«Τη νύχτα δεν κοιµήθηκα καλά.Ονειρα έβλεπα από πολεµικές σκηνές. Ξαναείδα µεφρίκη τα ακρωτηριασµένα σώµατα ελλήνων και ιταλών φαντάρων και αξιωµατικών, άλογα τουµπανιασµένα, ένα πόδι κρεµασµένο στο δέντρο, µουµιοποιηµένα πρόσωπα, µάτια πεταγµένα έξω και µεγάλα σα πορτοκάλι – όπως τα είδα και στην πραγµατικότητα. Ξύπνησα κακοδιάθετος και ξαναθυµήθηκα τα µακάβρια κιβούρια, τη βρόµα, την αγωνία. Εν τω µεταξύ η φωτιά άναψε και συνήλθα. Ο λεβέντης Γαϊτανάρος, ράτσα ∆ηµητσανίτικη, είχε ετοιµάσει τραχανά. Ακολούθησε φρυγανιά και κεφαλοτύρι, ύστερα καφές.Εξω η πάχνη είχε σκεπάσει τα πάντα και ο ουρανός έλαµπε». Σκηνή που θυµίζει την ήρεµη µουσική έπειτα από ένα κρεσέντο ή την ηρεµία της φύσης µετά την καταιγίδα. Είναι όµως µια φυσιολογική σκηνή στο πολεµικό µέτωπο, όπως την καταγράφει ο Γρηγόρης Αγγελόπουλος. Στο Ηµερολόγιο πολέµου του Γρηγόρη Αγγελόπουλου καταγράφονται οι προσωπικές του εµπειρίες κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Ελληνοϊταλικού Πολέµου (1940-1941).
Ο Γρηγόρης Αγγελόπουλος δεν γράφει, σκιτσάρει περισσότερο ένα απλό ηµερολόγιο. ∆εν έχει τις φιλοδοξίες του Γιάννη Μπεράτη όταν γράφει το Πλατύ ποτάµι (1946). Στον Μπεράτη βρίσκουµε ένα αντιπολεµι κό πνεύµα, αλλά στον Αγγελόπουλο διακρίνουµε περισσότερο έναν ρεαλισµό που φτάνει ορισµένες φορές στα όρια του κυνικού. Αυτή όµως είναι η πραγµατικότητα που πιστοποιεί τον παραλογισµό και – γιατί όχι; – έναν κάποιο «σουρεαλισµό» που επιβάλλει ο πόλεµος.
Γράφει ο Γρηγόρης Αγγελόπουλος: «Κατά τας 10 φέρνουν έναν παγόπληκτο ψυχορραγούντα. Παρά την επίµονη τεχνητή αναπνοή πέθανε. Συνεχίσαµε ένα ψιλό ποκεράκι µέχρι που κέρδισα 50 δρχ. Υπνο δεν ευχαριστιέµαι διόλου, γιατί κρυώνω σ’ αυτό το παλιόσπιτο, που στάζει και ανεµίζει. Ολη την ηµέρα το γύριζε από βροχή σε χιόνι και χαλάζι».
Ο πόλεµος για τον Γρηγόρη Αγγελόπουλο είναι µια φρικτή αλλά αναπόφευκτη καθηµερινότητα. ∆εν τρέφει κανένα πολεµικό µένος κατά των Ιταλών, τους θεωρεί πιόνια του Μουσολίνι. Μπορεί ακόµη και να τους αγαπήσει: «Ενας Ιταλός, αφού γλίτωσε τον χάρο κρυµµένος κάπου, αντελήφθη έναν τραυµατία Ελληνα και τον µετέφερε σε µας. Τον αντάµωσα που τον πήγαινε και µου ‘ρθε να τον φιλήσω…». Η καθηµερινή του έγνοια είναι η φροντίδα των ασθενών του, η εξασφάλιση του καθηµερινού φαγητού, η απαλλαγή από τις ψείρες, οι πυρετοί που τον καταβάλλουν, καµιά κουβέρτα, λίγο κρασί ή βερµούτ – κάποτε, κουτσοµπολιό και ποκεράκι! Ανάµεσα σε αυτά διαβάζεις για τις επιχειρήσεις, τις απώλειες, τα τραύµατα, τις καταλήψεις και ανακαταλήψεις λόφων και χωριών. Ολα καταγραµµένα µε µάτι ψυχρό. Θα έλεγα µε το µάτι ενός γιατρού που ξέρει να βλέπει την κόλαση χωρίς να τροµάζει.
∆εν είναι όµως ατσάλινος, υπάρχουν στιγµές που σπάει. Στην αρχή της εκστρατείας, όταν αργεί να λάβει γράµµα από την οικογένειά του. Αλλά και στο τέλος, τον Απρίλιο του ‘41, που οι Γερµανοί έχουν µπει στη Θεσσαλονίκη και προχωρούν προς τα Τέµπη. Τον πιάνει κατάθλιψη:
«Εξετάζω τα χαρακτηριστικά µου µ’ επιµονή σ’ ένα καθρεφτάκι και κάπου-κάπου µε πιάνει το παράπονο. Εγινα έτσι πολύ ευαίσθητος και µου ‘ρχεται ένα φούσκωµα που τείνει να ξεσπάσει σε κλάµα. Το µέλλον µας το βλέπω και η αρχή του είναι αυτές τις µέρες». Ο Γρηγόρης Αγγελόπουλος έχει µπει ήδη στην πολιτική. Ανησυχεί για το µέλλον της χώρας, παρακολουθεί τα γεγονότα και κρίνει. ∆εν εµπιστεύεται την αγγλική πολιτική, δεν είναι σίγουρος για τη γερµανική πολιτική, πιστεύει πιο πολύ στη ρωσική εξωτερική πολιτική, που τη θεωρεί καταλυτική για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Στις καταχωρίσεις του κρίνει και το στράτευµα, γράφει για έναν αξιωµατικό που τον θεωρεί ψυχοπαθή (θα σκοτωθεί αργότερα) ενώ για κάποιον άλλο θα εκτιµήσει τη ρεαλιστική του θεώρηση χωρίς µεγαλοστοµίες και ψευτιές.
Η γραφή του Αγγελόπουλου είναι απλή, στακάτη, µε πολλές παύσεις, λίγα επίθετα και κυριολεκτικά ουσιαστικά. Θα έλεγε κανείς ότι είναι πιο µοντέρνα από την εποχή της, γι’ αυτό και τούτο το µικρό βιβλιαράκι των 152 σελίδων σε πάει απνευστί ως το τέλος.
Ο Γρηγόρης Αγγελόπουλος γεννήθηκε στον Αρι Μεσσηνίας (Ασλάν-αγά) στις 22 Νοεμβρίου 1914. Σπούδασε Ιατρική και αποφοίτησε το 1938.
Εκανε αγροτικό στη γενέτειρά του και το 1940 μπήκε στη Σχολή Εφέδρων στην Κέρκυρα. Υπηρέτησε με τον βαθμό του ανθυπιάτρου στην πρώτη γραμμή στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων κράτησε το ημερολόγιό του, το οποίο ανακάλυψε 20 χρόνια αργότερα ο γιος του. Τιμήθηκε για τη δράση του με το Εθνικό Αριστείο Ανδρείας, το οποίο του αφαίρεσε η χούντα λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Στη διάρκεια της Κατοχής συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς. Πήρε μέρος στο αντάρτικο, ακολούθησαν η Μακρόνησος, η Ικαρία και ο Αϊ-Στράτης. Το 1946 πήρε την ειδίκευσή του ως νευρολόγος – ψυχίατρος και με αυτή την ιδιότητα έγινε ιδιαίτερα γνωστός. Το 1957 εντάχθηκε στην Πολυκλινική, όπου παρέμεινε ως τη σύνταξή του. Πέθανε την Πρωτομαγιά του 1989.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ