Πώς αναγνωρίζουμε την παράνοια; Με ποιον τρόπο καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαταραγμένη συμπεριφορά που παραμορφώνει ή αναποδογυρίζει την πραγματικότητα προκειμένου να την προσαρμόσει στα δεδομένα της; Και ακόμη, πώς χαράσσονται τα όρια ανάμεσα στο κανονικό και στο παράλογο και τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει «κανονικό» σε έναν φύσει ρευστό και μεταβαλλόμενο κόσμο, όπως είναι ο κόσμος της καθημερινής επιβίωσης, που χωράει τα πάντα στο εσωτερικό του;
Τα ερωτήματα ανακύπτουν από τις πρώτες κιόλας σελίδες του καινούργιου πεζογραφήματος του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, που τιτλοφορείται Νερό και ταυτίζεται εξ ολοκλήρου με ένα συνεχές παραλήρημα: το παραλήρημα ενός ανώνυμου, κλειδαμπαρωμένου στον εαυτό του ήρωα, που περιορισμένος στα ελάχιστα τετραγωνικά της τουαλέτας του σπιτιού του προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον αδιανόητο τρόμο τον οποίο του προκαλούν οι γείτονές του με τους άκακους, τυποποιημένους θορύβους του διαμερίσματός τους. Κινήσεις και ακούσματα που για οποιονδήποτε άλλον θα αποτελούσαν μιαν αδιάφορη ηχητική ρουτίνα (το άνοιγμα της βρύσης στον νεροχύτη ή του ντους στο μπάνιο, η τακτοποίηση των πιατικών και των ποτηριών εν όψει της προετοιμασίας ενός τραπεζιού ή μια φωνή ικανή να περάσει τη λεπτή μεσοτοιχία) μετατρέπονται εδώ σε ζωντανό εφιάλτη, σε στοιχεία μιας τεράστιας συνωμοσίας με πέρα για πέρα καταστρεπτικούς σκοπούς.
Ο συγγραφέας οργανώνει με τους όρους ενός διακριτικού θρίλερ τον ακατάσχετο λόγο του πρωταγωνιστή του, που αποκαλύπτει μόνο σταδιακά τον παραληρηματικό του χαρακτήρα. Στην αρχή ο κίνδυνος μοιάζει εντελώς πραγματικός. Κάποιοι επιβουλεύονται, έστω και ως σκιώδεις φιγούρες, τη ζωή και την ακεραιότητα του ήρωα, που αγωνίζεται για να γλιτώσει από την απειλή τους. Εν συνεχεία το γυαλί αρχίζει να ραγίζει. Η απειλή δεν έρχεται πια από έξω, αλλά από μέσα: οι «από πάνω», που τρομάζουν τόσο τον αφηγητή, μπορεί αίφνης να είναι κάλλιστα και οι «από κάτω», έτοιμοι να τον φιλοδωρήσουν με ένα ισάξιο μέγεθος τρόμου. Το εγώ έχει ήδη διασπαστεί και ό,τι βλέπει στον καθρέφτη δεν είναι παρά απανωτοί σωσίες και διαδοχικά απεικάσματα μιας ταυτότητας η οποία δεν θα κατορθώσει να προσδιορίσει ποτέ τα χαρακτηριστικά της.
Η τρέλα ανεβαίνει πλέον στην επιφάνεια με όλο το μεγαλείο της. Ο ήρωας έχει διακόψει τη φαρμακευτική αγωγή του και βιώνει μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης την ελευθερία του από τις τοξικές της συνέπειες. Πρόκειται όμως, έστω κι έτσι, μόνο για τρέλα; Μήπως η ολοφάνερη απόκλιση από τους συμφωνημένους κανόνες της λογικής έχει να κάνει και με την ανικανότητα ή την άρνηση των άλλων να απλώσουν ένα χέρι επικοινωνίας προς τη μεριά του σπαραγμένου εγώ; Και μήπως αυτή η θεματικά δυναμιτισμένη γέφυρα ανάμεσα στο εγώ και στους άλλους, που θα καταλήξει αναπόφευκτα στον γκρεμό, συνιστά και μια μεταφορά για την εγγενή αδυναμία της ύπαρξης, είτε ανήκει στο καθεστώς της τάξης είτε ασπάζεται το χάος, να μιλήσει για τη θέση της στον κόσμο;
Ο διαμελισμένος πρωταγωνιστής του Παπαγεωργίου, ο οποίος ασφαλώς δεν θα έχει την παραμικρή τύχη ως ήρωας μπεστ σέλερ, θα απασφαλίσει τις άναρχες φράσεις του από κάθε εγγύηση, θα μετατραπεί σ΄ ένα άπατο λογοθετικό ρήγμα, πιστεύοντας πως κάποια στιγμή το νερό (το νερό που τρέχει στο μπάνιο του και στο μπάνιο των γειτόνων) θα γίνει ένας τεράστιος και αδιαφοροποίητος όγκος, που θα τον καταπιεί και θα τον αφανίσει εξ ολοκλήρου. Στο σημείο αυτό ωστόσο βρισκόμαστε ξανά σε συνθήκες υπαρξιακής δίνης. Ο καθημερινός θάνατος δεν είναι ο θριαμβευτικός θάνατος της φωτιάς, που ατενίζει τον ουρανό, γράφει ο Γκαστόν Μπασλάρ στο Νερό και τα όνειρα, αλλά ο οριζόντιος θάνατος του νερού, που κυλάει και πέφτει χωρίς σταματημό, χαρίζοντας στο υποκείμενο μιαν οδυνηρή ονειροπόληση.
Σε μια τέτοια ονειροπόληση δοκιμάζει να δώσει σάρκα και οστά ο Παπαγεωργίου με το αφήγημά του, αποτυπώνοντας στη δράση του ένα σοβαρό κομμάτι από την ατμόσφαιρα της ποίησής του. Το Νερό δεν είναι μολοντούτο ποιητική πρόζα, αλλά ένα πεζό με εξαιρετικά πυκνούς ρυθμούς και οξυδερκή έλεγχο της οικονομίας του, που δεν δυσκολεύει, παρά την τεχνική του ιδιαιτερότητα, την παρακολούθησή του και αφήνει να παρεισδύσουν στο παρανοϊκό του κλίμα φέτες έντονης, αισθησιακής ζωής, βουτηγμένες σε ποικίλες γεύσεις και μνήμες, αλλά και διαπερασμένες από μιαν ακατάλυτη ερωτική ορμή.
Ολη η αφηγηματική παραγωγή του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου είναι γλωσσοκεντρική: από το Γιοτάπατο (1977), όπου ο συγγραφέας ανοίγει διάλογο με τις ημερολογιακές σημειώσεις ενός γέρου από τον Μοριά,μέχρι το Αντί σιωπής (2003),όπου στις αράδες μιας ανεπίδοτης επιστολής καταβάλλεται προσπάθεια να επινοηθούν οι λέξεις μιας οριστικά απούσας μορφής.Στο ενδιάμεσο ο Παπαγεωργίου θα αναπτύξει την άστικτη σύνταξη (κάτι ανάμεσα σε εσωτερικό μονόλογο και ροή της συνείδησης) που υιοθετεί και στο Νερό, για να υποδείξει τη σύγχυση,αλλά και την απροσδιοριστία των καταστάσεων που υφίστανται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο οι ήρωές του: από το Των Αγίων Πάντων (1992),όπου και μια δύστροπη ερωτική αφύπνιση,με φόντο ένα λαϊκό τοπίο της δεκαετίας του 1950 (το έργο είχε και θεατρική απόληξη: ανέβηκε το 1993 από το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας σε σκηνοθεσία Κοσμά Φουντούκη),μέχρι το Αννα Κοιμήσου (1995),όπου ένας άνδρας παραληρεί ανάμεσα σε δύο γυναίκες,αλλά και το Πήρε φως (1998),όπου η ασθματική γραφή του Παπαγεωργίου επιστρατεύεται για να αναδειχθούν η παραδοξότητα και η αμφίσημη διάπλευση (ένα μονίμως ανοιχτό νόημα) του ονείρου.Η γλώσσα είναι κάποτε ένα μεγάλο ταξίδι όχι στα θαύματα του εξωτερικού κόσμου,αλλά στα απέραντα σκοτάδια της εσωτερικής επικράτειας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ