Τι µπορεί να γίνει µε τα χαµένα νιάτα; Τι θα συµβεί όταν µια παρέα παλαιών φίλων οι οποίοι πλησιάζουν τα 50 επιστρέψουν σε ένα νησί του Ιονίου για να θυµηθούν τον τόπο της ενηλικίωσής τους; Τι έχει διατηρηθεί από τη µακρινή εκείνη περίοδο στην τωρινή τους ταυτότητα και ποιο είναι το νήµα (αν υπάρχει τέτοιο νήµα) που εξακολουθεί να συνδέει τις τροχιές τους;

Επιστρέφοντας στο νησί, η Σοφία, ο Πέτρος, η Αντιγόνη, ο Σάκης και η Ειρήνη µοιάζουν περίπου αγνώριστοι. Τις άγραφες πλάκες της νιότης έχουν αντικαταστήσει οι συµπαγείς κοινωνικοί ρόλοι: ο Πέτρος είναι επιτυχηµένος διαφηµιστής µε ισχυρούς πολιτικούς δεσµούς, η Ειρήνη έχει αβγατίσει µε το εµπόριο επίπλων και κρυστάλλων την πατρογονική της περιουσία, η Αντιγόνη έχει κάνει καριέρα ως καλλονή και πανεπιστηµιακός και ο Σάκης ασχολείται επαγγελµατικά µε τη φωτογραφία (µόνο η Σοφία έχει µείνει διορθώτρια τυπογραφικών δοκιµίων).

Οι αυξηµένες υποχρεώσεις και η παρατεταµένη αποµάκρυνση των µελών της πρώην συντροφιάς έχουν µειώσει τη θερµότητα της επαφής µεταξύ τους, απλώνοντας µια πλαδαρή κρούστα σε κάθε τους κίνηση στο νησί. Λόγια αίολα και τυχαία, βαριεστηµένες χειρονοµίες, αλλά και φόβος ή ανασφάλεια όλων απέναντι σε όλους: αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που συνοδεύουν τη µικρή οµήγυρη κατά τη διάρκεια της παραµονής της στο σπίτι του Πέτρου (ένα θαύµα βγαλµένο από ένα ρηµάδι), που αποτελεί και την αφορµή της επανεύρεσής τους.

Και ξαφνικά θα αλλάξουν τα πάντα: ο Χρήστος, το αλλοτινό πρότυπο της συντροφιάς, που δουλεύει στο νησί και υπήρξε απ’ ό,τι αποδεικνύεται το µήλον της έριδος ανάµεσα στη Σοφία και στην Αντιγόνη, βουτάει για άγνωστους λόγους στον γκρεµό και εξαφανίζεται στη θάλασσα. Παραπάτησε; Πήδηξε οικειοθελώς; Ή µήπως τον έσπρωξαν;

Σε τρεις χρόνους

Τα ερωτήµατα θα µείνουν αναπάντητα µέχρι και την τελευταία σελίδα του καινούργιου µυθιστορήµατος του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ο οποίος θα µοιράσει τον αφηγηµατικό του χρόνο σε τρία επίπεδα, που παρεισδύουν συνεχώς το ένα στο εσωτερικό του άλλου: το τέλος της δεκαετίας του 1970, όταν η παρέα θα πάει για πρώτη φορά στο νησί, το 2009, όταν θα επανακάµψει έπειτα από την πρόσκληση του Πέτρου, και το διάστηµα αµέσως µετά την απροσδόκητη πτήση του Χρήστου πάνω από το νερό. Στους τρεις αυτούς χρόνους θα συµπυκνωθεί ολόκληρη η παρελθούσα τριακονταετία, η οποία θα ανοίξει σαν βεντάλια µέσα από το ξεδίπλωµα της ζωής των ηρώων.

Αν οι πέντε φίλοι φτάνουν στο νησί οικονοµικά αποκατεστηµένοι, αλλά ψυχικά κατάκοποι και υπαρξιακά εκκενωµένοι (όσο είναι σε θέση να το συνειδητοποιήσουν και να το κατανοήσουν), είναι γιατί αποτελούν τυπικά προϊόντα του ψεύδους και της διαφθοράς που πότισαν την ελληνική κοινωνία ενόσω πίστευε πως βάδιζε προς τον θρίαµβο της ευρωπαϊκής της αναβάθµισης.

Η απατηλή λάµψη αυτού του θριάµβου έκρυψε όλα τα συµπτώµατα που προοιωνίζονταν τη σηµερινή καταστροφή: τις κοµµατικές και τις επιχειρηµατικές ρεµούλες, την οικογενειοκρατία της κυβερνητικής εξουσίας, την εξωφρενική σπατάλη του δηµόσιου χρήµατος, αλλά και τις θηριωδίες της τουριστικής ανάπτυξης, τις αγριότητες του καταναλωτισµού και την παντί τρόπω υπόθαλψη του ατοµικισµού.

Η Σοφία, ο Πέτρος, η Αντιγόνη, ο Σάκης, η Ειρήνη και ο Χρήστος είναι τα παιδιά του µεταπολιτευτικού Κάιν. Κι όπως τα ίχνη των απογόνων του βιβλικού Κάιν έσβησαν µετά τον Κατακλυσµό, έτσι και οι πρωταγωνιστές του Παναγιωτόπουλου ετοιµάζονται να σβήσουν ξέπνοοι (ακόµα και η εξαφάνιση του Χρήστου ελάχιστα τους απασχολεί) λίγο προτού η εποχή τους αγγίξει τα όριά της.

Το µυθιστόρηµα του Παναγιωτόπουλου αποτελεί µια πυκνή ανατοµία της κρίσης χωρίς να την κατονοµάζει ούτε µία φορά. Ισως επειδή δεν γράφτηκε γι’ αυτήν (αλλά την πέτυχε διάνα), ίσως επειδή δεν χρειάζονται οι κατονοµασίες, ίσως επειδή η λογοτεχνία δεν έχει ανάγκη να επικαιροποιεί στο έπακρο τα πραγµατικά συστατικά της – και όταν δεν το κάνει, βγάζει διαµάντια.

Εκρηκτική µαύρη κωµωδία

Στα Παιδιά του Κάιν ο συγγραφέας στήνει μια φαινομενικά χαλαρή αφήγηση, με πολυπρόσωπους διαλόγους και έντονη προφορικότητα, αλλά πίσω από τις κουίντες οργανώνει ένα περίπλοκο λογοτεχνικό παιχνίδι. Το μυθιστορηματικό κείμενο σχολιάζει ειρωνικά τον εαυτό του και τη διαδικασία κατασκευής του, καταφεύγοντας στα πιο διαφορετικά τεχνάσματα: πολλαπλές οπτικές γωνίες οι οποίες μεταθέτουν συνεχώς το κέντρο της αλήθειας μέχρι να το καταστήσουν ανεύρετο, κινηματογραφικά κάδρα, μετεγγραφές της δράσης στη γλώσσα του σεναρίου, θεατρίζουσες σκηνές, σκακιστικά ταμπλό, κατάλογοι ονομάτων, μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα, στοιχεία αστυνομικής παρωδίας, αρχαιοελληνικές βωμολοχίες, ρητά λατινικής χρηστομάθειας, αλληλοαντικρουόμενα καθημερινά διώματα. Με τέτοια υλικά ανά χείρας, ο Παναγιωτόπουλος φτιάχνει μιαν εκρηκτική μαύρη κωμωδία, που έχει έναν εσκεμμένα βραδυφλεγή ρυθμό προκειμένου να ενσταλάξει σε μεγάλο βάθος το πικρό της μήνυμα και να αποφύγει το οποιοδήποτε κραυγαλέο αποτέλεσμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ