Λίγο κουρασµένος από µια ασθένεια που τον ταλαιπωρεί, ντυµένος πολύ προσεκτικά, µας υποδέχτηκε στο σαλόνι του στο κλασικό αστικό διαµέρισµα της Κυψέλης που βλέπει απέναντι τη ∆ηµοτική Αγορά της Κυψέλης, µε τη χροιά του παρελθόντος να αιωρείται, και κρατώντας στα χέρια του υπέροχα µαρόν για να κεράσει. ∆ίπλα του µια µικρή στοίβα από το τελευταίο του βιβλίο Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ.Πρόκειται για ένα νεανικό γραπτό του που το επιµελήθηκε και πάλι.
Αναφέρεται σε πραγµατικά γεγονότα, καθώς ο ήρωας είναι ο ίδιος ο συγγραφέας όταν, σε ηλικία 17 χρόνων, επισκέφθηκε το καλοκαίρι του ’49 ένα µικρό αγγλικό παραθαλάσσιο χωριό, το Γκόσπορτ, για να µάθει την αγγλική γλώσσα. Στο οικοτροφείο γνωρίζεται µε µια παρέα νεαρών παιδιών, αγόρια και κορίτσια, που δοκιµάζουν τις εµπειρίες του έρωτα, της φιλίας, της βίας, της αντίστασης στον κόσµο των µεγάλων.
Τι νιώθει ο συγγραφέας που ξαναπιάνει στα χέρια του ένα νεανικό του κείμενο; «Βλέπει τις ατέλειες που είχε ως πρωτοεµφανιζόµενος συγγραφέας, αλλά βλέπει και τη δροσιά και τη φρεσκάδα, πράγµατα που δεν αποκτώνται ποτέ ξανά, όσο και αν ωριµάσει. Είναι οδυνηρό βεβαίως να γυρίζεις σε ένα παλιό γραπτό, είναι όπως τα παλιά γράµµατα που έχεις στείλει και έχεις λάβει. Πονάνε. Εχουν κάτι που σιχαίνοµαι, την παρελθοντολογία. Υπάρχει φυσικά και η νοσταλγία, η οποία δεν µε φοβίζει αλλά δεν κρατιέµαι από αυτήν».
Μήπως μέσα από ένα νεανικό κείμενο βλέπετε και τη φθορά;
«Η συνειδητοποίηση της φθοράς έρχεται από άλλα πράγµατα, προσωπικά τη νιώθω τόσο από τον θάνατο της γυναίκας µου, Λιλής, όσο και από δικά µου προβλήµατα. Αντίθετα, τα γραπτά σού δίνουν µια ευκαιρία να ξαναγίνεις νέος µέσα από το γράψιµο».
Μπήκατε στον πειρασμό να το ξαναγράψετε με τα σημερινά δεδομένα; «Με τίποτα. Με διαβεβαίωσαν άνθρωποι που ήταν κοντά στο αρχείο µου ότι το κείµενο δεν ήταν πρωτόλειο και έπρεπε να το εκδώσω.
Πέρασα ευχάριστες µέρες το καλοκαίρι ξαναδουλεύοντας το κείµενο. Το ψαλίδισα, το έκοψα, το έραψα, χωρίς να αγγίξω τίποτα από το ύφος της εποχής. Γιατί εκείνο το ύφος δεν ξαναγίνεται. Με την τωρινή πείρα µου πρόσθεσα ελάχιστα πράγµατα. Ας πούµε τα γράµµατα της νεαρής Σήλια αντί να τα τονίσω έκανα το αντίθετο, έβαλα µόνον αποσπάσµατα. Είναι κι αυτό ένας είδος παρέµβασης».
Γιατί χαρακτηρίζετε τα παιδιά του Γκόσπορτ «αλεπούδες»; «Είναι ένα χαϊδευτικό προσωνύµιο, και λίγο δηκτικό. Οταν ήµουν πολύ µικρός, η µητέρα µου είχε µια γούνα ρενάρ που όταν τη φορούσε γύρω από τον λαιµό της µου άρεσε να χαϊδεύω την ουρά της. Για τους µεγάλους βεβαίως, η λέξη έχει και κάτι από την πονηριά».
Τα πρόσωπα στην ιστορία σας είναι αληθινά; «Βεβαίως. Πλην ενός, της κυρίας Σάµερ, όλους τους άλλους τούς γνώρισα εκεί στο σπίτι του συνταγµατάρχη Νταν, όπου µε είχε στείλει ο πατέρας µου να µάθω καλύτερα τα αγγλικά ή “για να γλιτώσω από τους κοµµουνιστές” (σ.σ.: ήταν 1949). Τα συνοµήλικά µου πρόσωπα, οι ήρωες µου, αν είναι καλά, πρέπει να ζουν ακόµη. ∆εν τους έχω δει από τότε».
Τι νιώσατε όταν, ύστερα από χρόνια, «ξανασυναντήσατε» εκείνη την παρέα; «Ξαναδιαβάζοντας το κείµενο είχα µπροστά µου τα πραγµατικά πρόσωπα µε τέτοια ενάργεια, τέτοια δύναµη, που είναι σαν να ξαναζούσα µαζί τους. ∆εν είναι παράξενο; Οπως είδατε, τα παιδιά τα περιγράφω λεπτοµερώς. Τα ρούχα, τα σώµατα, τις µυρωδιές. Ακόµη θυµάµαι το µπάνιο στη θάλασσα, πόσο κρύο ήταν το νερό».
Ποια ήταν η νεολαία της εποχής σε σχέση με τη σημερινή; «Η νεολαία τότε δεν είχε καµία σχέση µε τη σηµερινή που ταξιδεύει µε το Erasmus και έχει πολλές εµπειρίες. Ηταν µια περίεργη εποχή και ήταν περίεργο το πώς µαζεύτηκαν σε εκείνο το χωριό τόσοι νέοι από διάφορες χώρες. ∆εν ξέρω αν είναι µυθιστόρηµα ενηλικίωσης. Ας πούµε ότι είναι ένα µυθιστόρηµα µε ήρωες εφήβους, σε µια εποχή που σηµαίνει το τέλος της αθωότητας σε έναν κόσµο που δεν θα υπάρξει ποτέ ίδιος. Μην ξεχνάτε, µόλις είχε τελειώσει ο πόλεµος. Φεύγοντας από την Αθήνα για το Γκόσπορτ – και ήµουν πολύ νέος – ιδέα δεν είχα για τον κόσµο γύρω µου, τότε καθυστερούσαµε πολύ να ωριµάσουµε. Πηγαίνοντας στο Γκόσπορτ δεν είχα ούτε ερωτικές ούτε κοινωνικές εµπειρίες. Ως παιδί µεγάλωσα σε ένα κλειστό περιβάλλον, όπως και ο αφηγητής ψαχνόµουν, ήθελα να δοκιµάσω τα πάντα. Οταν πια γράφω τις “Αλεπούδες”, δέκα χρόνια µετά, έχω ήδη πολλές εµπειρίες και κατά κάποιον τρόπο τις αναµοχλεύω, κάνοντας και ένα ψάξιµο µέσα µου».
Μου λέγατε προτού αρχίσει η συνέντευξη κάτι για την οικονομία. Πώς βλέπετε σήμερα τη ζωή μας, την κατάσταση που βιώνουμε; «Πιστεύω ότι η οικονοµία είναι µια επιστήµη που βασίζεται σε κοτοπόδαρα. Ξέρετε, όπως σε εκείνο το ρωσικό παραµύθι µε την καλύβα που στηριζόταν σε κοτοπόδαρα και που έχειεµπνευστεί ο Μουσόρσκι στο “Εικόνες από µια έκθεση”. Νοµίζω όµως ότι, πέρα από την οικονοµία, περνάµε µια τεράστια ηθική κρίση του κόσµου που πίστεψε άκριτα στον καπιταλισµό, που όταν έχασε το αντίπαλον δέος, τον “υπαρκτό”, ό,τι και αν ήταν αυτός, άρχισε να παραπαίει. Παραπιστέψαµε στο πλαστικό χρήµα, στις τράπεζες, στη δήθεν ευµάρεια, αρρωστήσαµε κάνοντας shopπng therapy κ.ά. Βρισκόµαστε σε έναν µικρό κυκλώνα που δεν µας αφήνει να δούµε καθαρά ακόµη. Θα µπούµε γρήγορα στην εποχή της αυτοκριτικής. Θα εκτιµήσουµε πιο πολύ τις πραγµατικές αξίες της ζωής και όχι τα υλικά αγαθά. Κάποιοι θα στραφούν στην τέχνη αλλά, να ξέρετε, η λογοτεχνία είναι υπόθεση πάντα µιας µειοψηφίας φανατικών. ∆εν είναι κακό, αλίµονο αν έγραφαν όλοι, δεν θα υπήρχαν άλλα επαγγέλµατα, υδραυλικοί, ξυλουργοί…».