Την περασμένη Κυριακή η μεγάλη λαϊκή εφημερίδα της Γερμανίας «Bild» γιόρτασε τα εξηκοστά της γενέθλια. Ανάμεσα στους εκλεκτούς προσκεκλημένους ήταν και ο Γκίντο Βεστερβέλε. «Στο ζήτημα της Ελλάδας», είπε ανάμεσα στους επιβαλλόμενους για μια τέτοια περίσταση επαίνους ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών, «η «Bild» δεν είχε και τόσο καλή πυξίδα. Ολόκληρη η σύνταξη θα έπρεπε να κάνει μία φορά για έναν μήνα διακοπές στην Ελλάδα».
Η «Bild» είναι ένα ιδιότυπο παραδημοσιογραφικό φαινόμενο. Δεν περιγράφει τη Γερμανία. Σκοπός της είναι να διαμορφώνει τη Γερμανία, γι’ αυτό προκαλεί τόση άπωση και τόση έλξη ταυτόχρονα. Μόλις πέρυσι με την ανένδοτη αρθρογραφία της για ένα ύποπτο ιδιωτικό δάνειο ανάγκασε τελικά τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κρίστιαν Βουλφ να παραιτηθεί.
Αν οι εκστρατείες της «Bild» έχουν νόημα μόνον όταν δικαιώνονται, μόνον όταν συνδιαμορφώνουν την πολιτική, τότε η εκστρατεία της κατά της δημοσιονομικής διάσωσης της Ελλάδας στις αρχές του 2010 απέτυχε στον βαθμό που η Αθήνα προσέφυγε στους νεοσύστατους μηχανισμούς στήριξης της ΕΕ. Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα μελέτης για την ελληνική εκστρατεία της «Bild» που έκαναν δύο αναλυτές, ο πολιτικός επιστήμονας Χανς-Γιούργκεν Αρλτ και ο δημοσιογράφος Βόλφγκανγκ Στορτς, επί σειρά ετών αρχισυντάκτης της αριστερής εφημερίδας «Frankfurter Rundschau». Δεδηλωμένος σκοπός της εμπειρικής αυτής έρευνας, που εκδόθηκε από το πολιτικό ίδρυμα του Συνδικάτου Μετάλλου Οτο Μπρένερ, είναι να ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση αμφισβήτησης της «Bild», η οποία θεωρείται από πολλούς «το γερό άτι στο αλώνι» των γερμανικών ΜΜΕ.
Σε καμία περίπτωση ένα έντυπο που πουλάει καθημερινά 2,5 εκατομμύρια φύλλα δεν μπορεί να διακυβεύσει την κυκλοφορία του διαδίδοντας καθαρά ψεύδη. Μπορεί όμως να καλλιεργεί και να προβάλλει μύθους που στηρίζονται σε έναν κόκκο αλήθειας. Οταν όλα πάνε στραβά, η «Bild» επικαλείται αυτόν τον πραγματικό πυρήνα για να διασώσει την αξιοπιστία της. Στην περίπτωση της Ελλάδας ο κόκκος ήταν ο εξής: το Ελληνικό Δημόσιο βρισκόταν ενώπιον στάσης πληρωμών, η Ελλάδα δαπανούσε επί δεκαετίες περισσότερα απ’ όσα παρήγε, η διάσωσή της θα κόστιζε πολλά στην ΕΕ και βεβαίως στη Γερμανία, η Ελλάδα είχε μπει στην ευρωζώνη επί τη βάσει παραποιημένων στοιχείων.
Για την «ελληνική ιστορία» της «Bild» τα στοιχεία αυτά ήταν αρκετά. Οι υπόλοιποι παράγοντες της κρίσης, η τοκογλυφική επίθεση των αγορών, τα τεράστια χρέη πολλών ευρωπαϊκών χωρών και οι δομικές αδυναμίες της ευρωζώνης, δεν της χρειάζονταν, γι’ αυτό και αποσιωπήθηκαν.

Για να είναι τέλεια μια μυθοπλασία της «Bild» θα πρέπει να έχει στη διάθεσή της και ένα παλιό στερεότυπο που να μπορεί να το αναθερμάνει. Στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν το κλισέ του «χουζούρη και γλεντζέ Ελληνα». Ετσι το στόρι ήταν ολοκληρωμένο και εκσφενδονίστηκε στην αγορά με το πρώτο σχόλιο της εφημερίδας για την ελληνική κρίση στις 30 Ιανουαρίου 2010. Χονδρικά έλεγε στον απλό Γερμανό ότι οι τεμπελχανάδες και κακομαθημένοι Ελληνες θέλουν να του φάνε τις οικονομίες και απαιτούσε από το Βερολίνο να μη δώσει ούτε σεντ για τη διάσωση της Ελλάδας. Εκτοτε και κατά παράβαση κάθε στοιχειώδους δημοσιογραφικής δεοντολογίας οποιοδήποτε στοιχείο δεν εξυπηρετούσε αυτή τη μυθοπλασία δεν είχε την παραμικρή θέση στην αρθρογραφία της «Bild». Ειδικά το τρίμηνο Μαρτίου – Μαΐου η καμπάνια της κορυφώθηκε με 121 άρθρα για την Ελλάδα, 12 συνεντεύξεις και 48 φωτογραφίες.
Πέρα από κάθε δεοντολογία είναι και η εκμετάλλευση των συνεντεύξεων από την «Bild». Δύο κατηγορίες συνομιλητών χρησιμοποιήθηκαν για την ελληνική καμπάνια, τρανταχτά ονόματα της πολιτικής και της οικονομίας που είχαν φυσικά το δικαίωμα να πουν ό,τι ήθελαν. Η «Bild» τα ενέτασσε ούτως ή άλλως στον μύθο που εξυπηρετούσε. Σε συνέντευξή του, για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας υποστήριζε ότι οι κίνδυνοι για το ευρώ ήταν σχετικοί και οι αρμόδιοι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί άμυνας ισχυρότατοι. Ωστόσο η «Bild» ως τίτλο επέλεξε την ίδια την πρώτη της ερώτηση, οπότε ο απλός αναγνώστης καταλάβαινε ότι μάλλον το ευρώ κινδυνεύει. Η δεύτερη κατηγορία συνομιλητών της «Bild» ήταν δευτεροκλασάτοι πολιτικοί που αναδεικνύονταν από την εφημερίδα. Αυτοί όφειλαν να δώσουν τα συνθήματα που επιβεβαίωναν την όλη καμπάνια και το έκαναν αδιαμαρτύρητα.

Ολα για την κυκλοφορία
Η απλουστευτική και προκλητική εκστρατεία της «Bild» για την Ελλάδα απέτυχε. Τουλάχιστον σε κυβερνητικό επίπεδο δεν απέτρεψε τη βοήθεια προς την Ελλάδα, υποδαύλισε ωστόσο ένα κοινωνικό κλίμα που κάθε άλλο παρά ευνοεί τη συμπαράταξη μεγάλων στρωμάτων της γερμανικής κοινωνίας σε μια αλλαγή πλεύσης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ευρωζώνης. Αυτό ελάχιστη σημασία έχει για την ίδια την «Bild», για την οποία η θεαματική κυκλοφορία είναι το καίριο ζήτημα.
Δεν είναι τυχαίο ότι το φθινόπωρο του 2010 επανήλθε με μια νέα συνέχεια της ελληνικής καμπάνιας της, με μια σειρά δημοσιευμάτων που στήριζαν τη θέση ότι η Αθήνα είχε παραποιήσει δημοσιονομικά στοιχεία για να ενταχθεί στην ευρωζώνη. Η βοήθεια προς την Ελλάδα ήταν πλέον πραγματικότητα, αλλά η «Bild» προσπαθούσε να διασώσει κάτι από την αξιοπιστία της.
Σε μια παλαιότερη συζήτηση για την Ελλάδα ο αναπληρωτής αρχισυντάκτης της «Bild» Νικόλαους Μπλόμε μάς είχε διαβεβαιώσει ότι η εφημερίδα του δεν είχε το παραμικρό κατά των ίδιων των Ελλήνων, απλώς με την καμπάνια της είχε εκπληρώσει το δημοσιογραφικό της καθήκον ασκώντας βάσει ενός απτού παραδείγματος κριτική στην ασύνετη σπατάλη δημοσίου χρήματος από τη γερμανική κυβέρνηση.
Η μελέτη του Ιδρύματος Οτο Μπρένερ καταλήγει σε διαφορετικό συμπέρασμα: «Η «Bild» εκμεταλλεύεται την ελευθεροτυπία για να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες της δημοσιογραφίας στον βαθμό που εξυπηρετούν τον δικό της σκοπό: να αυξάνει όσο γίνεται την ποσότητα των αναγνωστών της. Ετσι η «Bild» αποδεικνύεται πως είναι ένα καλοθρεμμένο παράσιτο της δημοσιογραφίας».

Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ