Ενας οδηγός λεωφορείου στη Στοκχόλµη της Σουηδίας πληρώνεται περισσότερο για την υπηρεσία που προσφέρει από ό,τι ο αντίστοιχος συνάδελφός του στο χαοτικό Νέο Δελχί της Ινδίας.
Ας πούµε ότι και οι δυο δουλεύουν ισάριθµες ώρες και επιπλέον ότι διανύουν καθηµερινά τις ίδιες αποστάσεις. Ο Ινδός έχει να αντιµετωπίσει κακοτράχαλους δρόµους και καµιά φορά πρέπει να ελιχθεί ανάµεσα σε ένα κοπάδι ζώων για να κάνει τη δουλειά του. Αυτό σηµαίνει ότι πρέπει να είναι συνεχώς σε εγρήγορση και σίγουρα πιο προσεκτικός από τον Σουηδό, ο οποίος συνήθως αντιµετωπίζει την ευκολία µιας καλά ασφαλτοστρωµένης ευθείας.
Δεν θα έπρεπε ο Ινδός να πληρώνεται καλύτερα; Η αµοιβή ενός ανθρώπου δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα την αξία του, µας λέει ο καθηγητής Πολιτικής Οικονοµίας και Ανάπτυξης στο Πανεπιστήµιο του Κέιµπριτζ Χα-Τζουν Τσανγκ. Ο λόγος για τον οποίο η πλειονότητα των εργαζοµένων τόσο στις φτωχές όσο και στις πλούσιες χώρες παίρνει τα χρήµατα που παίρνει είναι ο έλεγχος της µετανάστευσης και του θεσµικού περιβάλλοντος κάθε χώρας ξεχωριστά. Γι’ αυτό και ο Σουηδός πληρώνεται περισσότερο από τον Ινδό.
«Η διάλυση της ψευδαίσθησης περί αντικειµενικότητας της αγοράς είναι το πρώτο βήµα για την κατανόηση του καπιταλισµού» τονίζει ο νοτιοκορεάτης οικονοµολόγος στις 23 αλήθειες που δεν µας λένε για τον καπιταλισµό, ένα βιβλίο µε µετρηµένες και προοδευτικές ιδέες, που δεν συνιστά αντικαπιταλιστικό µανιφέστο αλλά µια προτροπή «να µάθουµε τα σωστά οικονοµικά». «Το 95% των οικονοµικών είναι κοινή λογική που περιπλέκεται επίτηδες, αλλά για το υπόλοιπο 5% οι βασικές, αν όχι όλες οι τεχνικές λεπτοµέρειες µπορούν να ερµηνευτούν µε απλούς όρους» υπογραµµίζει ο Τσανγκ. Ελεύθερη αγορά επί της ουσίας δεν υφίσταται καθώς τα οικονοµικά αποτελούν πολιτική άσκηση, δεν είναι επιστήµη και µάλιστα «αντικειµενική».
Η αρνητική κριτική του Τσανγκ εστιάζει στον καπιταλισµό της ελεύθερης αγοράς και όχι σε κάθε είδους καπιταλισµό καταδεικνύοντας (µε απλά και κατανοητά παραδείγµατα) ότι οι θεµελιώδεις θεωρητικές και εµπειρικές υποθέσεις πίσω από την οικονοµία της ελεύθερης αγοράς (αυτό που αποκαλούµε νεοφιλελευθερισµό) είναι εξόχως αµφισβητήσιµες.
«Παρά τα προβλήµατα και τους περιορισµούς του, πιστεύω ότι ο καπιταλισµός παραµένει το καλύτερο οικονοµικό σύστηµα που έχει εφεύρει η ανθρωπότητα» ξεκαθαρίζει ο ίδιος, ο οποίος µε τις απόψεις του έχει µπει στο στόχαστρο και της Δεξιάς και της Αριστεράς. «Ο καπιταλισµός είναι το χειρότερο οικονοµικό σύστηµα, εξαιρουµένων όλων των υπολοίπων» γράφει παραφράζοντας την περίφηµη φράση του Γουίνστον Τσόρτσιλ για τη δηµοκρατία.
Κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες πολλοί οικονοµολόγοι έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στη δηµιουργία των συνθηκών που οδήγησαν στην κρίση του 2008 παρέχοντας θεωρητικές δικαιολογίες για την οικονοµική απορρύθµιση και το αχαλίνωτο κυνήγι βραχυπρόθεσµων κερδών εξασθενώντας έτσι τις προοπτικές µιας µακροπρόθεσµης και πιο σταθερής ανάπτυξης. Η καταστρεπτική συνεισφορά τους, µε αυτόν τον «επικίνδυνο τύπο οικονοµικών», είχε αρχίσει να διαφαίνεται και σε παλαιότερες, µικρότερου βεληνεκούς κρίσεις όπως η χρεωστική του Τρίτου Κόσµου το 1982, η κρίση του µεξικανικού πέσο το 1995, η ασιατική το 1997 και η αντίστοιχη ρωσική το 1998. Υπήρξε, µε άλλα λόγια, µια άτυπη συµµορία οικονοµολόγων που καπηλεύτηκε την επιστηµονική της «αυθεντία» για να βγάλει λεφτά αυτή και οι εργοδότες της.
Ο Τσανγκ συνοψίζει τα επιχειρήµατα των θιασωτών του νεοφιλελεύθερου δόγµατος και, αφού µας εξηγήσει ποιες πτυχές των ζητηµάτων αποκρύπτουν συστηµατικά, ανατρέπει µε επιχειρήµατα από ένα θεωρητικό και εµπειρικό οπλοστάσιο. Μεταξύ άλλων µαθαίνουµε ότι η διαχείριση των εταιρειών µε κριτήριο το συµφέρον των µετόχων είναι όχι µόνο µεροληπτική αλλά και αναποτελεσµατική _ «η µετοχική αξία είναι η πιο χαζή ιδέα του κόσµου» γράφει.
Το «πλυντήριο» άλλαξε περισσότερο τον κόσµο από ό,τι το Internet καθώς συνετέλεσε στο να µπουν οι γυναίκες στην αγορά εργασίας. Ο µπαµπούλας του πληθωρισµού (που έφερε η φιλελευθεροποίηση των κεφαλαίων) ωφέλησε κυρίως τους κατόχους χρηµατοοικονοµικών περιουσιακών στοιχείων. Δεν ζούµε σε µια µεταβιοµηχανική εποχή, η αποβιοµηχάνιση (που περιέργως θεωρείται κάτι καλό) επιδρά αρνητικά στο ισοζύγιο πληρωµών µιας χώρας, καθώς οι υπηρεσίες είναι εκ φύσεως πιο δύσκολο να εξαχθούν από ό,τι τα βιοµηχανικά προϊόντα.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στον κόσµο, αλλά καταναλώνουν όπως καταναλώνουν επειδή παράγουν τροµερές κοινωνικές ανισότητες. Το κοινωνικό κράτος δεν πρέπει να υπάρχει µόνο ως ασπίδα ασφαλείας για τους αδύναµους αλλά γιατί είναι ο πλέον αποτελεσµατικός τρόπος διάχυσης του πλούτου µέσω της φορολόγησης του κεφαλαίου που, όπως αποδεικνύει ο Τσανγκ, ευνόησε το καπιταλιστικό σύστηµα παρά το έβλαψε.
Ο Τσανγκ δεν πιστεύει ότι η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 ήταν ένα «φυσικό φαινόμενο» το οποίο κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει. Οι οικονομολόγοι δεν είναι «ένα μάτσο αγαθιάρηδες τεχνικοί που τους βρήκε ένα συλλογικό στραβοπάτημα», ακόμη και αν λάβουμε υπόψη τα σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που πολλοί τα λογαριάζουν σαν μια τερατώδη μηχανή που ξέφυγε από τον έλεγχο των δημιουργών της. Ο,τι δεν κατανοείς πλήρως και δεν μπορείς να εκτιμήσεις το κόστος του δεν το χρησιμοποιείς, λέει ο Τσανγκ, εισηγούμενος νέες μορφές κρατικής παρέμβασης και συντονισμού, παρόμοιες με αυτές που οδήγησαν το καπιταλιστικό σύστημα στη Χρυσή Εποχή του, από τη δεκαετία του 1950 ως εκείνη του 1970.
Από τη δεκαετία του 1980 έχουμε προσφέρει (σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας) στους πλούσιους μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα, με την ελπίδα ότι θα δημιουργήσουν περισσότερο πλούτο, καθιστώντας μακροπρόθεσμα την πίτα ολοένα και πιο μεγάλη. Οι πλούσιοι άρπαξαν το μεγαλύτερο κομμάτι, αλλά αντί να αυξήσουν τον ρυθμό με τον οποίο μεγαλώνει η πίτα, τον μείωσαν. «Καιρός να νιώσουμε άβολα» λέει ο Τσανγκ. Αναμφίβολα ένα από τα πιο χρήσιμα βιβλία της χρονιάς.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ