Νόστιµο παιδί, συµπαθητικό και καλοΐσκιωτο, µε πρόσωπο σταράτο, χείλη προκλητικά σαν φρούτα γινωµένα και µάτια σκοτεινά γεµάτα υποσχέσεις είναι ο Σωτήρης, ένας σβέλτος νεαρός τσαγκάρης της οδού Αιόλου.
Οταν θα τον πρωτοσυναντήσει η Ρηνούλα, µια συνεσταλµένη όµορφη καπελού της Αγίου Μάρκου, θα τον αγαπήσει µε λαχτάρα δίχως λυτρωµό και θα χάσει για πάντα την κοριτσίστικη ξενοιασιά της.
Φθηνή αισθηµατολογία του συρµού; Οχι ακριβώς. ∆ηµοσιευµένη σε τέσσερις συνέχειες στη Νέα Εστία το φθινόπωρο του 1940, η νουβέλα «Κάπου περνούσε µια φωνή» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, η οποία κυκλοφορεί τώρα για πρώτη φορά αυτοτελώς από τις εκδόσεις Ερατώ, είναι µια αισθηµατική ιστορία µε τραγικό τέλος που διαδραµατίζεται στην προπολεµική Αθήνα του 1914 στη διάρκεια λίγων µηνών. Μακριά από τον Μεγάλο Πόλεµο και τις συλλογικές έγνοιες, οι νέοι του πεζογραφήµατος, παιδιά της εργατικής τάξης, υδραυλικοί, αραµπατζήδες, ναυτικοί, ράφτες, µαρµαράδες και τσαχπίνες µοδιστρούλες και τεχνίτρες, βολτάρουν στην Αθήνα, φλερτάρουν και ερωτεύονται.
Η νύχτα, το χλωµό και λυπηµένο φεγγάρι, οι νεαροπαρέες που διασκεδάζουν, η νοσταλγία για τα παλιά και λησµονηµένα, ο έρωτας που γειτονεύει µε τον θάνατο, όλα τα στοιχεία της ποίησης του Λαπαθιώτη υπάρχουν και σε τούτο το πεζογράφηµα. Εκτός από τα οικεία µοτίβα της νεοροµαντικής ποίησης, ο πεζός λόγος του Λαπαθιώτη έχει επιπλέον τη «ρυθµική κύµανση του στίχου» έγραφε τον Ιανουάριο του 1944 ο Γιώργος Γεραλής σε νεκρολογία για τον αυτόχειρα Λαπαθιώτη στα «Καλλιτεχνικά Νέα»: «Ολόκληρη η νουβέλα είναι γραµµένη – σχεδόν – σε δεκαπεντασυλλάβους», γεγονός που καταδεικνύει «πόσον ήταν συµφυής µε τον εσωτερικό κόσµο του Λαπαθιώτη ο ποιητικός ρυθµός».
Τα ρεαλιστικά στιγµιότυπα της νουβέλας εναλλάσσονται µε υποβλητικές ποιητικές εικόνες τυλιγµένες σε έναν διάχυτο ερωτισµό – ετερόφυλο και οµόφυλο. Ο απροκάλυπτα οµοφυλόφιλος Λαπαθιώτης είναι υπαινικτικός στη συντηρητική Νέα Εστία – µε την οποία συνεργάζεται και ως κριτικός βιβλίου –, τα υπονοούµενα όµως δεν χωρούν παρερµηνείες: ο Σωτήρης δεν ανταποκρίνεται στο αίσθηµα της Ρηνούλας όχι επειδή αγαπά άλλη γυναίκα.
Η ερωτική ιστορία επάνω στην οποία δοµείται η πλοκή αποτελεί όµως µόνο το µυθοπλαστικό πρόσχηµα για ένα χρονογράφηµα της καθηµερινότητας και των ηθών της ζωής στις λαϊκές συνοικίες της πρωτεύουσας. Η µοιραία κατάληξη του ερωτικού καηµού της ηρωίδας µαρτυρείται ήδη στις πρώτες σελίδες, απαλλάσσοντας τον αναγνώστη από την αγωνία της εξέλιξης της ιστορίας. Απολαµβάνει έτσι τους περιπάτους στην Αθήνα που αρχίζει µόλις να διαµορφώνεται σε µεγαλούπολη, όπου οι εντυπωσιακές δενδροστοιχίες του άστεως, οι νωχελικοί περίπατοι στους Κήπους των Μουσών, η κοσµοπληµµύρα στην οδό Ερµού, η µεγάλη λαµπαδηφορία στρατού και µαθητών και τα εορταστικά πυροτεχνήµατα το βράδυ του Ευαγγελισµού στο Σύνταγµα συνυπάρχουν µε τις φωτιές του Κλήδωνα που φερµένες από τα χωριά της επαρχίας τριζοβολούν και γεµίζουν µε τη λάµψη και τη βαριά καπνίλα τους τους δρόµους της πόλης. Οι κανταδόροι σεργιανούν τις νύχτες στις γειτονιές και στα σοκάκια του Παγκρατίου, της ∆εξαµενής, των Πετραλώνων, του Θησείου προτού καταλήξουν στα συνοικιακά καφενεδάκια. Το τραµ ανεβαίνει ακόµη την οδό Ερατοσθένους στο Παγκράτι, οι γυναίκες κουτσοµπολεύουν τα καλοκαίρια στις αυλές ως τα µεσάνυχτα, τα κορίτσια ευκολοκοκκινίζουν ακόµη και τα αυτοκίνητα µετριούνται ακόµη στα δάχτυλα.
Στο αντίστοιχο αισθηµατικό ροµάντζο του «Το τάµα της Ανθούλας» ο Λαπαθιώτης αποτυπώνει τη ζωή του περιθωρίου και του υποκόσµου στον Πειραιά. Στο «Κάπου περνούσε µια φωνή» συµπληρώνει – όπως δηλώνει και ο υπότιτλος του πεζογραφήµατος «Σελίδες µιας Αθήνας περασµένης» – την αθηναιογραφία των αρχών του 20ού αιώνα προσθέτοντας στις νατουραλιστικές περιγραφές του ∆. Βουτυρά, του Ιω. Κονδυλάκη, του Μ. Μητσάκη και του Αλ. Παπαδιαµάντη εικόνες µιας απλής, ανέµελης, αισθησιακής, ηδυπαθούς Αθήνας, σαγηνευτικής και ολέθριας.
Το κοµψό τοµίδιο των εκδόσεων Ερατώ περιλαµβάνει επίσης το πεζό κείµενο «Φεγγάρι» – πιθανόν πρόπλασµα του πρώτου κεφαλαίου της νουβέλας, δηµοσιευµένο στο περιοδικό Μούσα το 1922. Τα κείµενα πλαισιώνουν πρόλογος και σχόλια του επιµελητή και εργοβιογραφικό χρονολόγιο του συγγραφέα επιχειρώντας την απόδοση µιας σφαιρικής εικόνας του λογοτεχνικού Λαπαθιώτη – θεωρητικά γνωστού, αγαπηµένου και µελοποιηµένου, αλλά εν πολλοίς ακόµη ανεξερεύνητου.
Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, γιος υψηλόβαθμου στρατιωτικού που διετέλεσε και υπουργός Στρατιωτικών μετά το Κίνημα στου Γουδή και μιας ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη, ένας επιτηδευμένος δανδής της λογοτεχνικής και κοσμικής Αθήνας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, ανοικτά ομοφυλόφιλος, εραστής των «τεχνητών παραδείσων», φημισμένος για τη νυχτοφιλία του, πολυγραφότατος και συνεργάτης απειράριθμων εντύπων της εποχής του, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944), ο θρυλικός έλληνας Οσκαρ Γουάιλντ που βίωσε τη ζωή ως τέχνη, είναι γνωστός περισσότερο ως ένας από τους παρακμιακούς ποιητές της γενιάς του Καρυωτάκη, τον οποίο τα αδιέξοδά του, οι οικονομικές δυσκολίες και τα ναρκωτικά τον οδήγησαν στην αυτοχειρία. «Η ζωή του προκαλεί εύλογα το ενδιαφέρον του κοινού» σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο νεοελληνιστής Γιάννης Παπακώστας, ο οποίος επιμελήθηκε την έκδοση της αυτοβιογραφίας του «Η ζωή μου» (Κέδρος, 2009) και της αισθηματικής νουβέλας «Το τάμα της Ανθούλας» (Λιβάνη, 2007). Στα πεζά του, διάσπαρτα σε περιοδικά της εποχής και αθησαύριστα ακόμη, «την προσοχή μας σήμερα δεν προκαλούν μόνο η μυθοπλασία, ο αισθητισμός και ο αισθησιασμός, καθώς συμπλέκονται με έντονα ρεαλιστικά, νατουραλιστικά, θα λέγαμε, στοιχεία – στοιχεία περιθωρίου, όπως είναι η σωματεμπορία, ο τζόγος, τα ναρκωτικά και οι τεκέδες –, αλλά και η ποιητική τους αύρα και ο επιμελημένος λόγος, συνδυασμένος με μια ρομαντική διάθεση και φόντο πάντοτε τη νύχτα και τις αρρωστημένες αναθυμιάσεις, σωματικές και ψυχικές».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ