Στη φύση δεν κυριαρχούν συνθήκες ένδειας,αλλά η πληθώρα και η σπατάλη,μέχρι παραλογισμού. Νίτσε 1886
Το να επιστρέφουμε στα (επανεκδιδόμενα) κείμενα του Μπατάιγ (1897-1962) σε μια ιστορική στιγμή όπου ακόμη και η γλώσσα της καθημερινότητάς μας έχει μολυνθεί από το λεξιλόγιο ενός κυρίαρχου πλέον οικονομικού λόγου, ο οποίος μας καλεί να στοχαζόμαστε και να πράττουμε πριμοδοτώντας μόνον ό,τι υποτίθεται ότι είναι κοινωνικά «χρήσιμο»- ναι, μια τέτοια επιστροφή μάς δίνει την ευκαιρία να αξιολογήσουμε εκ νέου τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τη ζωή, τον έρωτα αλλά και την ίδια την οικονομία (!) με έννοιες της ανεπιφύλακτης δαπάνης και μιας μη παραγωγικής απόλαυσης. Σημειωτέον ότι το μεγαλύτερο μέρος της εκδιδόμενης σημερινής λογοτεχνίας τελεί υπό το καθεστώς των κανόνων μιας «δημοσιονομικής πειθαρχίας» του λόγου (προπάντων κάτω από τη μάσκα της επονομαζόμενης «χειραφέτησης» των παραγωγικών δυνάμεων), γεγονός που αποτελεί, όπως ο Μπατάιγ επεσήμανε ήδη το 1956, «μια ολοκληρωτική άρνηση της αυτεξουσιότητάς της».
Ανεπιφύλακτη σπατάλη
Το θεωρητικό έργο του Μπατάιγ διαιρείται σε τρεις ενότητες: Γενική Οικονομία, Ιστορία του Ερωτισμού και Θεωρία της Αυτεξουσιότητας (που με τη σειρά της συμπεριλαμβάνει τη θεωρία της λογοτεχνίας, της θρησκείας και της φιλοσοφίας της ιστορίας). Ολοι αυτοί οι επιμέρους τομείς της πνευματικής του δραστηριότητας συγκλίνουν σε ένα πρόβλημα που αποτελεί και το αφετηριακό σημείο της σκέψης του. Πρόκειται για τον νόμο κίνησης και μεταμόρφωσης της ενέργειας, στον οποίο υπακούουν πρωτίστως όλες οι παραγωγικές δραστηριότητες του ανθρώπου και, πολλώ μάλλον, η οικονομία του Σύμπαντος: της ανώφελης σπατάλης. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, κάθε σύστημα (έμβιο ον, άτομο ή κοινωνία) φτάνει κάποια στιγμή σε ένα «σημείο βρασμού» όπου η πλεονάζουσα ενέργεια δεν χρησιμοποιείται πλέον για την ανάπτυξή του ( έρως ) και μπορεί να καταναλωθεί άσκοπα και μη παραγωγικά, ακόμη και καταστροφικά ( θάνατος ). Το πρότυπο αυτής της ιδιόρρυθμης φιλοσοφίας της ιστορίας, που αντί να εστιάζει στις κοινωνικές μορφές παραγωγής δίνει το πρωτείο στις ετερογενείς μορφές δαπάνης, είναι η κοσμική φυσική ενέργεια που εκπέμπεται χωρίς αντάλλαγμα από τον ήλιο.
Ο Μπατάιγ ασκεί κριτική όχι μόνον στις τότε (1949) ισχύουσες οικονομίες του καπιταλισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι οποίες υποτάσσουν τα πάντα σε μια οικονομία διαχείρισης της έλλειψης, αλλά και στις τέχνες και επιστήμες εφόσον υπηρετούν την ιδέα μιας «περιορισμένης οικονομίας» (παραγωγικότητα, χρησιμότητα, αποτελεσματικότητα), η οποία θεωρεί ότι ο άνθρωπος είναι πρωτίστως ένα ελλειπτικό ον που εργάζεται και δημιουργεί για να καλύψει ή να εκφράσει τις ανάγκες του. Αναγνωρίζει ως εκ τούτου την αναγκαιότητα να αντιτάξει, όπως έπραξε άλλοτε και ο Νίτσε, στην αρχή της ωφελιμότητας τη διονυσιακή αρχή της απώλειας. Γράφει στο Καταραμένο απόθεμα: «Ακόμη και ό,τι αφορά την τέχνη, τη λογοτεχνία, την ποίηση, βρίσκεται σε θεμελιώδη σχέση με αυτή την κίνηση που μελετώ: την κίνηση της πλεονάζουσας ενέργειας που εκδηλώνεται μέσα στον αναβρασμό της ζωής». Μολαταύτα, η μελέτη του αποφεύγει τη διαλεκτική αντίθεση εγελιανού τύπου, παραμένοντας έτσι ανατρεπτική, μια και το ζητούμενο δεν είναι η απλή καταγγελία του παραγωγικού μοντέλου αλλά το καθοδηγητικό νιτσεϊκό ερώτημα για τον λόγο ύπαρξής του: την ανώφελη κατασπατάληση του συσσωρευμένου πλούτου και των αποταμιευμένων ανθρώπινων δυνάμεων.
Ο έναστρος ουρανός
Το Γαλάζιο του ουρανού (1936/1957),προϊόν μιας συνάμα εσωτερικής και εξωτερικής κρίσης,συνιστά έναν πίνακα ερωτικών παρεκκλίσεων, μια κρύπτη αυτοβιογραφικών και πολιτικο-ιστορικών συμβάντων της μεσοπολεμικής Ευρώπης (Παρίσι,Λονδίνο,Βαρκελώνη),τα οποία αποδελτιώνονται,προς όφελος του αναγνώστη,με θαυμαστή ακρίβεια και περίσσεια από τον Νίκο Ηλιάδη στο επίμετρο του βιβλίου.Πρωταρχική σκηνή του μυθιστορήματος αποτελεί μια εκστατική εμπειρία του φίλου και γνωστού ζωγράφου Αντρέ Μασόν,την οποία ο Μπατάιγ περιγράφει σε μια πρώτη εκδοχή του διηγήματός του στο περιοδικόΜινώταυρος (1936) και η οποία ενσωματώνεται αργότερα στοΕσωτερική εμπειρία(1943).Καθώς ο Μασόν ανεβαίνει το ύψωμα Μονσεράτ αιφνιδιάζεται από την εισβολή της νύχτας.Στην προσπάθειά του να επιστρέψει στη βάση του,κυριεύεται όχι μόνον από το άγχος ότι θα γκρεμιστεί στην άβυσσο που χάσκει δίπλα του,αλλά και από τον τρόμο ότι θα πέσει στον ουρανό.
Ο ίλιγγος της «πτώσης στον ουρανό» συναρπάζει τον Μπατάιγ ούτως ή άλλως και μάλιστα εξαιτίας ενός φανταστικού ματιού που ανοίγεται στο πάνω μέρος της κεφαλής του (oeil pineal),όταν- όπως περιγράφει στην εκδοχή του κειμένου από τηνΕσωτερική εμπειρίατελώντας εν αγωνία ανοίγεται στο άγνωστο,προκαλώντας την εισβολή των πλέον ετερογενών στοιχείων στη ζωή.Στο Γαλάζιο του ουρανούη πτώση στον «έναστρο ουρανό» συντονίζει σαν μουσικό λαϊτμοτίβ τη συνεχή πρόκληση του θανάτου,την απώλεια του εγώ (της κεφαλής ως έδρας της ψυχής)
και τη βίαια υπέρβαση των ορίων.Εξ ου και η ακαταμάχητη γοητεία που ασκεί στον Μπατάιγ οΝτον Τζιοβάνιτου Μότσαρτ,αφού στην ουβερτούρα ο ήρωας προκαλεί και καταφάσκει μέσα σε έναν παροξυσμό τον θάνατό του.Αν αναλογιστούμε ότι ο έναστρος ουρανός πάνω μας αποτελούσε για τον Καντ το σύστοιχο του ηθικού νόμου μέσα μας, τότε ίσως μπορούμε να κατανοήσουμε την επαναξιολόγηση των αξιών που έχει συντελεστεί στο έργο του Μπατάιγ.
Εδώ η τυχαιότητα του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν δεν οδηγεί σε κάποια ηθική «εξύψωση» και μια ζωή ανεξάρτητη από «ολόκληρο τον αισθητό κόσμο» όπως διατεινόταν ο Καντ, αλλά στην πλέον ερωτική σκηνή του έργου,όπου ο ίλιγγος του έναστρου ουρανού ενώνει εδώ κάτω στη γη τα γυμνά σώματα των εραστών και μάλιστα στο μαλακό χώμα ενός νεκροταφείου.
Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.