Ενας έλληνας πρόξενος το 2006 έγραφε στην ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών ότι δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει και να απαντήσει προς την υπηρεσία του αν ο ομογενής που καταθέτει δικαιολογητικά για να πολιτογραφηθεί Ελληνας «διαθέτει ελληνική συνείδηση». «Πού να ξέρω αν έχει ελληνική συνείδηση, υπάρχει άραγε κάποιο «συνειδησιόμετρο»;» θα αναρωτηθεί. Το 2010 η δημόσια ελληνική τηλεόραση προβάλλει ένα αφιέρωμα στον πρώην παγκόσμιο πρωταθλητή καταδύσεων Γκρεγκ Λουγκάνις σε μια σειρά που τιτλοφορείται «Ελληνες». Ο Λουγκάνις, με καταγωγή από τα νησιά Σαμόα και τη Σουηδία, υιοθετημένος από έλληνες ομογενείς στις ΗΠΑ, παρακολουθεί με συγκατάβαση τη δημοσιογράφο να προσπαθεί να του εκμαιεύσει μία έστω ελληνική λέξη.
Αυτός ξέρει το «τι κάνεις;», το «σπανακόπιτα» και ακούει το «Chariots of fire» του «συμπατριώτη» του Vangelis. Πέραν πάσης αμφιβολίας για τη δημοσιογράφο, ο Λουγκάνις είναι Ελληνας. Αυτό είναι ένα από τα παραδείγματα της τραγελαφικής κατάστασης που επικρατούσε στο ελληνικό γραφειοκρατικό σύστημα, τουλάχιστον ως την ψήφιση του νόμου 3838/2010, οπότε και ρυθμίστηκαν κάπως καλύτερα οι κανόνες απόδοσης ιθαγένειας.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, διδάσκων καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο βιβλίο του Ποιος είναι έλληνας πολίτης; καταγράφει όλες τις περιπέτειες που συνόδευσαν το καθεστώς ιθαγένειας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως τις αρχές του 21ου αιώνα και ταυτόχρονα παρουσιάζει αναλυτικά τον σημερινό εγχώριο και διεθνή προβληματισμό για το θέμα.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους το ζήτημα του ποιος είναι Ελληνας λύνεται αυθόρμητα, μια και διαμορφώνεται ένα εξωστρεφές καθεστώς ιθαγένειας στο πλαίσιο της στρατηγικής της εδαφικής επέκτασης της Ελλάδας. Στόχος, η ένταξη όσο το δυνατόν περισσοτέρων στην ιδιότητα του έλληνα πολίτη. Ως το 1922 ζούμε τον «αιώνα της συμπερίληψης», κάτω από την αντίληψη «Ελληνας γίνεσαι». Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή επέρχεται πλήρης αλλαγή της στρατηγικής στο καθεστώς της ελληνικής ιθαγένειας, καθώς η χώρα μπαίνει στη φάση του δόγματος «να κάνουμε καλούς πολίτες» και όχι «να φτιάξουμε Ελληνες». Αυτό σήμαινε ότι κάθε μη «καλός πολίτης» θα υφίστατο κυρώσεις, με μεγαλύτερη εκείνη της αφαίρεσης ιθαγένειας.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 παρατηρούνται οι πρώτες ρωγμές στο υπάρχον καθεστώς καθώς διαπιστώνονται μετακινήσεις πληθυσμών προς την Ελλάδα – η περίπτωση των ομογενών – και έτσι έχουμε τις πρώτες προσπάθειες να ξαναϊδωθεί τι σημαίνει έλληνας πολίτης στο πλαίσιο της νέας, ασταθούς μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Η πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού» και το ρεύμα εισόδου στη χώρα μας κατατρεγμένων από τις ελληνικές κοινότητες της Αλβανίας και ομογενών της πρώην ΕΣΣΔ θέτουν το θέμα της τακτοποίησης της ομογένειας αμφισβητώντας το δόγμα «Ελληνας γεννιέσαι». Αρχίζουν πια να λειτουργούν δύο μέτρα και πολλά σταθμά.
Ως τότε η έννοια του ομογενούς συνδεόταν με τις αλυτρωτικές βλέψεις. Τώρα συνδέεται με το μεταναστευτικό ρεύμα προς καλύτερες οικονομικά κοινωνίες. Επινοείται ο όρος «ελληνοποίηση» προκειμένου να προσδιορίσει τις συχνά αδιαφανείς διαδικασίες κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας από Ελληνες Ποντίους της πρώην ΕΣΣΔ. Αντίθετα, οι Ελληνες της Αλβανίας για μια περίοδο τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνων «μπαίνουν στο ψυγείο». Θα έπρεπε να φθάσουμε στο 2007 για να δρομολογηθούν «κατά προτεραιότητα» οι πολιτογραφήσεις Ελλήνων της Αλβανίας.
Το παράδειγμα του Λουγκάνις είναι χαρακτηριστικό του πώς η Πολιτεία προσπάθησε ανεπιτυχώς να απαντήσει στο πρόβλημα του απόδημου Ελληνισμού. Η αποδημία είναι δικαίωμα. Η εμμονή όμως στο δίκαιο του αίματος οδηγεί σε μια παράδοξη αναπαραγωγή της ιθαγένειας χωρίς κανέναν ζωτικό δεσμό με τη χώρα. Η συγκριτική εμπειρία από άλλες χώρες θα ήταν πολύ χρήσιμη…
Το 2004 η Ελλάδα κάνει μια προσπάθεια να ξαναδεί το «Ελληνας γεννιέσαι». Ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας που υιοθετείται είναι νέος μόνο κατ’ όνομα. Παραμένει οχυρωμένος έναντι των μεταναστευτικών ροών, και μάλιστα σε αντίθεση με συγκρίσιμες προς την ελληνική εμπειρίες άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Το 2010 είναι το κρίσιμο έτος, καθώς το ερώτημα «ποιος μπορεί να θεωρείται έλληνας πολίτης;» ξαναμπαίνει στο μικροσκόπιο. Ψηφίζεται ο νόμος 3838/2010 και το ζήτημα της ελληνικής ιθαγένειας μπαίνει σε δημόσιο διάλογο. Ας μη λησμονούμε ότι από τον Εμφύλιο και μετά το ζήτημα αυτό ήταν ταμπού, το χειρίζονταν οι υπηρεσίες εθνικής ασφαλείας εμπιστευτικά και απόρρητα. Για πρώτη φορά λοιπόν, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, τίθενται κανόνες για την ιθαγένεια.
Μία από τις πιο σημαντικές διευθετήσεις του νέου Κώδικα ήταν ότι θεσπίζονταν προθεσμίες για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων ιθαγένειας. Ως τότε το κράτος δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντά στις αιτήσεις ιθαγένειας και έτσι χιλιάδες από αυτές παρέμεναν για χρόνια στις ελληνικές καλένδες.
Μεταρρυθμίσεις και διαφωνίες
Η πρώτη μεταρρύθμιση του νέου Κώδικα ήταν η αυτόματη κτήση της ιθαγένειας για τη λεγόμενη «τρίτη γενιά», τα παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, εφ’ όσον ο ένας από τους γονείς ήταν επίσης γεννημένος στην Ελλάδα και κατοικεί σε αυτήν. Η ΝΔ και ο ΛΑΟΣ διαφώνησαν επειδή θεώρησαν ότι «συγκροτεί πολίτη παρά τη θέλησή του».
Η δεύτερη μεταρρύθμιση ήταν η απόκτηση ιθαγένειας από παιδιά μεταναστών ύστερα από αίτησή τους και εφόσον οι γονείς τους διέμεναν επί πενταετία στην Ελλάδα. Η Αριστερά διαφώνησε και ζήτησε να ισχύει η πενταετία μόνο για τον έναν γονέα. Η τρίτη μεταρρύθμιση ήταν η τακτοποίηση της λεγόμενης «μιάμισης γενιάς». Πρόκειται για μικρά παιδιά που δεν γεννήθηκαν στην Ελλάδα, άρα δεν εντάσσονται στην προηγούμενη ρύθμιση, και ακολούθησαν τους γονείς τους στη μετανάστευση προς τη χώρα μας. Η προϋπόθεση για την απόκτηση ιθαγένειας είναι η επιτυχής παρακολούθηση τουλάχιστον έξι τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα.
Ο νόμος περιέχει και πολλές ακόμη ρυθμίσεις και απαιτήσεις, όπως την «επαρκή εξοικείωση με τους θεσμούς του πολιτεύματος της ελληνικής δημοκρατίας και την πολιτική ζωή της χώρας και τη βασική γνώση της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, ιδίως της σύγχρονης». Υπάρχουν επίσης κριτήρια περί «ομαλής ένταξης» γι’ αυτόν που θέλει να πολιτογραφηθεί Ελληνας: αν και αυστηρά, δεσμεύουν τον νομοθέτη στην ερμηνεία του νόμου.
Ζητούμενα και αβεβαιότητες
Ο νέος νόμος για την απόκτηση της ιθαγένειας, όπως τονίζει ο συγγραφέας, δεν έχει αφομοιωθεί από όλον τον πολιτικό κόσμο και θα αποτελέσει πιθανόν αφορμή για νέες διαμάχες. Το Δ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την απόφαση 350/2011, στηριγμένη στη διάκριση έθνους – λαού, γνωμοδότησε ότι το «δίκαιο του αίματος» είναι συνταγματική αρχή, αμφισβήτησε το δικαίωμα συμμετοχής αλλοδαπού στις δημοτικές εκλογές, ενώ θεώρησε ότι τα πέντε έτη παραμονής των γονέων και τα έξι χρόνια φοίτησης στο σχολείο δεν αποτελούν επαρκή κριτήρια για την απόκτηση ιθαγένειας.
Ο συγγραφέας τονίζει στην κατακλείδα της μελέτης του ότι το ελληνικό Σύνταγμα αφήνει στον νομοθέτη να ορίσει τα προσόντα του «έλληνα πολίτη». Μέχρι νέας συνταγματικής αναθεώρησης το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο καλείται να σεβαστεί τη συνταγματική επιταγή που υπαγορεύει ότι «έλληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος» (δηλαδή το άρθρο 3 του νέου νόμου), όσο αν διαφωνεί ή συμφωνεί με το περιεχόμενο του άρθρου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ