Ο Γκονσάλο Μ. Ταβάρες είναι ολιγογράφος, στυλίστας και σχετικά νέος συγγραφέας (γεννήθηκε το 1970). Το μυθιστόρημά του Ιερουσαλήμ, το πρώτο βιβλίο του στα ελληνικά, κυκλοφόρησε το 2005 στην Πορτογαλία και τιμήθηκε με το βραβείο Σαραμάγκου. Δεν είναι ανάγκη να ανατρέξει κανείς στα υμνητικά που είπε ο Σαραμάγκου για τον συγγραφέα, ότι «η «Ιερουσαλήμ» είναι ένα μεγάλο βιβλίο που ανήκει στη μεγάλη δυτική λογοτεχνία. Ο Γκονσάλο Μ. Ταβάρες δεν έχει το δικαίωμα να γράφει τόσο καλά μόλις στα 35 του χρόνια: μου έρχεται να τον δείρω!». Το «μεγάλη» είναι πολύ μεγάλη λέξη για να τη χρησιμοποιεί κανείς, έστω και καθ’ υπερβολή.
Αλλά όποιος έχει την υπομονή να διαβάσει αυτό το μυθιστόρημα – που δεν είναι διόλου εύκολο – καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για σημαντικό βιβλίο και κυρίως για έργο πρωτότυπο, ευρηματικό, ατμοσφαιρικό, άκρας ποιητικότητας χωρίς ποιητικίζοντα τερτίπια, όπου ο συγγραφέας θέτει τις απαιτήσεις τής, ας πούμε, «λογοτεχνικότητας» πάνω από εκείνο το οποίο έχει καταντήσει εφιάλτης για πολλούς ομοτέχνους της γενιάς του: την τέρψη του κοινού και την αναζήτηση της μαγικής συνταγής που οδηγεί στην εμπορική επιτυχία.
Σε μόλις 170 σελίδες ο Ταβάρες κατάφερε να ενσωματώσει πλήθος ιστοριών που άλλοι θα χρειάζονταν τετραπλάσιο και πενταπλάσιο αριθμό σελίδων για να τις αναπτύξουν, να χρησιμοποιήσει μια δομή αποσπασματική, χωρίς ταυτοχρόνως να μοιάζουν οι περιγραφές του ασύνδετες, και να τοποθετήσει τη δράση μέσα σε μία μόνο ημέρα (τις πρώτες πρωινές ώρες κάποιας 29ης Μαΐου).
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το ότι κατόρθωσε μέσα σε τούτο τον ελάχιστο χρόνο να ανακαλέσει αναδρομικά όσα στοιχεία από το παρελθόν των πέντε κύριων χαρακτήρων τού ήταν αναγκαία προκειμένου να μας δώσει την ψυχοσύνθεσή τους και τους λόγους για τους οποίους ενεργούν και συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται. Αυτά από μόνα τους συνιστούν σημαντικό επίτευγμα που υπόσχεται πολλά για το συγγραφικό μέλλον του Ταβάρες.
Εκείνο λοιπόν το πρωινό κάποιος Ερνστ Σπένγκλερ, που είχε νοσηλευθεί στο άσυλο για ψυχασθενείς «Γκέοργκ Ρόζενμπεργκ», αποφασίζει να βουτήξει από το παράθυρο της σοφίτας του. Αλλά τη στιγμή που ετοιμάζεται να προβεί στο απονενοημένο χτυπάει το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής είναι η Μύλια, η οποία είχε επίσης νοσηλευθεί στο ίδιο άσυλο. Ο Ερνστ έχει μαζί της ένα παιδί, τον Κας, τον οποίο όμως φροντίζει ο ψυχίατρος Τέοντορ Μπούσμπεκ, που περίπου τις ίδιες ώρες έχει αφήσει το παιδί στο σπίτι και βγαίνει να συναντήσει μια πόρνη ονόματι Χάνα.
Η Χάνα προστατεύει κάποιον Χίνερκ Ομπστ, πρώην πολεμιστή, για τον οποίο τα σχολιαρόπαιδα της γειτονιάς λένε πως οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του τον κάνουν να μοιάζει με δολοφόνο. Ο Χίνερκ κυκλοφορεί πάντοτε κουβαλώντας το γεμάτο πιστόλι του.
Ευαισθησία και βία
Αυτοί οι πέντε βασικοί – και πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους – χαρακτήρες θα συναντηθούν, οι ζωές τους θα διασταυρωθούν και αναπόφευκτα θα συγκρουστούν βίαια. Γιατί δεν είναι βίαιοι μόνο οι ίδιοι αλλά και η ίδια η κοινωνία και η Ιστορία είναι γεμάτες βία.
Δεν θα αποκαλύψω ποιος σκοτώνει ποιον και γιατί – και αυτό όχι επειδή η «Ιερουσαλήμ» δεν είναι αστυνομικό μυθιστόρημα. Αλλωστε η ερμηνεία ανάγεται και σε άλλα πεδία – αυτά που ερευνά ο γιατρός Τέοντορ Μπούσμπεκ και τα οποία ανάγονται στην ιστορία του τρόμου και της φρίκης που σημαδεύει τον πολιτισμό, στους εξανδραποδισμούς και τις γενοκτονίες. Ο γιατρός έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ανθρώπινο γένος είναι καταδικασμένο να ζει μια επαναλαμβανόμενη Ιστορία του Τρόμου (ή της Φρίκης, όπως προτιμά η μεταφράστρια).
Ωστόσο οι κεντρικοί χαρακτήρες, ενώ συγκρούονται μεταξύ τους (με ολέθρια αποτελέσματα), ταυτοχρόνως προσπαθούν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Πώς γίνεται όμως αυτό; Πώς από την ευαισθησία και τη συμπάθεια ο άνθρωπος περνά στην απόλυτη σκληρότητα; Τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα σε τούτο το σκληρό βιβλίο, όπου βέβαια το τι επιλέγει ο καθένας έχει συχνά καταστροφικές συνέπειες για τους άλλους.
Ισως στο πρόσωπο του γιατρού Τέοντορ Μπούσμπεκ ο Ταβάρες να εκφράζει κάτι από τον εαυτό του – θα ήταν παρακινδυνευμένο να μιλήσει κανείς για κοσμοθεωρία. Ο γιατρός, λοιπόν, έπειτα από επίπονη έρευνα, έχει οδηγηθεί στη διαπίστωση πως είτε θα πρέπει να φθάσουμε στην απόλυτη βαρβαρότητα ώστε να επέλθει η κάθαρση είτε θα χτυπήσουμε τη βαρβαρότητα στη ρίζα της. Και οι δύο προβλέψεις ισχύουν εφόσον η βαρβαρότητα εξακολουθεί να υπάρχει και σε πολλές περιπτώσεις να κυριαρχεί. Γιατί, όπως λέει ο συγγραφέας, «όταν σου λένε «βασανιστήριο», δεν ξέρεις αν σε καλούν για να βασανίσεις ή να βασανιστείς».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ