκης ξεψύχησε. Και ήταν ο Θέρσιππος ο δεύτερος αγγελιοφόρος που το επόμενο πρωί έστειλαν οι Αθηναίοι, φυσικά χωρίς οπλισμό, ώστε να τρέχει γρήγορα για να ενημερώσει την πόλη για τον κίνδυνο που διέτρεχε από τους Πέρσες, οι οποίοι είχαν αποπλεύσει από τον Μαραθώνα με κατεύθυνση το Φάληρο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ