Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα σχετικά νέο κράτος. Πήρε την ανεξαρτησία της το 1960, ως προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα σε πολλούς παράγοντες: τις δύο κοινότητες του νησιού, τις δύο μητρικές χώρες, την Ελλάδα και την Τουρκία, και φυσικά την αποικιακή δύναμη, τη Μεγάλη Βρετανία. Η καλή και απροκατάληπτη κατανόηση του παρελθόντος μας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αναγκαία ορθοκρισία ηγεσίας και λαού που θα επιτρέψει στην Κύπρο να ανακτήσει την εδαφική της ακεραιότητα και δι’ αυτής να αποκαταστήσει μια ανεξαρτησία που δεν θα είναι υποθηκευμένη στο παρελθόν. Χωρίς τις προϋποθέσεις αυτές η Κύπρος δεν μπορεί να εξελιχθεί σε μια αρμονική κοινωνία. Θα παραμένει μια κοινωνία ασταθής, «εν βρασμώ».
Το βιβλίο του Βασίλη Πρωτοπαπά για την πριν από την ανεξαρτησία εκλογική ιστορία της Κύπρου αποτελεί μεγάλη συμβολή στην κατεύθυνση αυτή. Ενώ αφορά το παρελθόν, συμβάλλει όσο λίγα στο να κατανοήσουμε το παρόν της πολιτικής ζωής στην Κύπρο. Το βιβλίο επισκοπεί τη διοίκηση και τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων από την oθωμανική περίοδο και επικεντρώνεται στην περίοδο της Αγγλοκρατίας.
Ο αναγνώστης θα μάθει για το νομοθετικό συμβούλιο, τα εκλογικά δικαιώματα και τις εκλογές που θεσμοθέτησαν οι Βρετανοί ήδη από το 1883, μερικά μόνο χρόνια μετά την απόκτηση του νησιού. Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι η παραχώρηση του δικαιώματος των εκλογών από τότε, παρά τους περιορισμούς που αναπόφευκτα υπάρχουν, εκκινεί, ουσιαστικά, τη σύγχρονη πολιτική ζωή, όταν ακόμη το δικαίωμα αυτό ήταν ανύπαρκτο στις πλείστες άλλες χώρες του κόσμου.
Η ένωση, το ΑΚΕΛ και η Εκκλησία
Εξάλλου, το βιβλίο εκθέτει πολύ καλά πώς οι μηχανισμοί πολιτικής και κοινωνικής αυτοοργάνωσης, που ενεργοποιήθηκαν με την απόκτηση εκλογικών δικαιωμάτων, διασταυρώθηκαν με τον ελληνικό αλυτρωτισμό και έκαναν την ένωση με την Ελλάδα βασικό άξονα της πολιτικής συμπεριφοράς από το τέλος του 19ου αιώνα ως και την τουρκική εισβολή του 1974. Από αίτημα η ένωση μετατρέπεται σε κίνημα που διαπερνά την ελληνοκυπριακή κοινότητα στο σύνολό της. Με αναφορά σε αυτό σχηματίζονται και ανασχηματίζονται διαρκώς παρατάξεις, κόμματα, πρωτοβουλίες και αναδεικνύονται ηγέτες και ηγετίσκοι, παράγοντες και παραγοντίσκοι.
Κυρίαρχη δύναμη που συνέχει την πολιτική οργάνωση και τη συμμετοχή στις εκλογές είναι η δέσμευσή τους ότι αγωνίζονται για την ένωση. Ολα λειτουργούν υπό την καθοδήγηση της «Εθναρχούσας Εκκλησίας» και της λεγόμενης «ιθύνουσας τάξης», που αναφέρεται σε ορισμένες αστικές οικογένειες του νησιού. Εξάλλου, παράλληλα με την ισχυρή αυτή κατεύθυνση, η κοινωνία διασταυρώνεται με τα πολιτικά, τα κοινωνικά και τα εργατικά κινήματα της εποχής, και έτσι δημιουργούνται κόμματα ή κινήσεις.
Κυρίαρχο όμως κόμμα που διαφοροποιείται από τα άλλα είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, που δημιουργείται στις αρχές του 20ού αιώνα και μετεξελίσσεται στο ΑΚΕΛ το 1941. Εν τέλει, όλα τα προς την ένωση ευθυγραμμισμένα κόμματα ευθυγραμμίζονται με μια τάση υπό την Εκκλησία, κυρίως με την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ στην ηγεσία της. Το ΑΚΕΛ, από την άλλη, διατηρεί τον κοινωνικό και διεθνιστικό του χαρακτήρα αλλά ενσωματώνει, κατά καιρούς, τον ενωτικό προσανατολισμό της άλλης παράταξης.
Εθνικιστικός λαϊκισμός
Ο Β. Πρωτοπαπάς μάς εξηγεί καθαρά γιατί, ατυχώς, ο προσανατολισμός αυτός απορρίπτεται από την άλλη παράταξη εξαιτίας δύο παραγόντων: της κατάληξης του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και της ανάληψης της ηγεσίας της ΕΟΚΑ από έναν από τους πρωτεργάτες του Εμφυλίου, τον Γρίβα. Εκτοτε η πολιτική ζωή παραμένει κατακερματισμένη στην Κύπρο. Η λεγόμενη εθνική παράταξη αναδιοργανώνεται σε διάφορα κόμματα που διαγκωνίζονται για το πιο είναι το πιο εθνικά σκεπτόμενο και πολιτευόμενο, με διαρκή διαβολή των άλλων. Το ΑΚΕΛ, από την άλλη, ήταν και παραμένει διχασμένο ανάμεσα σε μια κοινωνικά προσανατολισμένη σοσιαλιστική προσέγγιση των θεμάτων και στον φόβο της ενοχοποίησης ότι δεν είναι επαρκώς εθνικά προσανατολισμένο.
Η Ελλάδα, περισσότερο παλαιότερα παρά τώρα, παρέμεινε δέσμια της ίδιας δυναμικής και των ίδιων αδυναμιών. Ετσι, κατά κάποιον τρόπο επανεισήγαγε κατά καιρούς τον δικό της Εμφύλιο από την Κύπρο. Ετσι, ο εθνικιστικός λόγος περισσεύει και στις δύο χώρες. Ξεχνούμε ότι η έξαρση του εθνικιστικού λαϊκισμού συχνά ακολουθείται από μια εθνική καταστροφή. Δεν αρκεί να ευχηθούμε να μην έρθει και τώρα μια καταστροφή. Πρέπει να την προλάβουμε.
Εξάλλου, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι, παρά τον χρόνο που διανύθηκε από την Αγγλοκρατία ως σήμερα, και παρά βέβαια τις διαφορές των εποχών, κάποιες ομοιότητες επιμένουν να μας θυμίζουν πόσο ίδιοι έχουμε παραμείνει: η γενική κατανομή των ποσοστών σε 60%-40%, περίπου, ανάμεσα αφενός στα διάφορα συστατικά της Δεξιάς και αφετέρου στην Αριστερά, παραμένει βασικά αμετάβλητη. Οι υπόγειες διαδρομές δεν έχουν αλλάξει πολύ. Παρόμοια παραμένει η μεθοδολογία της προσέλκυσης ψήφων: απευθύνεται στο θυμικό παρά στον νου, καταστροφολογεί αντί να προτείνει δημιουργικές λύσεις και έχει τη συκοφαντία στην ημερήσια διάταξη.
Το βιβλίο του Βασίλη Πρωτοπαπά προσφέρει πολλά μαθήματα για τα καλά αλλά και τις αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος. Και μολονότι ογκώδες, είναι πολύ καλογραμμένο. Ελπίζω ότι πολίτες και πολιτικοί θα το διαβάσουν με προσοχή και θα το χρησιμοποιήσουν ως αφετηρία αναλογισμού για το τι έχουμε, τι θέλουμε και τι λείπει στη δημόσια ζωή μας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ