Σε μια εκρηκτική κορύφωση της σπασμωδικότητας με την οποία αντιμετωπίζει τα προσωπικά της αδιέξοδα η Ντίνα περιφέρεται σε ερημική τοποθεσία και αποφασίζει να απαλλαγεί από τα περιττά φορτία: σπάζει το κινητό της, καταστρέφει την κάρτα SIM, σχίζει λίγα χαρτονομίσματα που της έχουν απομείνει, καθώς και την αστυνομική και φοιτητική της ταυτότητα. Τέλος, πετά ολόκληρο το πορτοφόλι της. Αμέσως, όμως, το μετανιώνει: «Μετά από δεκαπέντε – είκοσι μέτρα, το σκέφτηκε καλύτερα και γύρισε βιαστικά προς τα πίσω. Ανοιξε το πορτοφόλι και έβγαλε τη VISA. Ο,τι και να γινόταν, θα ήταν ολόκληρη ιστορία να την εκδώσει, ιδίως τώρα που ήταν χωρίς άλλα χαρτιά. Εδώ είπε να κάνει τη ζωή της πιο εύκολη, όχι να μπλέξει παραπάνω».
Η σκηνή αποτελεί μια από τις πιο καίριες αποτυπώσεις του χαρακτήρα της ηρωίδας – αλλά και δείγμα της αγαπητικής ειρωνείας με την οποία ο συγγραφέας την αντιμετωπίζει. Το κείμενο εκτυλίσσεται στη Φιλοσοφική Σχολή της Κρήτης στο εαρινό εξάμηνο του 2009. Εχει προηγηθεί η «εξέγερση» του Δεκέμβρη. Φόντο του μυθιστορήματος αποτελεί ένας φοιτητόκοσμος στον οποίο αναγνωρίζουμε όλες τις αποχρώσεις της Αριστεράς, από τον μεταρρυθμιστικό ορθολογισμό ως τις φαιοκόκκινες εκδοχές των μπάχαλων.
Η Ντίνα κινείται σε αυτό το περιβάλλον, αλλά δεν μετέχει – στην πραγματικότητα δεν μετέχει πουθενά. Είναι απλώς εύστροφη, γρήγορη και αδίστακτη. Αναζητεί διαρκώς εντάσεις, τις οποίες όμως σπάνια συναντά, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να τις παράγει από μόνη της. Σχεδόν πάντα το καταφέρνει, εκμεταλλευόμενη τη βασική προϋπόθεση της ακραίας αποτελεσματικότητάς της: είναι εκρηκτικά όμορφη. Χωρίς αυτό το προσόν θα αποτελούσε ένα απλό ψώνιο, μια περιθωριακή και αδιάφορη προβληματική προσωπικότητα.
Δευτεραγωνιστής του έργου, ο πατέρας της, ο Αντώνης. Ιδιοκτήτης συνοικιακής πιτσαρίας και χήρος, έχει αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ικανοποίηση των υλικών επιθυμιών της κόρης του. Η Ντίνα τού παραχωρεί μόνο έναν ρόλο χορηγού – χωρίς αυτό να παραγράφει την ανάγκη της για πατρική αναγνώριση ούτε τα αισθήματα μίσους για την κακομεταχείριση που κατά καιρούς υφίστατο η νεκρή μητέρα της. Και εκείνος, έτοιμος πάντα να εξαπολύσει τις χειρότερες ύβρεις, αιωρείται ανάμεσα στον αφόρητο εκνευρισμό που του προκαλούν τα καμώματά της και σε ένα μείγμα τύψεων, πατρικών ενστίκτων και μικροαστικού καθωσπρεπισμού.
Με αυτή την έννοια το Εαρινό εξάμηνο είναι ένα καίρια πολιτικό μυθιστόρημα. Οχι επειδή επικεντρώνεται σε κινήσεις και διαμάχες πολιτικών συλλογικοτήτων, αλλά επειδή τις αποφεύγει. Ο Γιώργος Στόγιας τοιχογραφεί έτσι τη βαθιά πολιτική διαδικασία με την οποία η «γενιά της μεταπολίτευσης» δίνει τη θέση της στη «γενιά του Δεκέμβρη». Στην κληρονομιά της αριστερο-λαϊκής κενόλογης αρλούμπας η Ντίνα αντιτάσσει τη δική της ιδιοτελή αγανάκτηση: δεν ελπίζει, δεν πιστεύει, δεν πληρώνει. Δικαιούται έτσι μια εξέχουσα θέση στη μελλοντική πινακοθήκη αυτής της γενιάς.
Το Εαρινό εξάμηνο είναι ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα. Η δημοσίευσή του ξεκίνησε τμηματικά στο Διαδίκτυο τον Φεβρουάριο και ολοκληρώθηκε στις αρχές Ιουλίου. Δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Παρασκευή, ο Γιώργος Στόγιας ανέβαζε ένα κεφάλαιο. Ο συγγραφέας δεν ακκίζεται ούτε εμφανίζεται ως πρωτοπόρος μιας ηλεκτρονικής επανάστασης: «Δεν το έκανα επί τούτω. Καθώς το έγραφα, το φανταζόμουν σαν βιβλίο. Οταν τελείωσα, το έστειλα διαδοχικά σε τρεις μεγάλους εκδοτικούς οίκους και έναν μικρό. Ετσι πέρασαν έξι μήνες. Βαρέθηκα τη διαδικασία, έχω κι άλλες δουλειές». Βέβαια, η σταδιακή ηλεκτρονική δημοσίευση έδωσε την ευκαιρία στον moican να συμβάλει με την εξαιρετική εικονογράφηση και στον Αντώνη Τσαγκάρη να συνθέσει μουσικά κομμάτια που συνοδεύουν το κείμενο – το οποίο ούτως ή άλλως συνομιλεί αδιάκοπα με τη ροκ μουσική.
Το Εαρινό εξάμηνο έχει ήδη ολοκληρώσει την ηλεκτρονική διαδρομή του εξακολουθώντας να βρίσκει απήχηση και ανταπόκριση. Είναι αδιανόητο να μη βρει τελικά, μέσω του ελληνικού εκδοτικού χώρου, και μια δίοδο προς τα βιβλιοπωλεία. Εξάλλου και ο γράφων σε μορφή έντυπης εκτύπωσης το απόλαυσε.

Ο κ. Παναγιώτης Θανασάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ