Η αστυνοµική λογοτεχνία γοητεύει πλέον παλαιούς και νεότερους έλληνες συγγραφείς, µε αποτέλεσµα τα αστυνοµικά βιβλία που εκδόθηκαν τον τελευταίο καιρό να είναι αρκετά και µερικά από αυτά να συναγωνίζονται επάξια τα µεταφρασµένα. Ο νέος συγγραφέας Βασίλης ∆ανέλλης µε τη Μαύρη µπίρα, το πρώτο του µυθιστόρηµα, επιχειρεί να µιλήσει για τη ζοφερή ελληνική πραγµατικότητα, επηρεασµένος από τα βιβλία του Τζέιµς Ελρόι, του Πάκο Ιγνάσιο Τάιµπο, του Ζαν-Κλοντ Ιζό, του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλµπάν, του Λόρενς Μπλοκ και, κυρίως, του Ρέιµοντ Τσάντλερ. Στην ιστορία του πρωταγωνιστεί ένας κοινός πολίτης, πολίτης ο οποίος ζει στο περιθώριο της κοινωνίας µε δική του επιλογή: ο Αντρέας, πλανόδιος µουσικός. Οταν ο Λάζαρος, ζογκλέρ των δρόµων, ένας αγαθός γίγαντας µε τατουάζ και καρδιά µικρού παιδιού, περιθωριακός όπως ο ίδιος, βρίσκεται µαχαιρωµένος, o Αντρέας θέλει να του κάνει µια αξιοπρεπή κηδεία, οπότε προσπαθεί να βρει τα απαραίτητα χρήµατα. Στην πορεία όµως, και ενώ έχει συναντήσει τους φίλους τού νεκρού ζητώντας τη συνεισφορά τους, αποφασίζει να υποδυθεί τον ερασιτέχνη ντετέκτιβ. Για ποιον λόγο; Ενδεχοµένως, επιθυµεί να αποδώσει δικαιοσύνη. Ισως να θέλει να σπάσει την ανία του, διότι έχει και αυτός προσωπικά προβλήµατα. Πιθανώς, µέσω της έρευνας για τη δια λεύκανση της υπόθεσης προσπαθεί να δώσει νόηµα στη µίζερη ζωή του.

Σε κάθε περίπτωση, το τόλµηµά του συνεπάγεται κίνδυνο για τη σωµατική του ακεραιότητα, ακόµα και για τη ζωή του.

Κλειδί στην υπόθεση είναι η φράση του Λάζαρου «Από αύριο αλλάζω ζωή», που είπε το βράδυ πριν να τον σκοτώσουν, τύφλα στο µεθύσι. Τι εννοούσε, άραγε; Επίσης, είναι αινιγµατικά τα λόγια του «Επιασα την καλή», «Απόψε θα τα κονοµήσω», ενώ τα κινέζικα ιδεογράµµατα στα τατουάζ υποτίθεται ότι σηµαίνουν «Οι άνθρωποι χωρίς πίστη µέσα τους δεν µπορούν να επιβιώσουν» ή «Αντιµετώπισε τα λάθη των φίλων σου µε την ίδια επιείκεια που αντιµετωπίζεις τα δικά σου». Η βασική απορία είναι η εξής: πού βρήκε τα λεφτά για τα κεράσµατα, αυτός ένας άφραγκος καλλιτέχνης του δρόµου; Γιατί έδωσε ένα εικοσάευρω στη γριά ζητιάνα που πουλούσε χαρτοµάντιλα; Ακόµα: τι ρόλο παίζει η ερωτική του σύντροφος, η Ασπα, µια femme fatale, πλουσιοκόριτσο που ζει στην Κηφισιά µε τη µητέρα της και τον µνηστήρα της, έναν επιχειρηµατία; Ο Λάζαρος δεν είχε συγγενείς, παρά µόνον φίλους (τον Χρήστο, έναν οικοδόµο, και τον Μάκη, έναν ακόµα καλλιτέχνη του δρόµου). Πρόκειται για ύποπτα άτοµα. Κεντρικός ήρωας, πάντως, είναι ο Αντρέας, ο οποίος δεν επικοινωνεί µε την οικογένειά του και καταπολεµά τη µοναξιά και τα προβλήµατά του µε µπίρες και τσιγαριλίκια. Ωστόσο, έχει ανθρωπιά. Παίρνει την κιθάρα του και περιπλανάται στους σκοτεινούς δρόµους, ζητώντας πληροφορίες για τον δολοφονηµένο, όταν οι άλλοι αδιαφορούν παντελώς.

Ο ∆ανέλλης δεν βάζει αστυνοµικούς στο µυθιστόρηµά του: πιθανότατα του είναι απωθητικοί. O µοναδικός αστυνοµικός που εµφανίζεται απλώς οδηγεί τον ήρωα στο νεκροτοµείο, όπου έχουν τον Λάζαρο, επιπλέον παρουσιάζεται αυταρχικός και χαρακτηρίζεται Skinhead.

Μα και ένας ειδικός φρουρός είναι επιθετικός και στο έπακρον αντιπαθητικός. Εποµένως, έχουµε να κάνουµε µε ένα αστυνοµικό µυθιστόρηµα χωρίς αστυνοµικούς και αυτό του προσδίδει ευθύς εξαρχής µια γοητεία, διαφορετική από εκείνην των µυθιστορηµάτων όπου σκληροί, αυστηροί αστυνοµικοί, τυπολάτρες ή βάναυσοι, δρουν κυνηγώντας τους παραβάτες του νόµου, κερδίζοντας έτσι τη συµπάθεια των αναγνωστών.

Η Μαύρη µπίρα είναι ένα νουάρ µυθιστόρηµα για τη σύγχρονη Αθήνα. Ο ∆ανέλλης ζωγραφίζει την πόλη µε σκοτεινά χρώµατα, αρχίζοντας από το ιστορικό της τρίγωνο, «τη µαύρη τρύπα της πόλης που συγκεντρώνει όλους τους περιθωριακούς, από πρεζόνια µέχρι αλλοδαπούς». Ιδιαίτερα περιγράφει τον κόσµο της νύχτας που κυριαρχεί στην περιοχή όταν πέφτει το σκοτάδι. Τα µπαρ, τα φαγάδικα, οι µεθυσµένοι νεαροί, οι αφρικανοί νταβατζήδες, οι µαύρες πόρνες, οι κούτες και τα σκουπίδια των µαγαζιών που χορεύουν στον αέρα µαζί µε τα χάρτινα φανάρια έξω από τις προσόψεις των κινέζικων καταστηµάτων, αποτελούν το ντεκόρ όπου κινείται ο ούτως ειπείν ντετέκτιβ. Ο συγγραφέας µιλάει για το σήµερα, για την εποχή του µνηµονίου. Η Ελλάδα βρίσκεται σε βαθιά κρίση και ο κόσµος, νιώθοντας µετέωρος, προσπαθεί να πιαστεί από κάπου για να επιβιώσει.

Στα χνάρια του Ρέιµοντ Τσάντλερ

Η επιλογή του Βασίλη uni0394ανέλλη να βάλει έναν περιθωριακό τύπο, έναν αντιήρωα, στη θέση κάποιου αστυνομικού που πασχίζει να εξιχνιάσει το έγκλημα, ίσως οφείλεται και στην αγάπη του για τον Ρέιμοντ Τσάντλερ: παρόμοιες υποθέσεις αναλαμβάνει και ο μοναχικός, γενναίος, πότης και έντιμος Φίλιπ Μάρλοου. Από την άλλη, ο συγγραφέας φαίνεται ότι ανήκει στην κατηγορία των «πολιτικώς ορθών». Αυτό συνάγεται και από την απόφασή του να τοποθετήσει δίπλα στον Ανδρέα ως σύντροφο τη Νάντια, μια μαύρη καλλονή, η οποία ήρθε στην Ελλάδα «διασχίζοντας όλη την Αφρική και τη Μεσόγειο στην αγκαλιά των γονιών της». Είναι και αυτό σημείο των καιρών: οι μετανάστες παίζουν πλέον σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική λογοτεχνία. Ο Βασίλης uni0394ανέλλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Είναι δημοσιογράφος και έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά και στο ραδιόφωνο. Το πρώτο αστυνομικό του διήγημα δημοσιεύτηκε στον τόμο Ελληνικά εγκλήματα 3 (εκδόσεις Καστανιώτη, 2009). Ζει στην Κωνσταντινούπολη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ