Πριν από δύο χρόνια, όταν ο Ντμίτρι, γιος και κληρονόμος του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, πήρε την απόφαση να εκδώσει τη Λώρα, το ημιτελές μυθιστόρημα του πατέρα του, που το χειρόγραφό του (σημειώσεις επάνω σε 134 καρτέλες) παρέμενε κλειδωμένο επί 33 χρόνια στη θυρίδα μιας ελβετικής τράπεζας, προκλήθηκε σάλος διεθνώς. Αλλοι έλεγαν πως ο υιός Ναμπόκοφ έπρεπε να σεβαστεί την επιθυμία του πατέρα του, ο οποίος λίγους μήνες προτού πεθάνει είχε πει ότι αν το βιβλίο που έγραφε δεν έπαιρνε την τελική του μορφή θα έπρεπε να καεί, και άλλοι πως έπρεπε οπωσδήποτε να εκδοθεί, απλούστατα διότι ήταν έργο του Ναμπόκοφ- άρα παρουσίαζε τεράστιο ενδιαφέρον για την παγκόσμια λογοτεχνία. Επιπλέον, αν η Βέρα, η σύζυγος του Ναμπόκοφ, υπάκουε στις εντολές του και έκαιγε τη Λολίτα
(γιατί ο συγγραφέας πίστευε ότι θα την παρεξηγούσαν), θα είχαμε στερηθεί ένα μεγάλο έργο.
Η Λώρα εκδόθηκε πέρυσι και προκάλεσε αμηχανία, η οποία συνοψίζεται στο ερώτημα: Προσθέτει κάτι στο έργο του συγγραφέα ή μήπως αφαιρεί μεγάλο μέρος από τη λάμψη του; Το ότι το βιβλίο εκδίδεται και στα ελληνικά μόνο θετικά θα πρέπει να το αντιμετωπίσει κανείς για δύο λόγους: πρώτον, επειδή επιβεβαιώνει ότι ο εκδοτικός κόσμος της χώρας μας παρακολουθεί στενά τη διεθνή κίνηση του βιβλίου και, δεύτερον, διότι αποδεικνύει πως ο Ναμπόκοφ έχει και εδώ ένα πολυπληθές κοινό που ενδιαφέρεται ζωηρά για ό,τι έγραψε ο δημιουργός της Λολίτας.
Η Λώρα και μετά την έκδοση του χειρογράφου παραμένει ένα υποθε τικό μυθιστόρημα, ένα έργο που ο συγγραφέας το έγραψε στον νου του. Ουδείς είναι σε θέση να πει τι μορφή θα έπαιρνε αν ολοκληρωνόταν. Ακόμη και η πλοκή του μπορεί να άλλαζε. Γιατί ο Ναμπόκοφ είχε την ιδέα να γράψει ένα μυθιστόρημα που θα ήταν η ιστορία κάποιου άλλου μυθιστορήματος το οποίο αφορούσε τη μυθοπλαστική μεταφορά της σχέσης ενός ανθρώπου των γραμμάτων με κάποια Φλόρα που στο βιβλίο του παίρνει το όνομα Λώρα.
Το τρικ είναι πονηρό. Τι διαβάζουμε; Μυθοπλασία ή μυθοπλασία της μυθοπλασίας; Ο σύζυγος της Φλόρας, ένας νευρολόγος ονόματι Φίλιπ, υποφέρει από πόνους στα πόδια. Αρχίζει δηλαδή να τα «χάνει», με αποτέλεσμα να φαντάζεται ότι θα πεθάνει «απαλείφοντας» σιγά σιγά όλο του το σώμα. Ειρωνεία; Ναι. Αυτοειρωνεία; Πολύ πιθανόν, αφού στο τέλος της ζωής του και ο ίδιος ο Ναμπόκοφ έπασχε από πόνους στα πόδια. Παιχνίδι πάνω στην αλήθεια και στο ψέμα; Και αυτό επίσης.
Ολα τούτα όμως δεν αρκούν για να γραφτεί οποιοδήποτε μυθιστόρημα. Επιπλέον, το υλικό, όπως το έχουμε, δίνει την εντύπωση ότι θεματικά το βιβλίο παρουσίαζε τον κίνδυνο να είναι μια αφήγηση κομμένη στα δύο. Από τη μέση και έπειτα, όταν αυτό που διαβάζουμε δεν είναι παρά απλές σημειώσεις, χάνουμε την επαφή με εκείνο που αποκαλούμε θέμα. Ο,τι έχουμε στα χέρια μας είναι το προσχέδιο και χρειάζεται αρκετή δόση φαντασίας για να συνθέσει κανείς μια ιστορία· αν όχι με αρχή, μέση και τέλος, τουλάχιστον με διακριτό άξονα ο οποίος να μας λέει τι προηγείται και τι έπεται, ποιος είναι ποιος και τι ρόλο παίζουν τα πρόσωπα της αφήγησηςκυρίως οι δευτερεύοντες χαρακτήρες που τώρα δεν είναι καν σκιές.
Το βιβλίο εν τούτοις παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον για όσους θέλουν να μπουν στα μυστικά της τεχνικής του Ναμπόκοφ, ο οποίος συνήθιζε να γράφει τα προσχέδια των βιβλίων του σε καρτέλες, στη συνέχεια να τις δίνει να δακτυλογραφηθούν και κατόπιν να προχωρεί στην ανάπτυξη των κεφαλαίων σε διαδοχικές φάσεις. Το γράψιμο δηλαδή για τον ίδιο δεν ήταν παρά μια συνεχής επεξεργασία που γεννούσε την αφηγηματική ροή- και από την επεξεργασία αυτή προέκυπτε το αμίμητο ύφος και η τεχνική του. Ψήγματα αυτού του λαμπρού ύφους υπάρχουν και εδώ. Αλλά εφόσον το μυθιστόρημα σχεδιάστηκε και δεν ολοκληρώθηκε, οι θαυμαστές του Ναμπόκοφ έχουν μόνο μία επιλογή: να ανακατέψουν την τράπουλα (δηλαδή τις καρτέλες του συγγραφέα)
κατά το δοκούν.
Βιτριολικές επιθέσεις
Η Λώρα συνοδεύεται από πρόλογο του Ντμίτρι Ναμπόκοφ,ο οποίος τη χαρακτηρίζει«εμβρυϊκό αριστούργημα».Τα μεγάλα λόγια είναι εύκολα την σήμερον ημέρα,καθώς φαίνεται όμως δεν πείθουν όχι μόνον τους άπιστους Θωμάδες αλλά και τους καλοπροαίρετους.Στον διεθνή Τύπο ο υιός Ναμπόκοφ δέχτηκε βιτριολικές επιθέσεις.Στον «Οbserver» της 22ας Νοεμβρίου 2009, για παράδειγμα,ο Γουίλιαμ Σκιντέλσκι έγραψε ότι ο γιος,που έζησε«στη σκιά του πατέρα του», πάσχει από«σύμπλεγμα κατωτερότητας», ότι παριστάνει τον όψιμο Μαξ Μπροντ (ας θυμίσουμε ότι ο Μπροντ δεν υπάκουσε στην τελευταία επιθυμία του Κάφκα να κάψει τα χειρόγραφα του συγγραφέα της Δίκης που κρατούσε στα χέρια του) και ότι δεν έχει την ειλικρίνεια να πει ευθέως για ποιο λόγο,33 χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, αποφάσισε να εκδώσει το χειρόγραφο της Λώρας . Ο Σκιντέλσκι το εξηγεί στην τελευταία παράγραφο της κριτικής του: «Δεν μας λέει επίσης τίποτε περί χρημάτων,το οποίο σίγουρα δεν είναι τυχαίο.Φαίνεται ότι το βιβλίο αυτό θα έχει πολύ πιο αποφασιστική επίδραση στο μέγεθος του τραπεζικού λογαριασμού του Ντμίτρι Ναμπόκοφ από όση στον κόσμο των γραμμάτων».
Στον πρόλογό του ο Ντμίτρι Ναμπόκοφ ξεσπαθώνει και εναντίον των«ημιμαθών δημοσιογράφων» , όσων είναι«πνευματικά κατώτεροι» και εκείνων που διαθέτουν«περιορισμένη φαντασία»,με αποτέλεσμα να τον «σφάξει» και ο Αλεξάντερ Θερού στη «Wall Street Journal» της 20ής Νοεμβρίου 2009 γράφοντας ότι ο πρόλογός του είναι«σαν να έχει μεταφραστεί από τα αλβανικά».