Πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα; Υπάρχουν πολλές απαντήσεις στο συγκεκριμένο ερώτημα και ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ (γεννημένος το 1949 στη Χιχόν της Ισπανίας), ο αποκαλούμενος και ΡΙΤ, ο πολιτογραφημένος μεξικανός συγγραφέας, ιστορικός και δημοσιογράφος, θεμελιωτής της νέας λατινοαμερικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας, μας δίνει μία από αυτές: ενίοτε γράφεται κατά παραγγελία ή λόγω κάποιου ιστορικού γεγονότος.
Το 1992 γιορτάζονταν στον ισπανόφωνο κόσμο τα 500 χρόνια από την άφιξη του Χριστόφορου Κολόμβου στην Αμερική. Επισήμως, επρόκειτο για την «ανακάλυψη της Αμερικής» την οποία οι Ιθαγενείς αποκαλούν «κατάκτηση». Κάτι πολύ θετικό για τους Ισπανούς, αλλά αρκετά αρνητικό για όσους υπέστησαν δεινά και συμφορές από τους κονκισταδόρες. Ο Τάιμπο λοιπόν δέχτηκε την πρόταση της Ισπανικής Τηλεόρασης να γράψει μια σχετική εκπομπή που αργότερα μετατράπηκε σε μυθιστόρημα της σειράς με τον μονόφθαλμο ιδιωτικό ντετέκτιβ Εκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, το τρόπον τινά alter ego του συγγραφέα.
Εδώ ο 40χρονος ήρωας αναλαμβάνει να ταξιδέψει στη Μαδρίτη και να δώσει ένα μήνυμα στη Μαύρη Χήρα, μια τραγουδίστρια λαϊκών ασμάτων, ερωμένη ενός πρώην προέδρου του Μεξικού, η οποία κατέχει ένα κλεμμένο έργο τέχνης, τον χρυσό θώρακα του Μοκτεσούμα, του τελευταίου αυτοκράτορα των Αζτέκων, βάρους έξι κιλών. Το μήνυμα είναι σαφές: δεν μπορούν να τον πουλήσουν γιατί θα γίνει σκάνδαλο• πρέπει να τον επιστρέψουν στο μουσείο απ’ όπου κλάπηκε.
Ενας Μεξικανός στην Ισπανία
Ο Σάυν πηγαίνει λοιπόν στην ισπανική πρωτεύουσα, για πρώτη φορά στη ζωή του, και βλέπει πως η πόλη για την οποία του μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια οι γονείς του, που έφυγαν από την Ισπανία την εποχή του στρατηγού Φράνκο, δεν έχει καμία σχέση με αυτή που βλέπει ο ίδιος. Εξάλλου, υποφέρει από το τσουχτερό κρύο και τον παγωμένο άνεμο (στην Πόλη του Μεξικού το κλίμα είναι εύκρατο), βλέπει χιόνι, που νομίζει πως με αυτό οι άνθρωποι παίζουν.
Ακόμη διαπιστώνει ότι ορισμένες λέξεις έχουν εδώ διαφορετική σημασία από εκείνη που έχουν στο Μεξικό. Επίσης, ξέρει ότι η Μαδρίτη έχει έναν ποταμό, τον Μανθανάρες, και μία γέφυρα αυτοκτονιών, μα κανείς δεν πέφτει πλέον για να αυτοκτονήσει. Υπάρχει έντονη νυχτερινή ζωή με μεθυσμένους και τραβεστί ως τα χαράματα, κάτι αδιανόητο για τους Μεξικανούς.
Στην πόλη ο ήρωας συναντά τη Μαύρη Χήρα, τον σύντροφό της και την παρέα του (άραβες σωματέμποροι, καταλανοί επιχειρηματίες σαμπάνιας), που χαρτοπαίζουν• δέχεται την επίθεση μιας συμμορίας αλητών που τον ληστεύουν στη μέση του δρόμου και αυτός παίρνει τα λεφτά του πίσω κοπανώντας τους με ένα σφυρί• βλέπει μια κοπέλα να πέφτει από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου…
Οπως σε όλα τα βιβλία με τις περιπέτειες του Μπελασκοαράν Σάυν, έτσι και εδώ, παρά το γεγονός ότι ο ήρωας δρα στη Μαδρίτη, πρωταγωνίστρια είναι η Πόλη του Μεξικού, η πρωτεύουσα του Μεξικού, δηλαδή η Ciudad de Mexico. Ο Τάιμπο μεταφέρει στην Ευρώπη τις εικόνες από την αγαπημένη του πόλη – μεγάλη, όμορφη και χαοτική: τους πλανόδιους εφημεριδοπώλες, τους πάγκους με τις τυρόπιτες, τα ποδήλατα με το τυπωμένο χαρτί στη σέλα τους, τους νεαρούς που παίζουν μπάλα στη μέση του δρόμου.
Μας μεταφέρει επιπλέον τις μυρωδιές της: το άρωμα από χοιρινό με πράσινη σάλτσα, την αψιά μυρωδιά της βενζίνης, το άρωμα από τους χυμούς πορτοκαλιού. Αυτή την πόλη τη νοσταλγεί κι ας βρίσκεται πάντα στα πρόθυρα τα κρίσης, μια πόλη που εκπέμπει συνεχώς σήματα απελπισίας υψηλού κινδύνου. Περιπλανώμενος στη Μαδρίτη ανακαλύπτει ότι αυτή η άλλη πόλη αυτοθαυμάζεται, ότι όλοι θεωρούν τον εαυτό τους πανέξυπνο και ότι όλοι πιστεύουν πως σύντομα θα γίνουν πλούσιοι.
Κακοί οι Αζτέκοι, κάκιστοι οι Σπανιόλοι
Ο συγγραφέας, που έχει γράψει τη βιογραφία του Ερνέστο Γκεβάρα, γνωστότερου ως Τσε, και το μυθιστόρημα Ανήσυχοι νεκροί μαζί με τον υποδιοικητή Μάρκος, πιστεύει ότι το Μεξικό λεηλατείται από τους πολιτικούς του, ιδίως εκείνους του Επαναστατικού Θεσμικού Κόμματος (PRI), οι οποίοι είναι διεφθαρμένοι και ανελέητοι. Παράλληλα εκφράζει προβληματισμούς σχετικά με τους Αζτέκους, τους τελευταίους κυρίαρχους του Μεξικού πριν από την έλευση του Ερνάν Κορτές και των Ισπανών του («τσούρμο κυνηγών κεφαλών, κλέφτες χρυσαφιού»), οι οποίοι τυραννούσαν τους γειτονικούς λαούς.
Κακοί, συμπεραίνει, οι Αζτέκοι, χειρότεροι οι Σπανιόλοι. Για το ζήτημα της ισπανικής αποικιοκρατίας είναι καυστικός. Θεωρεί ότι δεν υπάρχει ίχνος δόξας στην «ανακάλυψη», υπάρχουν μόνο φρικαλεότητες και σφαγές σε περιτύλιγμα «από εξωτική μαγεία». Για ακόμη μία φορά ο αναγνώστης διαπιστώνει την ικανότητα του Τάιμπο να αφηγείται σκοτεινές ιστορίες απολύτως πολιτικές και ταυτόχρονα βλέπει τη δεξιοτεχνία του στο να τις διανθίζει με καλής ποιότητας χιούμορ, καθιστώντας τες ευτράπελες, σχεδόν σουρεαλιστικές. Αυτή είναι και η διαφορά του από τους άλλους συγγραφείς νουάρ αναγνωσμάτων: μπορεί να μιλάει για θέματα σοβαρά με ανάλαφρο τρόπο.
Διχασμένος ανάμεσα σε δύο πατρίδες
Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματός του ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ επιχειρεί να προβληματίσει τους αναγνώστες του συνδυάζοντας την Ιστορία με την πολιτική. Διότι είναι κυρίως πολιτικός συγγραφέας και χρησιμοποιεί – όπως πολλοί άλλοι ομότεχνοί του στην Ευρώπη και αλλού – την αστυνομική πλοκή για να μιλήσει για καθημερινά προβλήματα των ανθρώπων. Θυμίζουμε ότι ζει στο Μεξικό από το 1958 και κατά κάποιον τρόπο είναι διχασμένος ανάμεσα σε δύο πατρίδες, την Ισπανία και το Μεξικό.
Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματός του ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ επιχειρεί να προβληματίσει τους αναγνώστες του συνδυάζοντας την Ιστορία με την πολιτική. Διότι είναι κυρίως πολιτικός συγγραφέας και χρησιμοποιεί – όπως πολλοί άλλοι ομότεχνοί του στην Ευρώπη και αλλού – την αστυνομική πλοκή για να μιλήσει για καθημερινά προβλήματα των ανθρώπων. Θυμίζουμε ότι ζει στο Μεξικό από το 1958 και κατά κάποιον τρόπο είναι διχασμένος ανάμεσα σε δύο πατρίδες, την Ισπανία και το Μεξικό.
Κάθε καλοκαίρι ο Τάιμπο πηγαίνει στη Χιχόν, τη γενέτειρά του, στην περιοχή των Αστουριών, και διοργανώνει την περίφημη Semana Negra, τη Μαύρη Εβδομάδα, ένα ούτως ειπείν φεστιβάλ αστυνομικής λογοτεχνίας με συμμετοχή νουάρ συγγραφέων απ’ όλον τον κόσμο. Η πολιτική έχει σημαδέψει και τη ζωή του. Ως φοιτητής συμμετείχε στο κίνημα που ξέσπασε στην Πόλη του Μεξικού το 1968 (τη νύχτα της 2ας Οκτωβρίου, δέκα ημέρες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στο Μεξικό), που οδήγησε στη λεγόμενη Σφαγή του Τλατελόλκο, όταν η Αστυνομία άνοιξε πυρ κατά σπουδαστών και πολιτών που διαδήλωναν κατά της κυβέρνησης του προέδρου Γκουστάβο Ντίας Ορντάς. Ο αριθμός των νεκρών δεν έγινε ποτέ γνωστός, αλλά ίσως ήταν μερικές εκατοντάδες, δεδομένου ότι υπάρχουν και αρκετοί εξαφανισμένοι.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ