Η Τζένη Μαστοράκη είναι από τις σημαντικότερες ποιήτριες και μεταφράστριες. Το 1977, σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών (τότε), μετέφρασε τον «Φύλακα στη σίκαλη», το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του αμερικανού συγγραφέα Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, που έφυγε πέρσι από τη ζωή. Ενα χρόνο μετά, το 1978, το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Επίκουρος και ως σήμερα η μετάφρασή του θεωρείται αξεπέραστη.
Στις αρχές του 2008 κάποια παιδιά από το φοιτητικό περιοδικό «Καλειδοσκόπιο» της Φιλοσοφικής Σχολής τής ζήτησαν συνέντευξη με αφορμή τα τριάντα χρόνια από την έκδοσή του στα ελληνικά. «Τρόμαξα με τα χρόνια που είχαν περάσεικαι τότε πρωτοσκέφτηκα να τον ξαναπιάσω από την αρχή » λέει η ίδια στο «Βήμα» για το εξαιρετικά σπάνιο και εν εξελίξει εγχείρημά της να μεταφράσει και πάλι από την αρχή ένα βιβλίο που σημάδεψε τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα και την ίδια προσωπικά, έπειτα από τριάντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Με αφορμή τη νέα μετάφραση η Τζένη Μαστοράκη μιλάει στο «Βήμα».
– Σε τι «φάση» μεταφράστηκε τότε ο «Φύλακας» και σε ποια μεταφράζεται τώρα; «Ξανάρχισα να δουλεύω από το μηδέν, με αγωνία και φόβο. Τον Φύλακα (ως το καλοκαίρι που θα κάνω την αντιβολή), έχω να τον διαβάσω από το 1980, και τον Catcher τον είχα ανοίξει τόσα χρόνια τρεις φορές, όποτε χρειάστηκε να γράψω κάτι. Σπάνια ξαναγυρίζω στα βιβλία που αγάπησα, ποτέ σε δουλειές που τυπώθηκαν και έκλεισαν. Ημουν 28 χρόνων το 1977 που τον μετέφρασα, ορμητικά, μέσα σε 3-4 μήνες, με μετρημένα λεξικά, με απελπισμένο ψάξιμο, με ανεπαρκείς πληροφορίες, με μια γραφομηχανή που χάλαγε τον κόσμο. Και τότε είχα φοβηθεί πολύ: τον Χόλντεν (σ.σ.: ο ήρωας του μυθιστορήματος) και τον Σάλιντζερ και την επιτυχία που ακολούθησε».
– Πώς θα ήταν σήμερα ο Χόλντεν Κόλφιλντ; Για την ακρίβεια, τι είδους ζωή μπορεί να είχε ζήσει; «Πάντα ο ίδιος: ένας τριαντάρης, που δεν μπορεί να πάει πουθενά». – Γιατί ο «Φύλακας» είναι κλασικό
– Ολοι λένε πως ήταν ευτυχές γεγονός που μεταφράσατε εσείς το βιβλίο στα ελληνικά. Υπάρχει μετά από αυτή την καθολική αποδοχή κάποια επιφύλαξη για το καινούργιο εγχείρημα.Διαχειρίζεστε ένα είδος φόβου,ας πούμε (ή κάτι άλλο);
«Είχα την ευτυχία να μεταφράσω ένα πολυαγαπημένο μου βιβλίο. Αυτό και η δύναμή του έκαναν τη μετάφραση (σχεδόν ερήμην μου) “σουξέ”. Η δεύτερη απόπειρα ήταν ένας πολύ δικός μου λογαριασμός. Τον άνοιξα με δισταγμούς και δεν το είπα ούτε στην κόρη μου- μόνο, αργότερα, στον Γιώργο Βαμβαλή (σ.σ.: ο εκδότης). Και, ναι, φοβάμαι πάλι. Τον Σάλιντζερ, τον Χόλντεν, όλους σας». – Εχετε γράψει ότι «καμιά λέξη δεν
«Το είπα για όλες τις δικές μου λέξεις. Αλλά μόνο για τις δικές μου. Οταν τελειώνουν μέσα μου, τελειώνουν. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι΄ αυτό. Η ποίηση μεταφράζει τις αλήθειες σου με ωραία ψέματα – αλλά ούτε κι έτσι δεν σε αφήνει να κρυφτείς. Η μετάφραση δεν συλλειτουργεί. Καταβροχθίζει ό,τι βρει μπροστά της».
– Τότε με την έκδοση του «Φύλακα» κερδίσαμε νέους (και ηλικιακά κυρίως) αναγνώστες. Σήμερα, με τη νέα μετάφραση που δουλεύετε, πώς μπορούμε να το ξανακάνουμε με ένα βιβλίο του 1951 και τη γλώσσα τού τότε; «Στην Αμερική πιστεύουν πως σε λίγο ο Catcher θα χρειάζεται γλωσσάρι για να διαβαστεί. Εχω φυλλομετρήσει κάνα δυο Companions που ξεμύτισαν, έχουν την πλάκα τους, έχουν και γλύκα και μελαγχολία. Πάντως, αν με ρωτάτε, δεν θα εκσυγχρονίσω τίποτα- θα ήταν εύκολο και λάθος. Ο Χόλντεν είναι ένα παλιό παιδί. Γεννήθηκε δεκαεξάχρονος το 1941. Ο,τι κι αν απογίνει, σε όποια γλώσσα, στον κόσμο του τα σινεμά θα παίζουν πάντα “Επίκαιρα” πριν από το έργο και η νεολαία θα χορεύει σουίνγκ».
– Σε τι κοινωνία διαβάστηκε τότε στην Ελλάδα ο «Φύλακας» και σε ποια (αν υποθέσουμε ότι κάποιος θα πρωτοδιαβάσει τώρα το βιβλίο) σήμερα; «Στη μεταχουντική κοινωνία του 1978, που θα μπορούσε και να πει: “Τι λέει, το Αμερικανάκι;”. Αλλά δεν το είπε. Τόσες Ελλάδες άντεξε από τότε. Θα αντέξει κι άλλη μία».
– Ανήκετε στη γενιά των ποιητών του ΄70.Τότε η ποίηση χαρακτήριζε τον πολιτισμό μας.Τότε,ας πούμε, ήταν πιο ευρεία η επίδρασή της.Τώρα; Μήπως τελικά η ποίηση είναι μια αυστηρά προσωπική υπόθεση;
«Είναι το αυστηρώς προσωπικό μας παραμύθι. Γι΄ αυτό έχει τόσες μαγικές δυνάμεις. Τις χάνει, όπως στα παραμύθια, από μια κατάρα. Τις ξαναβρίσκει μέσα σε έναν χαλασμό. Ολα τα παραμύθια έχουν αίσιο τέλος. Δεν ανησυχώ».
– Μένετε στην Κυψέλη πλέον. Η Αθήνα έχει αλλάξει πάρα πολύ. Πώς τα βλέπετε όλα αυτά; Γιατί φοβίζει τόσο ο «ξένος»; «Αγαπώ πεισματικά την Αθήνα. Και την Κυψέλη μαθαίνω να την αγαπώ πεισματικά. Τους ξένους τους φοβάμαι όταν ψάχνουν στα σκουπίδια μας. Τους φοβάμαι, γιατί δεν μπορούν να ξέρουν πόσο με πονάει αυτό που βλέπω».
– Η κρίση μπορεί να περάσει στους στίχους και να καταλαγιάσει τα πράγματα; Σας ρωτάω επειδή έχουμε ακούσει ακόμη και αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, πρωτόγνωρα πράγματα στον τόπο. Μπορεί, αλήθεια, κάποιος να βρει παρηγοριά σε έναν στίχο, να ξαποστάσει εκεί; «Μπαίνω στον πειρασμό να απαντήσω: από τον “Θούριο” του Ρήγα και μετά, κανένας στίχος δεν μπόρεσε να αναμετρηθεί αποτελεσματικά με την πραγματικότητα. Και κανένας στίχος δεν παρηγόρησε στ΄ αλήθεια κανέναν. Εκτός από εκείνον που τον έγραψε- αλλά και πάλι, μοναχά για μια στιγμή».
ΟΤζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ γνώρισε την παγκόσμια φήμη δημοσιεύοντας το 1951 τον «Φύλακα στη σίκαλη».Το βιβλίο ανήκει στα σημαντικότερα μυθιστορήματα της εφηβείας, μολονότι περιγράφει πολύ μικρό μέρος της ζωής του κεντρικού ήρωα Χόλντεν Κόλφιλντ.
Ανήκει επίσης στα αντιπροσωπευτικότερα έργα του μεταπολεμικού ρεαλισμού και αναμφίβολα επηρέασε βαθιά τους συγγραφείς οι οποίοι τρεις δεκαετίες αργότερα δημιούργησαν το ρεύμα που ονομάστηκε νεορεαλισμός ή βρώμικος ή μινιμαλιστικός ρεαλισμός.
Ο Χόλντεν, που βρίσκεται στο τέλος της εφηβείας του, ανήκει στους παρείσακτους, στους outsiders. Είναι ο κατ΄ εξοχήν αντιήρωας, ένα είδος σύγχρονου Χακ Φιν των μεγαλουπόλεων που διακατέχεται από αισθήματα αγάπης και απέχθειας για τον κόσμο και τους άλλους, αισθήματα ωστόσο που εκφράζουν μια αναμφισβήτητη αθωότητα, η δύναμη της οποίας πολλαπλασιάζεται από την αφοπλιστική αμεσότητα της γλώσσας του Χόλντεν, την απαράμιλλη φρεσκάδα της και την αριστοτεχνική απλότητα του ιδιώματος, με τις επαναλήψεις, τα στερεότυπα και την επιτηδευμένη «μαγκιά» που χαρακτηρίζει τη γλώσσα των εφήβων.
Ο Χόλντεν αγαπάει τη μικρότερη αδελφή του Φοίβη με ανυπόκριτη αθωότητα, εκφράζεται με την ίδια αθωότητα όσον αφορά τον εαυτό του, δεν έχει μεγάλα όνειρα και φιλοδοξίες, ο κόσμος δεν του αρέσει (όπως συχνά δεν του αρέσει και ο εαυτός του), γι΄ αυτό και θέλει να φύγει για τα δυτικά.
Απεχθάνεται τα σχολεία που αλλάζει συνεχώς, είναι ειρωνικός με τους δασκάλους του και τον κόσμο των μεγάλων, όμως ξέρει- και το παραδέχεται- ότι σύντομα και εκείνος θα αποτελεί μέρος του ίδιου κόσμου.
Δεν έχει μεγάλες ιδέες για το παρόν και το μέλλον, για τον έρωτα, τη σταδιοδρομία και την επιτυχία. Μας αφηγείται κάποια από τα πρόσφατα περιστατικά της ζωής του σαν να εξομολογείται τις πιο ενδόμυχες σκέψεις του, λες και μιλάει σε μια παρέα φίλων του με τους οποίους συναντάται ένα βράδυ κάπου στη γειτονιά τους για να πουν πώς πέρασαν τη μέρα τους. Στην αφήγησή του ξεδιπλώνεται ο εσωτερικός κόσμος εκείνου που δεν ξέρει τον πραγματικό κόσμο, που δεν τον έχει μολύνει το καθεστώς εξαγοράς των αισθημάτων και των συνειδήσεων.
Τον κόσμο των άλλων ο Χόλντεν τον μαθαίνει σιγά-σιγά μέσα από τις μικρές διαψεύσεις του- και με την πίκρα της αμεσότητας.
Ο αναγνώστης αρχίζει από τις πρώτες σελίδες να σκέφτεται ότι όλα τούτα είναι αυτονόητα, πως τέτοιοι είναι οι απροσάρμοστοι έφηβοι, με τις αδεξιότητες και τις απορίες τους, ότι στο βιβλίο δεν συμβαίνει τίποτε σπουδαίο- και όμως, έτσι κι αρχίσει κανείς να το διαβάζει, δύσκολα το αφήνει από τα χέρια. «Ο Φύλακας στη σίκαλη» διαρκώς πάει να αποκτήσει μυθιστορηματική πλοκή και διαρκώς ο συγγραφέας μοιάζει να την «αναστέλλει», όπως ο Χόλντεν που συνεχώς φεύγει για τα δυτικά και «συνεχώς» παραμένει στη Νέα Υόρκη. Ο νεορεαλισμός του Σάλιντζερ θυμίζει σε πολλά τις καλύτερες νεορεαλιστικές ταινίες του ιταλικού κινηματογράφου, όπου κυριαρχούν η νοσταλγία, η πικρία, η τρυφερότητα, η απέχθεια και η ανοχή: μια ανεπανάληπτη χημεία των αισθημάτων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ