Tο 2004 ο Νάσος Βαγενάς εκδίδει τον Στέφανο, μια συλλογή από 33 ποιήματα με τη μορφή αρχαίων επιτύμβιων επιγραμμάτων. Κανείς από τους επιγραφόμενους «νεκρούς» δεν αναγνωρίζεται (εκτός από έναν στον οποίο θα επανέλθουμε), γίνεται όμως αντιληπτή η ιδιάζουσα ποιητική ιδεοληψία τους, ένα ιδιόμορφο ποιητολογικό credo, που ο νεοελληνιστής Βαγενάς έχει συχνά σχολιάσει. Υπό την έννοια αυτή ο Στέφανος μπορεί να αναγνωσθεί και ως ένα λανθάνον κεφάλαιο της νεοελληνικής Ποιητικής. Με τη Νήσο των Μακάρων ο Βαγενάς φανερώνει μιαν ανάλογη γραμματολογική «πρόθεση», χωρίς πάντως διάθεση παρωδίας, καθώς τώρα συστήνει έναν προσωπικό ποιητικό Κανόνα με είκοσι ονόματα.
Σε αντίθεση με τα 33 «πλάσματα» του Στεφάνου, οι 20 κάτοικοι της Νήσου είναι πραγματικοί (μοναδική εξαίρεση ο Δον Κιχώτης) και, σύμφωνα με το τοπογραφικό των Περιεχομένων, έχουν εγκατασταθεί σε τρεις τόπους. Στην είσοδο ο Δον Κιχώτης, real poet κατά τον Βyron, συνοικεί με τον Αϊνστάιν, vero poeta κατά τον Μontale. Στο κέντρο βρίσκονται 13 Ελληνες και 4 ξένοι. Η ελληνική ομάδα αρχίζει με τον Κάλβο και τον Σολωμό, και φτάνει ως τον νεότατο, πρόωρα χαμένο, Ηλία Λάγιο (1958-2005) και τον Γ. Κοτζιούλα. Μαζί με τους υπόλοιπους Ελληνες (Α. Ραγκαβή, Α. Παράσχο, Παλαμά, Καβάφη, Σικελιανό, Φιλύρα, Καρυωτάκη, Εγγονόπουλο, Ρίτσο) και οι τέσσερις ξένοι: Μπάιρον, Τ. Σ. Ελιοτ, Μαγιακόφσκι και Μπόρχες. Τέλος, στην έξοδο, μονήρης, «ανάμεσα στα αγάλματα», εγκαταβιώνει ο Σεφέρης. Αυτή η ιδιαιτερότητα δηλώνεται και από το γεγονός ότι, ενώ όλοι οι άλλοι χωρούν σ΄ ένα άψογο επιτύμβιο-σονέτο (στον Κάλβο χαριστικά προσφέρονται επτά!), ο «Σεφέρης» αναπτύσσεται σε μιαν εξάστροφη ωδή.
Από τα παραπάνω φαίνονταιέστω σχηματικά- οι διαφορές αλλά και οι ομοιότητες των δύο συλλογών. Στον Στέφανο οι «νεκροί» ντύνονται με τα ράκη της ποιητικής ιδεοληψίας τους, στη Νήσο οι Μάκαρες είναι τυλιγμένοι σε λαμπρά σάβανα κατασκευασμένα από οργανικά συστατικά του έργου τους. Λέξεις, φράσεις, σκέψεις, περιστατικά του βίου τους αποτελούν το υλικό των ποιημάτων, από όπου τελικά προκύπτει η καθόλου «ερμηνεία», ποιήματα-«διατριβές», λήμματα, θα έλεγα, μιας ιδιότροπης
εγκυκλοπαίδειας. Και άλλοι δοκίμασαν να δώσουν επιγραμματικά την (κατ΄ αυτούς) ουσία ενός ποιητή. Γνωστός είναι ο σεφερικός «Ευριπίδης Αθηναίος», που αφηγείται στην επιφάνειά του τον βίο και τον θάνατο του τραγικού, ενώ, στο βάθος, αναγνωρίζεται τεθλασμένη η μορφή του ίδιου του ποιητή. Η Νήσος όμως αποτελεί ένα μοναδικό εγχείρημα: οι 19 ποιητές συγκροτούν ένα Πάνθεο αγαπημένων μορφών, όχι ένα ποιητικό μαυσωλείο, που ο Βαγενάς ανακαλεί μέσα από την ηχώ του δικού τους λόγου: «Κρύβουν τα σύννεφα το πρόσωπο των άστρων» (Κάλβος).
Ποια είναι η βασική ιδέα που διατρέχει τα ποιήματα; Αν όχι η «αποκατάσταση» των ποιητών, το δίχως άλλο η ορθολογική επαναβεβαίωση της ιδιαιτερότητάς τους. Μέσα από την «αληθή» επανερμηνεία τους. Σχεδόν όλα τα ποιήματα κτίζονται πάνω σε μια παραλλαγή της ιδέας «δεν ήσουν αυτό που είδαν ή που νόμισαν πως είδαν όσο ζούσες, αλλά αυτό που εγώ βλέπω τώρα». Ετσι ο Βαγενάς, επανερμηνεύοντας τους ποιητές του, τους διαβεβαιώνει ότι παρά την παρερμηνεία, την απαξίωση ή και την καταδίωξη ορισμένων, η ποιητική αρετή τους φεγγοβολά μέσα σε μιαν ανθρώπινης τάξεως αιωνιότητα, αυτή που μετωνυμικά αποκαλείται Νήσος Μακάρων. Ωστόσο δεν φαίνεται ότι η παρερμηνεία ή η καταφρόνεση των ποιητών είναι το κύριο κριτήριο της επιλογής του ποιητή. Επειδή τότε, υποθέτω, θα είχε μια θέση στη Νήσο και ο υβρισμένος Εμπειρίκος, και οπωσδήποτε ο Ελύτης, που πιστεύει πως ζει ένα διαρκή πόλεμο «εκ νεότητός» του. Ούτε πάλι όλοι τους είναι ομοούσιοι. Επομένως το μόνο προφανές κοινό στοιχείο που τους ενώνει είναι, πιστεύω, ο ίδιος ο Βαγενάς. Αυτός ορίζει τον τόπο και τις θέσεις, αυτός είναι ο τελικός εκλέκτορας με βάση τον εκλεκτικισμό του ή, καλύτερα, με γνώμονα την εκλεκτική συγγένειά του προς αυτούς.
Στο παρόν σημείωμα αδυνατούμε να ορίσουμε επαρκώς αυτόν τον εκλεκτικισμό.
Αλλά όποια και να είναι η ουσία του, ο αναγνώστης (ή ο μελετητής), που με οδηγό τον Βαγενά περιδιαβάζει τη Νήσο, δεν μετέχει μόνο σ΄ ένα ευφρόσυνο μάθημα ποιητικής, αλλά και στην εναγώνια προσπάθεια ενός να προσδώσει στη «γραμματολογία» τη σημασία μιας Νέκυιας. Η Νήσος δεν δείχνει μόνο την «επαναμάγευση» του ποιητικού λόγου, διακηρυγμένο desideratum του Βαγενά, ούτε τη «μυθική μέθοδό» του, να αντικειμενοποιεί δηλ. τα αισθήματά του μέσα από τα λυγρά σήματα/ποιητές. Μέσα από τις σπασμένες φωνές των ποιητών γίνεται αυτό που δικαιώνει την τέχνη: υποδεικνύεται μια Τρίτη Κατάσταση της ύπαρξής μας, αυτή που κείται ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο- η ποίηση, η δημιουργική παραμυθία των θνητών. Κάθε ποίημα μία Νέκυια. Αυτή την οδυνηρή παραγωγή ποιημάτων φανερώνει καθαρά, πιστεύω, η περίπτωση του Ηλία Λάγιου. Στον Στέφανο ο Ηλίας Κάγιος (sic) περνά τις πύλες του Αδη τρέμοντας μήπως και εκεί τον επαινέσει ο διαβόητος κριτικός. Φαντάζομαι πως ο ζωντανός Λάγιος θα διασκέδαζε με το δίστιχο του Βαγενά. Εξι χρόνια αργότερα ο νεκρός Λάγιος ακούει το σπαρακτικό σονέτο του φίλου του, ένα «ποίημα που δεν βγαίνει/ ζωντανό, αλλά ούτε και πεθαίνει». Ταυτόχρονα υπερασπίζεται τη λογοτεχνία, ακόμη κι αν κοιτά απόμακρος «με θλίψη/ τους ζωντανούς που έχουν κιόλας πεθάνει/ και που μιλούν με λέξεις που έχουν λήξει».