«Ο Οθων αγαπάει την Ελλάδα, εγώ όμως είμαι ερωτευμένη μαζί της» γράφει τον Ιανουάριο του 1845 η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας, η 26χρονη Αμαλία, σε επιστολή στον πατέρα της, τον μεγάλο δούκα Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου. Οι επιστολές προς τον πατέρα της- από τον Δεκέμβριο του 1836, όταν η Αμαλία ξεκίνησε για την Ελλάδα, ως τον θάνατο εκείνου το 1853-, δημοσιευμένες για πρώτη φορά σε μετάφραση και επιμέλεια των Μίχαελ και Βάνας Μπούσε, από το προσωπικό αρχείο της Αμαλίας που φυλάσσεται στα Κρατικά Αρχεία της πόλης του Ολδεμβούργου, διαβάζονται σαν απολαυστικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης.
Ορφανή από μητέρα σε ηλικία δύο ετών, η Αμαλία μεγαλώνει στο Ολδεμβούργο με την αγάπη του πατέρα της και τη στοργή διαδοχικών μητριών. Στα δεκαοκτώ παντρεύεται τον Οθωνα, με τον οποίο ήταν ερωτευμένη από παλιά, και τον ακολουθεί στο μικρό νεόκοπο κράτος στα Βαλκάνια όπου αυτός έχει διοριστεί βασιλιάς. Τον πρώτο καιρό προσπαθεί να γνωρίσει τον τόπο και τους υπηκόους της και μαθαίνει ελληνικά με εντατικούς ρυθμούς. Κάνει περιπάτους με το άλογο στην Αττική ( «Ενας δρόμος που απολαμβάνω να τον διατρέχω έφιππη είναι ο δρόμος προς τον Πειραιά. Βλέπει κανείς πολλές άμαξες, πολλούς ξένους, ταχυδρομικές άμαξες, υποζύγια, καμήλες, κάθε εθνικότητας ναύτες» ) και εξερευνητικά ταξίδια στην επαρχία ( «απερίγραπτα ωραίος είναι ο ουρανός και λένε πως ακόμη και ο ιταλικός δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του», «τα πολλά κοπάδια και οι άνθρωποι στους αγρούς με τις γραφικές τους ενδυμασίες κάνουν την εικόνα πιο ζωντανή», «οι νύχτες με φεγγάρι εδώ είναι μεγαλειώδεις» ).
Στην Αθήνα, που «δεν είναι ακόμη σαν άλλες ευρωπαϊκές πόλειςαλλά εξαιρετικά ιδιόμορφη», η ενοικιαζόμενη βασιλική κατοικία στην πλατεία Κλαυθμώνος είναι «όμοια με αυτές των αστών στα δικά μας μέρη, και ίσως λίγο χειρότερη». Η Αμαλία παρακολουθεί από κοντά την πορεία ανέγερσης των ανακτόρων και καταπιάνεται με την ανοικοδόμηση και τον καλλωπισμό της πόλης με τον ενθουσιασμό νεαρής νοικοκυράς. Φροντίζει για τη φύτευση του σημερινού Εθνικού Κήπου και για τον σχεδιασμό δρόμων, οργανώνει έναν σύλλογο κυριών, ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη πολιτιστικής ζωής και εύχεται να κάνει έναν γιο.
Οι επιστολές της εκλύουν οικειότητα και θερμή αφοσίωση προς τον «αγαπημένο,καλό,γλυκό,αγγελικό πατέρα» από την «κόρη του που θα τον αγαπά αιώνια», νοσταλγία για την οικογένεια και τη ζωή της στο πατρικό σπίτι και ανυπόκριτη τρυφερότητα για τον Οθωνα ( «Αγαπημένε μου πατέρα, δεν τον εξετίμησες νομίζω αρκετά και αυτό με λυπεί,γιατί θα το άξιζε.Μέχρι τώρα όλος ο κόσμος παραγνωρίζει την αξία του και περισσότερο από όλους ο ίδιος ο πατέρας του» ). Τα οικογενειακά νέα εναλλάσσονται με τις ειδήσεις για την κατάσταση στο νέο κράτος και τα εμπόδια που αναχαιτίζουν την πρόοδό του, για τους σεισμούς του 1837 και την επιδημία πανώλους στον Πόρο.
Την πολιτική την παρακολουθεί από μακριά. «Βλέπω πόση πρόοδος υπάρχει σε όλα» γράφει το 1840 για τις εντυπώσεις της από ταξίδι στην Πελοπόννησο, «πόσο καλός είναι ο λαός στην πραγματικότητα και όλη η αυθάδεια προέρχεται από μερικούς φωνακλάδες της πρωτεύουσας». Παρατηρεί τους διαξιφισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων για την εξασφάλιση μεγαλύτερης επιρροής στο νέο κράτος, εξοργίζεται με τους διπλωμάτες «οι οποίοι βαριούνται εδώ και περνούν τον καιρό τους με μηχανορραφίες» και ενοχλείται με τις αναφορές των ξένων εφημερίδων στην Ελλάδα: «Θύμωσα πολύ τώρα τελευταία όταν διάβασα στην εφημερίδα “Αllgemeine Ζeitung” ότι ο φετινός προϋπολογισμός της Ελλάδας παρουσιάζει 2 εκατομμύρια δραχμές έλλειμμα,ενώ συμβαίνει το αντίθετο» . Συμπαθεί τους ντόπιους και δυσπιστεί απέναντι στους ξενοφερμένους με τις σπουδές στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και τις θεωρίες τους.
Τον Σεπτέμβριο του 1843 η Αμαλία περνά από το περιθώριο στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής. «Σιγά σιγά άρχισαν να πέφτουν συνθηματικοί πυροβολισμοί και στην πόλη και από την Ακρόπολη.Φωτιές ήταν αναμμένες στα βουνά και ένα φοβερό βουητό ακουγόταν από την πόλη…Τρομερή ήταν η στιγμή που τα στρατεύματα πλησίασαν. Ιππικό, τάγματα ακροβολιστών και πεζικόπλησίασαν όλοι και φώναζαν με φοβερά ουρλιαχτά “ζήτω το Σύνταγμα”.Ηταν μία και μισή» περιγράφει την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου στον πατέρα της.
Ενθαρρύνει τον Οθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα στους Ελληνες. Στις επιστολές της που ακολουθούν οι αναλυτικές περιγραφές της αρχιτεκτονικής και του περίτεχνου ζωγραφικού διακόσμου του παλατιού δίνουν πλέον τη θέση τους σε ειδήσεις για την ψήφιση του Συντάγματος. Η 3η Σεπτεμβρίου στρέφει την προσοχή επάνω της. Ειλικρινής, αυθόρμητη και πεισματάρα, η Αμαλία αναμειγνύεται έκτοτε στην πολιτική: «Οταν αντιληφθώ ότι κάτι δεν αρέσει στον Οθωνα,αλλά δεν μπορεί εύκολα να αρνηθεί ή πιστεύει ότι δεν συμφέρει για πολιτικούς λόγους, επεμβαίνω και βάζω τέλος μια και καλή με τον δικό μου ιδιαίτερο τρόπο,που τον δέχονται,γιατί θεωρούν ότι εγώ έτσι είμαι» εξομολογείται στον πατέρα της.
Τον Αύγουστο του 1850 ο Οθων αναχωρεί για ταξίδι στη Γερμανία. «Αισθάνομαι τρόμο με την ιδέα ότι θα μείνω έτσι μόνη» γράφει η Αμαλία. Την 11η Αυγούστου ορκίζεται πίστη στον βασιλιά και στο Σύνταγμα και αναλαμβάνει την αντιβασιλεία. «Με τη βοήθεια του Θεού ελπίζω να τα καταφέρω» εύχεται η θρησκευόμενη προτεστάντισσα.
Οι επιστολές της Αμαλίας,που μοιάζουν περισσότερο με προσωπικό ημερολόγιο,προσφέρουν αυτοβιογραφικό υλικό που φωτίζει την προσωπικότητά της ενώ ταυτόχρονα καταγράφουν το χρονικό ενηλικίωσης του νέου ελληνικού κράτους.Τους τόμους πλαισιώνουν κατατοπιστική εισαγωγή,επεξηγηματικές σημειώσεις,χρήσιμη βιβλιογραφία και ευρετήρια.Οι πληροφορίες που παρέχει αυτή η πολυσέλιδη δίτομη έκδοση,από τη μεγάλη κλίμακα των ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848 και της διεθνούς διπλωματίας ως τα μικρά και καθημερινά του ελληνικού βίου,συνθέτουν ένα συναρπαστικό ψηφιδωτό που θα εμπνεύσει πολλές μελέτες στους ιστορικούς της εποχής. Οι υπόλοιποι απολαμβάνουμε τη δροσερή αφήγησή της στην οποία πρωταγωνιστούν οΚωλέττης ,οΜαυροκορδάτος,ο σκοτεινός βρετανός διπλωμάτηςΛάυονς, οιΣούτσοι,οΙάκωβος Ρίζος Νερουλόςκαι άλλες μορφές της ιστορίας μας και αφήνουμε να μας μυήσει στα ξεχασμένα χρόνια της μοναρχίας,τα μακρινά μεν,οικεία δε:«Η κατάσταση αυτή τη στιγμή είναι πολύ δύσκολη.Η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεπληρώσει τις Μεγάλες Δυνάμεις» γράφει η Αμαλία τον Απρίλιο του 1843. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πιέζουν την Ελλάδα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις προς τους δανειστές της προκειμένου να λάβει την τρίτη δόση του δανείου που της είχαν παραχωρήσει το 1832.«Πρέπει να γίνουν κάθε είδους περικοπές και περιορισμοί,που είναι κακό πράγμα…Πότε θα έρθει ο καιρός που θα είμαστε ανεξάρτητοι;Καλύτερα να τρως ξερό ψωμί και να είσαι ανεξάρτητος».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ