Τρεις μεσόκοποι και επαγγελματικώς αποκατεστημένοι άνδρες (ένας επιχειρηματίας, ένας πανεπιστημιακός κλασικός φιλόλογος και ένας συγγραφέας) ξεκινούν ένα θαλασσινό ταξίδι από το Ναβαρίνο με προορισμό τις νήσους Στροφάδες, κοντά στη Ζάκυνθο. Γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην Πύλο, οι τρεις φίλοι έχουν πολλά να θυμηθούν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού: τις παρέες του σχολείου, τους μαθητικούς και τους νεανικούς τους έρωτες, καθώς και τα πρώτα (μέσα στη δικτατορία) πολιτικά τους σκιρτήματα.
Εκείνο, όμως, που επανέρχεται όλο και συχνότερα στην κουβέντα τους, για να τους παγιδεύσει επικίνδυνα όταν θα έχουν φθάσει στις Στροφάδες, είναι άλλο: η απώλεια του τέταρτου κρίκου της αλυσίδας, του Στρατή, ο οποίος θα εξαφανιστεί μυστηριωδώς στη θάλασσα την εποχή που ετοιμάζονται να ανοίξουν τα φτερά τους στον κόσμο, για να μείνει έκτοτε παντοτινό αγκάθι στην καρδιά τους.
Ο τραυματικός διάπλους του Ιονίου διαγράφει στην ιστορία του Νίκου, του Τάσου και του Θεμιστοκλή μια διαδρομή ανάποδης ενηλικίωσης. Οι τρεις φίλοι θα ωριμάσουν ραγδαία όταν στο μεσοστράτι της ζωής θα αναγκαστούν να συνειδητοποιήσουν ότι ο Στρατής βούτηξε στο σκοτάδι του πελάγους επειδή αρνήθηκε τις ενήλικες υποχρεώσεις του, θέλοντας να διαιωνίσει τους δεσμούς που κράτησαν την ομάδα σφιχταγκαλιασμένη στην εφηβεία της. Δεν θα μάθουμε ποτέ για ποιον ακριβώς λόγο έκανε ό,τι έκανε ο Στρατής. Το ζήτημα είναι το πλέγμα ενοχής των επιζώντων για τον χαμό του, που δεν είναι άλλος από τον χαμό της ασυμβίβαστης νιότης τους.
Το καινούργιο, τέταρτο κατά σειρά, μυθιστόρημα του Δημήτρη Μίγγα, πέραν του ότι αποτελεί μια πυκνή και άρτια ισορροπημένη μυθοπλασία που μιλάει στοχαστικά για τους ανθρώπους όταν βρεθούν nel mezzo del cammin, διαθέτει και μια περίτεχνη αφηγηματική μέθοδο, η οποία αποδεικνύει τη συγγραφική του πρωτοτυπία και δύναμη. Παραπέμποντας σιωπηρά στον βαριά φορτισμένο μύθο του Ιπτάμενου Ολλανδού (αρκεί να λογαριάσουμε τον Πόε και τον Βάγκνερ), ο Μίγγας θα μετατρέψει τον Στρατή σε περιπλανώμενο καπετάνιο-φάντασμα που, αντί να τιμωρηθεί για την επίορκη σχέση του με τον Θεό, θα στοιχειώσει με την απέθαντη παρουσία του τη συνείδηση των παλαιών του συντρόφων: ένας Ελπήνορας (για να πάμε ως τον Ομηρο) που μπορεί να πληρώσει το στραβό, μεθυσμένο βάδισμά του μένοντας άταφος και αδόξαστος (το πτώμα του Στρατή δεν θα εντοπιστεί ποτέ), αλλά θα ρίξει βαριά τη σκιά του σε όσους αδιαφόρησαν αγόγγυστα για την αδυναμία του να υπάρξει ως συγκροτημένη κοινωνική περσόνα και να εξελιχθεί.
Ο Μίγγας διάλεξε για την εξιστόρησή του ένα σχήμα που θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι αντικριστοί καθρέφτες. Ο Τάσος θα αφηγηθεί σε ένα από τα βιβλία του την περιπέτεια της σχέσης του ίδιου, του Νίκου και του Θεμιστοκλή με τον Στρατή και η φωναχτή ανάγνωση του βιβλίου του πάνω στο καράβι θα υπαγορεύσει τη συνάντηση των τριών με τον καπετάνιο-φάντασμα στις Στροφάδες, που θα επηρεάσει με τη σειρά της την επινοημένη από τον Τάσο πλοκή. Και όλα αυτά χωρίς καμία φτηνή υπέρβαση και απιθανότητα, σε ένα λογοτεχνικό παιχνίδι που ξέρει πώς να ικανοποιήσει τους στόχους που έχει βάλει, τιμώντας με το καλύτερο αποτέλεσμα τον εαυτό του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ