Η συµφορά που έχει πέσει πάνω στο κεφάλι της Κωσταντίας είναι µεγάλη. Τι ντροπή για µια γυναίκα που πήγε από την Τένεδο στην Πόλη κοριτσάκι, πιάνοντας δουλειά στα καλύτερα ελληνικά σπίτια και εξασφαλίζοντας έναν γάµο υψηλής κοινωνικής περιωπής, να δει την κόρη της παντρεµένη µε Τούρκο (Οθωµανό, όπως σπεύδει να δηλώσει η ίδια ανατριχιασµένη). Και τι Τούρκο _ όχι φανερό και ξεκαθαρισµένο, αλλά κρυφό και µπασταρδεµένο. Γιατί ο γαµπρός της Κωσταντίας είναι (προς επίρρωση της συµφοράς της) ένας άνθρωπος ο οποίος θα αναγκαστεί να αρχίσει να τρέχει όλως απροειδοποίητα (µε τη γλώσσα έξω) πίσω από το σκανδαλώδες γενεαλογικό του δέντρο, για να ανακαλύψει στο πικρό πέρας των ερευνών του πως είναι και Τούρκος και Ελληνας, γεννηµένος σε µια οικογένεια µολυσµένη από τον ιό της επιµιξίας εδώ και δύο γενιές.
Τι ακριβώς συµβαίνει στο καινούργιο µυθιστόρηµα του Γιάννη Μακριδάκη; Τι ζητάει από τους ήρωές του ο συγγραφέας; Ποια εικόνα θέλει να αποσπάσει από τη ζωή τους και µε ποια µέσα δοκιµάζει να τη φορτίσει; Ψάχνει το γέλιο ή το κλάµα; Μήπως προτιµά τον κλαυσίγελο; Και αν πρόκειται για το τελευταίο, τι δουλειά έχει ο κλαυσίγελος στο φυλετικό δράµα που ζουν µε εξουθενωτική ένταση τόσο ο διπλής καταγωγής Γιάννης Γιασάρ Φρατζεσκάκης όσο και η καθαρόαιµη πεθερά του Κωσταντία, η οποία διαβάζει µε τις ώρες το µακροσκελές γράµµα που της έχει στείλει για να την εξευµενίσει;
Το κλειδί είναι βέβαια η επιστολή του Γιάννη. Αφού ξεδιπλώσει ο επιστολογράφος την αλήθεια για την τουρκική ρίζα του, θα σπεύσει να την πάρει πίσω, λέγοντας στην Κωσταντία πως ό,τι της έχει περιγράψει µε τα µελανότερα χρώµατα ως τώρα, ανοίγοντάς της τον δρόµο για την Κόλαση, αποτελεί απλώς το προπαρασκευαστικό υλικό ενός υπό εκκόλαψη µυθιστορήµατος, το οποίο και θέτει στην κρίση της επειδή την περιλαµβάνει ως κεντρική ηρωίδα µε το πραγµατικό της όνοµα. Εκείνα στα οποία πρωτίστως αποσκοπεί εν προκειµένω ο Μακριδάκης είναι ο αποκαθηλωτικός αιφνιδιασµός και η αλλαγή της αναγνωστικής προσδοκίας µέσω της µεταβολής της αφηγηµατικής του εστίασης.
Η Αλωση της Κωσταντίας ξεκινά ως δράµα ταυτότητας, µε τον Γιάννη και την πεθερά του να πρέπει να διαλύσουν τα εσώψυχά τους µπροστά στις αποκαλύψεις που έρχονται στο φως (ο Γιάννης προσπαθώντας να εξηγήσει ότι σηµασία δεν έχουν τα φυλετικά σύνορα αλλά οι άνθρωποι και η Κωσταντία βλέποντας τον Τούρκο να πατάει το πολίτικο οχυρό της), και εξελίσσεται σε κωµωδία όταν η επιστολή του Γιάννη µετατρέπεται από έκθεση ερευνητικών συµπερασµάτων σε οιονεί µυθιστόρηµα, που τινάζει στον αέρα το δράµα και προκαλεί σπαρταριστά γέλια µε την αναδροµική ανάγνωση τόσο της ιστορίας του όσο και των αντιδράσεων των ηρώων απέναντί της. Και αν, σκέφτεται κανείς, όλα αυτά αποτελούν έναν πολιορκητικό κριό για να αλώσει ο Γιάννης, όπως το υπαινίσσεται ο τίτλος του βιβλίου, το άντρο της Κωσταντίας, επιδιώκοντας τη συναίνεση για τον γάµο του;
Η απάντηση δεν ενδιαφέρει. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι το παιχνίδι του συγγραφέα µε την έννοια της αλήθειας. Αλλη είναι η αλήθεια όταν ο Γιάννης εστιάζει στα γεγονότα ως ερευνητής του οικογενειακού παρελθόντος του και άλλη όταν τα παρακολουθεί ως εν δυνάµει µυθιστοριογράφος. Η αλήθεια είναι θέµα οπτικής γωνίας και ανάλογα µε την οπτική της γωνία µπορεί να τρελάνει ή να λυτρώσει. Ετσι όµως ο Μακριδάκης καταφέρνει και κάτι άλλο: να µιλήσει µε ανάλαφρο και ταυτόχρονα σοβαρό τρόπο για τις εθνικές µας εµµονές, αποφεύγοντας τόσο την ιερή τους εξαΰλωση, που καταργεί κάθε ιστορική αίσθηση της πραγµατικότητας, όσο και τη στεγνή ιδεολογική τους αποµυθοποίηση, που αγνοεί το φορτίο του ιστορικού τους βιώµατος (η Κωσταντία είναι παιδί του πογκρόµ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955).
Ο Μακριδάκης είναι ένας εργαστηριακός συγγραφέας (όλη του η πεζογραφία συνιστά ένα πεδίο πολλαπλών επινοήσεων), που αποβάλλει εξαρχής την οιανδήποτε εσωστρέφεια και έχει την ικανότητα να απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό. Πρόκειται για µια δυσεύρετη όσο και εξαιρετικά λεπτή ισορροπία, η οποία προϋποθέτει τη σύµπραξη του ταλέντου µε την προωθηµένη τεχνική και τον πυκνό στοχασµό.
Η Αλωση της Κωσταντίας του Γιάννη Μακριδάκη μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί ως επιστολικό μυθιστόρημα. Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης ενσωματώνεται στο γράμμα του Γιάννη Γιασάρ Φρατζεσκάκη προς την πεθερά του, το οποίο διαβάζουν φωναχτά η ίδια και η φίλη της Βαγγελία, αναλαμβάνοντας εναλλάξ τον ρόλο της αναγνώστριας και της ακροάτριας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο συγγραφέας πετυχαίνει μια σταθερή αντίστιξη λόγων (ο απολογητικός λόγος του Γιάννη για την τουρκική καταγωγή του και ο εξοργισμένος λόγος των δύο γυναικών για τη συνταρακτική παραδοχή του), που συμπλέκονται με έναν ασθματικό, σχεδόν παραληρηματικό ρυθμό, προσδίδοντας στην αφήγηση μια σπάνια ζωντάνια.
Όσο προχωρά η ιστορία του Γιάννη, διαπιστώνουμε ότι ο Μακριδάκης πετυχαίνει και μια άλλη αντίστιξη: την αντίστιξη ανάμεσα στη λόγια, επιστημονική γλώσσα του ερευνητή (ο Γιάννης έχει σπουδάσει φιλολογία) και στο προφορικό, πολίτικο ιδίωμα των δύο γυναικών. Αν εδώ προσθέσουμε τους ατέλειωτους καταλόγους οικογενειακών ονομάτων με τους οποίους ενισχύει ο Γιάννης τα επιστολικά του λεγόμενα, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε το πλέγμα των τεχνικών μέσω των οποίων στήνει ο Μακριδάκης τη μυθιστορηματική αρχιτεκτονική του φτιάχνοντας ένα βιβλίο που μαζί με τα άλλα μάς κερδίζει με το διακριτικό (όχι προβεβλημένο, ούτε καταπιεστικό) σασπένς του.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ