«Δολοφονήθηκε;» τον ρωτάει κάποιος. «Αφού έγραφαν για καρδιακή προσβολή». Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Ρεμζί Ουνάλ, ήρωας του τούρκου συγγραφέα Τζελίλ Οκέρ, κάπως έτσι απαντά σε τέτοιου είδους αφέλειες: «Αν σας πυροβολούσαν τέσσερις συνεχόμενες φορές με περίστροφο, μπορεί κι εσείς να παθαίνατε καρδιακή προσβολή». Δεν σταματά εκεί όμως ο καυστικός πρώην πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας και alter ego του συγγραφέα, που νιώθει σαν τον αντίστοιχο ήρωα του Ρέιμοντ Τσάντλερ, τον αλκοολικό και αυτοκαταστροφικό Φίλιπ Μάρλοου: «Ειδικά όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να σας πυροβολήσουν.Και δεν υπολογίζω την ανεβασμένη χοληστερόλη». Ο Ρεμζί Ουνάλ φοράει γκαμπαρντίνα, ζει και εργάζεται σε μια πόλη που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς και αυτοσαρκάζεται παραδεχόμενος ότι δεν μπορεί να προσγειώσει ούτε ένα αεροσκάφος Τσέσνα στον εξομοιωτή πτήσης του υπολογιστή του. Αν ήταν στη Νέα Υόρκη και όχι στην Κωνσταντινούπολη, θα προσκαλούσε κάποια ξανθιά καλλονή σε δείπνο, «αλλά εδώ είναι Τουρκία» και δεν είναι να παίζει κανείς με τα εγκλήματα τιμής.
Εξ ου και βολεύεται με τσάι και καφέ.
Ο Τζελίλ Οκέρ, ο οποίος γεννήθηκε το 1952 στην Καισάρεια και τελείωσε αμερικανικό γυμνάσιο, συνδυάζει τις κλασικές νόρμες της δυτικότροπης αστυνομικής λογοτεχνίας με αυτό που ξέρει καλά: την πολυπλόκαμη πραγματικότητα της Κωνσταντινούπολης αλλά και της τουρκικής κοινωνίας σήμερα. «Τα παιδικά μου χρόνια ήταν συναρπαστικά, όπως και η εφηβεία μου. Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι φιλελεύθεροι, που τιμούσαν παράλληλα και τις παραδόσεις,αλλά ποτέ δεν ένιωσα ότι πιέζομαι για κάτι,έκανα πάντα αυτό που ήθελα.Ετσι,όπως και οι περισσότεροι συνομήλικοί μου της γενιάς του ΄60 σε ολόκληρο τον κόσμο, είχα τα ανάλογα διαβάσματα,άκουγα και έπαιζα ροκ μουσική, διασκέδαζα παίζοντας ποδόσφαιρο,ερωτευόμουν και πίστευα έντονα ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο». Από το 1971 ως το 1979 σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου και σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μπιλγκί της Κωνσταντινούπολης στον τομέα της Επικοινωνίας και της Διαφήμισης. «Νιώθω ότι απολαμβάνω ταυτόχρονα κάποιου είδους “ηθικά” πλεονεκτήματα από τα δύο πιο προνομιακά επαγγέλματα αυτή τη στιγμή στην Τουρκία:του συγγραφέα και του πανεπιστημιακού δασκάλου. Είναι απίστευτο! Αν αφήσουμε στην άκρη το οικονομικό σκέλος της κατάστασης, εξακολουθούν αυτές οι δύο ιδιότητες να είναι οι πιο αξιοσέβαστες στην κοινωνία. Ειλικρινά,δεν ένιωσα ποτέ ούτε να απειλούμαιούτε να φοβάμαι κάνοντας τη δουλειά μου και στα δύο πεδία». Πέρασαν χρόνια ώσπου η λογοτεχνία να καταστεί γι΄ αυτόν προτεραιότητα. Το πρώτο του βιβλίο, το «Γυμνό πτώμα», κέρδισε το 1999 το βραβείο καλύτερου αστυνομικού μυθιστορήματος Κάκτους. «Πραγματικά εποφθαλμιούσα,από τα χρόνια μου στο Γυμνάσιο και στο Πανεπιστήμιο,την τιμητική θέση του “νέου Χεμινγκγουέι”. Στη δεκαετία του ΄80 κατάφερα να δημοσιεύσω κάποια διηγήματα σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Προς έκπληξή μου, ο κόσμος δεν άλλαξε καθόλου.Ετσι διασταυρώθηκαν λοιπόν οι δρόμοι οι δικοί μου με αυτούς της λογοτεχνίας. Επειτα δούλεψα πολλά χρόνια ως διαφημιστής προκειμένου να βγάζω τον επιούσιο. Υστερα από πολύ καιρό κατάλαβα,έχοντας πάντα την παλιά μου αγάπη για τη γραφή και μια καλή γνώση της αστυνομικής λογοτεχνίας,ότι δεν έπρεπε να περιμένω τις μούσες να μου ψιθυρίσουν κάτι και έτσι αποφάσισα να παλέψω με αυτή την πρόκληση».
Ποια αναγνώσματα τον επηρέασαν; «Είναι μια λογοτεχνική λίστα δίχως τελειωμό.Από πολύ νωρίς άρχισα να διαβάζω τους έλληνες κλασικούς,αλλά μετά ανακάλυψα ότι μου άρεσε πάρα πολύ και η μοντέρνα νεοελληνική ποίηση. Ακόμη διαβάζω μυθολογία και ασχολούμαι με τις αφηγηματικές τεχνικές της αρχαίας γραμματείας.Φυσικά, παρακολουθώ εσχάτως πολύ στενά τον Πέτρο Μάρκαρη ». Το ερώτημα μοιάζει αναπόφευκτο. Υπάρχει κάποιου είδους παράδοση που να συσχετίζει την Τουρκία με την αστυνομική λογοτεχνία; «Ξεκινώντας από την οθωμανική περίοδο,οι τούρκοι αναγνώστες έχουν ακολουθήσει με συνέπεια αυτόν τον χώρο της ευρωπαϊκής αλλά και της αμερικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας. Αυτό εξώθησε πολλούς τούρκους συγγραφείς να επιδοθούν σε αυτήν. Επειδή στην αρχή το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος δεν εθεωρείτο υψηλής ποιότητας, σχεδόν όλοι εξέδιδαν τα βιβλία τους με ψευδώνυμα. Στις ημέρες μας βέβαια αυτό έχει αλλάξει ολοκληρωτικά. Δεν νομίζω ότι είμαι σε θέση να κρίνω τους πάντες,αλλά προσπαθώ,μιλώντας για τον εαυτό μου, να γράφω βιβλία που να τηρούν τις κλασικούς και παγκόσμιους κανόνες του είδους, δίδοντάς του παράλληλα κάτι γνήσια τουρκικό». Κάποιος που δεν είναι εξοικειωμένος με τη σύγχρονη τουρκική λογοτεχνία θα αναρωτιέται τι υπάρχει πέρα από τον Ορχάν Παμούκ, ποιες είναι οι εικόνες της Τουρκίας που αντανακλούν οι συγγραφείς της με τα έργα τους. Είναι μια «παρεμβατική» λογοτεχνία; Και σε ποιον βαθμό καθίσταται πολιτική; «Φοβάμαι ότι είναι αδύνατον να απαντήσω με λίγα λόγια.Η σύγχρονη τουρκική λογοτεχνία είναι πάντως σίγουρα πιο πολυδιάστατη και παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, μεγαλύτερη απ΄ ό,τι μπορεί να υποθέσει ο μέσος ευρωπαίος αναγνώστης.Ο Ορχάν Παμούκ με το Βραβείο Νομπέλ είναι ομολογουμένως η τιμή μας σε αυτό το πεδίο. Ελπίζω η προσοχή που προσείλκυσε να ωθήσει περισσότερους αναγνώστες,κριτικούς και εκδότεςνα εντρυφήσουν στην τουρκική λογοτεχνία περισσότερο από ποτέ». Στην Ελλάδα την περασμένη χρονιά εκδόθηκαν οι περισσότεροι τίτλοι τουρκικής λογοτεχνίας από ποτέ άλλοτε, με τη βοήθεια μιας καλά οργανωμένης διαδικασίας επιχορηγήσεων και διαφήμισης του τουρκικού υπουργείου Πολιτισμού, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί.
Τηρουμένων των αναλογιών, αν ο Φίλιπ Μάρλοου ήταν Τούρκος, θα ήταν ο Ρεμζί Ουνάλ; Επιπλέον, τι δουλειά έχει ένα λογοτεχνικός ήρωας στο Τwitter; «Ο Φίλιπ Μάρλοου,ένας από τους αγαπημένους μου λογοτεχνικούς χαρακτήρες,είναι “γέννημα” μιας πολύ συγκεκριμένης εποχής στις ΗΠΑ. Ελπίζω ότι ο ήρωάς μου είναι κάτι ανάλογο,ένας ήρωας που “γεννάει” η σημερινή Τουρκία. Παρ΄ ότι εγώ διακρίνω πολλές ομοιότητες μεταξύ τους, είναι διαφορετικοί.Αλλωστε δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δύο φορές. Τον βλέπω σαν έναν πολύ κοντινό μου φίλο που είναι απρόθυμος να κοκορευτεί για τις περιπέτειές του. Τον καταλαβαίνωμάλιστα απολύτως. Αυτό που κάνω στο Τwitter είναι ένα είδος αφήγησης μέσω ενός κοινωνικού δικτύου,ένα πείραμα που έχω καταστρώσει και “τρέχω” εδώ και λίγους μήνες. Το ξεκίνησα για να προωθήσω το τελευταίο μου βιβλίο,αλλά πλέον γράφω καθημερινά περί τους 140 χαρακτήρες,μια μικρή ιστορία για τον Ρεμζί Ουνάλ». Αυτή την περίοδο στην Ελλάδα προβάλλονται με μεγάλη επιτυχία τέσσερις τουρκικές τηλεοπτικές σειρές. Γιατί; «Πιθανότατα το τηλεοπτικό κοινό στις χώρες μας έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά,πιο πολλά από τους πολιτικούς ή τους δημοσιολόγους.Τώρα που το λέτε, θα έριχνα κι εγώ μια ματιά σε μια ελληνική μελοδραματική σειρά,αν προβαλλόταν στην Τουρκία».
Στην Ελλάδα έχουν κυκλοφορήσει δύο μυθιστορήματα του Τζελίλ Οκέρ. Το πιο πρόσφατο είναι το «Εγκλημα στο Χρηματιστήριο», πέρυσι, από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το πρώτο του βιβλίο στα ελληνικά, «Το πτώμα με τα ποδοσφαιρικά παπούτσια (και κάποια στημένα παιχνίδια)», βγήκε το 2008 και θα μπορούσε άνετα να είχε γραφτεί από έλληνα ομότεχνό του. «Χαίρομαι πολύ που το λέτε,ιδίως από τη στιγμή που δεν έχω την οποιαδήποτε εμπειρία από τον τρόπο ζωής στην Ελλάδα. Αυτό από μόνο του αποδεικνύει ότι οι δύο κοινωνίες παρουσιάζουν πολλές αναλογίες». Τι σκέφτεται ένας τούρκος συγγραφέας όταν ακούει τη φράση «ελληνοτουρκικές σχέσεις»; Τι μας χωρίζει εν τέλει και τι μας ενώνει; Τι ρόλο παίζουν τα μέσα ενημέρωσης και το σχολείο; «Προσωπικά,το πιστεύω ότι μπορούμε να κάνουμε το Αιγαίο μια θάλασσα φιλίας- κάτι που οι πολιτικοί είναι ανίκανοι να πράξουν στο κοντινό μέλλον. Από τη στιγμή που δεν εμπιστεύομαι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γενικώς,συμφωνώ μαζί σας ότι οι δεσμοί της κοινής κουλτούρας και η εκπαίδευση συνιστούν τους πλέον αξιόπιστους και σταθερούς τρόπους να το επιτύχουμε».
Γιατί υπάρχει μόνο η «δυτική εκδοχή» της Τουρκίας στα βιβλία του; «Η Τουρκία και πρωτίστως η Κωνσταντινούπολη θεωρούνταν πάντα ένα ανατολίτικο φόντο.Οι ευρωπαίοι αναγνώστες φαίνεται να αναζητούν το ίδιο από τους συγγραφείς που έχουν επιλέξει την πόλη αυτή ως μυθοπλαστικό σκηνικό.Με κάθε ειλικρίνεια,δεν προτίθεμαι να πέσω σε αυτή την παγίδα.Η Κωνσταντινούπολη των βιβλίων μου είναι η πόλη όπου ζω,εργάζομαι,περνάω καλά και μερικές φορές οργίζομαι.Τα υπόλοιπα είναι για τους τουρίστες και για όσους έχουν ακόμη οριενταλιστικές απαιτήσεις». Πώς είναι η χώρα με απόλυτο πολιτικό κυρίαρχο τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν; Θα μπορούσε η κεμαλική Τουρκία,με μια μακρά πορεία εκδυτικισμού,να γίνει ποτέ Ιράν; «Η κυβέρνηση Ερντογάν είναι δημοκρατικά εκλεγμένη.Δείχνουν να τα πηγαίνουν καλά στην οικονομία.Ωστόσο έχω πολλές διαφωνίες μαζί τους πάνω σε κοινωνικά ζητήματα,που αφορούν ζητήματα φύλου και ταυτότητας.Ποιο είναι,ας πούμε,το νόημα της ζωής,αν πρέπει να πίνει κανείς αλκοόλ ή όχι,το πώς αντιδρούν σε μια κριτική με επιχειρηματολογία κτλ.Οσο για τους φόβους ότι η Τουρκία μπορεί να γίνει Ιράν,δεν τους συμμερίζομαι.Οχι όμως επειδή δεν το σκέφτεται κανείς από την παρούσα ηγεσία,αλλά επειδή έχω μια ιδιαίτερη, πολύ δυνατή εμπιστοσύνη στους συμπολίτες μου της υπαίθρου,που είναι δύσκολο να την ορίσω». Συνάδελφοί του έχουν συρθεί στα δικαστήρια,άλλοι έχουν γευθεί τη φυλακή και άλλοι έχουν εκουσίως εξοριστεί μακριά από την πατρίδα τους με την κατηγορία ότι «πρόδωσαν» την «τουρκικότητα».Πώς αντιλαμβάνεται ο Τζελίλ Οκέρ την έννοια αυτή της «τουρκικότητας» που κατοχυρώνει και το Σύνταγμα της γείτονος; «Προσωπικά νιώθω εντελώς δυτικός.Μια γενική ιδέα για την τουρκική ταυτότητα εμπερικλείει πολύ αντιφατικές έννοιες και αντικρουόμενα συναισθήματα.Ως οργανικό σύνολο όμως καταφέρνει να εξισορροπεί τις ανατολικές και τις δυτικές εκδοχές του,δημιουργώντας μια πρωτότυπη και δυναμική κοινωνία».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ