«Περάσαμε το σύνορο καταμεσήμερο 24 Ιουνίου του 2005.Το πρώτο αλβανικό χωριό πολύ κοντά στο σύνορο και πάνω στην εθνική οδό είναι η Τσαρτσόβα.Ακριβώς στη διασταύρωση,από την οποία ο ένας δρόμος οδηγεί στην Πρεμετή και ο άλλος στην Κορυτσά μέσω Λεσκοβικίου και Ερσέκας». Με αυτή τη φράση ο κοινωνικός λαογράφος και ανθρωπολόγος Βασίλης Νιτσιάκος ξεκινά ένα ταξίδι πέρα από «το σύνορο», την ελληνοαλβανική μεθόριο. Ενα ταξίδι παρατήρησης, καταγραφής, σύγκρισης και, τελικά, αποτίμησης του κόσμου που συναντά κανείς περνώντας «το σύνορο» με εκείνον στην «από ΄δω» πλευρά του. Ταξίδι, που στην πραγματικότητα δεν είναι ένα, αλλά πολλά: δεκαπέντε διαδρομές στο αλβανικό έδαφος, στις οποίες συναντά ανθρώπους, μιλάει μαζί τους και προσπαθεί να καταλάβει την πραγματικότητα για να απαντήσει στο κύριο ερώτημα που στην ουσία τον απασχολεί: τελικά αυτό «το σύνορο» τι σχέση έχει με τον λαό της περιοχής;
Πόσο ανταποκρίνεται στη δομή των τοπικών κοινωνιών και από τις δύο πλευρές του; Πόσο η χάραξή του έλαβε υπόψη της την πραγματικότητα στα μέρη απ΄ όπου πέρασε «το σύνορο»; Πόσο εκφράζει τις ιστορικές καταβολές, αλλά και τις αληθινές σημερινές σχέσεις; Τελικά η εκεί κοινωνία πόσο αποτυπώνει τη διάκριση που από τη μία πλευρά του θέλει τη χώρα να λέγεται Αλβανία και από την άλλη Ελλάδα; Ερώτημα που παίρνει και άλλα χαρακτηριστικά και γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκο με την αλβανική μαζική μετανάστευση στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1990… Ρεπορτάζ και ημερολόγιο
Στη Χειμάρρα, στην Κοσίνα, στην Πρεμετή, στη Φράσιερη, στην Ερσέκα, αλλά και στη Μοσχόπολη, ο συγγραφέας, σε ρόλο που συνδυάζει τις επιστημονικές του ιδιότητες με την παρατήρηση ρεπόρτερ και τη γραφή ημερολογίου το οποίο υπήρξε η βάση του βιβλίου, μαζεύει υλικό: οι κοινότητες, οι συνήθειες, οι σχέσεις, τα έθιμα, η γλωσσική και η θρησκευτική πραγματικότητα: τα βλέπει και τα συζητάει με πλήθος ντόπιους, όπως συζητάει και με Αλβανούς που έχουν περάσει «το σύνορο» και ζουν στην Ελλάδα. Στα καφενεία αλλά και στους τεκέδες, στους γάμους, στους χορούς και στα πανηγύρια, στα παζάρια αλλά και στις κρατικές υπηρεσίες, στους δήμους, μα ακόμη και στα σπίτια και στις εκκλησίες στην αλβανική πλευρά του συνόρου, ο συγγραφέας καταγράφει εικόνες ζώσες και δυνατές, την απτή, πρωτογενή μαρτυρία του τόπου και της εποχής, που όχι μόνο μας φέρνει κοντά σε αυτόν, αλλά και μας βοηθάει να καταλάβουμε πολύ περισσότερα: «Εκείνο το βράδυ,στο αποκορύφωμα του κεφιού,ο Θωμάς πρότεινε να πάμε στο γάμο ενός φίλου του,στο διπλανό συνοικισμό. Στην αντίρρησή μας ότι δεν είμαστε προσκαλεσμένοι, μας απάντησε με νόημα ότι είμαστε δικοί του καλεσμένοι. Το σπίτι βρισκόταν σε ένα μικρό οικισμό που μας είπαν ότι πριν ήταν στρατιωτικός καταυλισμός. Επρόκειτο για μια γραμμική διάταξη μικρών οικημάτων σε άθλια κατάσταση. Οι λίγοι ένοικοι ήσαν πάμφτωχοι αγρότες που τα κατέλαβαν μετά την εγκατάλειψή τους από το κράτος.Ο ίδιος ο πατέρας της νύφης είχε ως περιουσία του μία μόνο αγελάδα…».
Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη. Αυτή τη φορά, σε μια εκκλησία στην Πρεμετή, στην πραγματικότητα σε ένα κτίριο που διαμορφώθηκε ως ναός με προσθήκες, αφού η αυθεντική εκκλησία είχε γκρεμιστεί από το παλιό καθεστώς: «Στο εσωτερικό της εκκλησίας,ο κόσμος λιγοστός,κυρίως γυναίκες και παιδιά. Παρατηρώ την ίδια αμηχανία που διαπιστώνω κάθε φορά που παρίσταμαι σε Θεία Λειτουργία στην Αλβανία.Ενώ οι νέοι ψάλτες τα πάνε μια χαρά,οι υπόλοιποι πιστοί δεν φαίνονται να έχουν προσαρμοστεί στο πνεύμα και τους τρόπους της συμμετοχής στο τελετουργικό αυτό πλαίσιο.Ο ίδιος ο ιερέας καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια να ιερουργήσει καθώς πρέπει, τον προδίδει ωστόσο η απουσία συλλογικής παράδοσης και προσωπικής εμπειρίας»… Το οδοιπορικό συνεχίζεται και καλύπτει πολλούς τόπους και πολλές δραστηριότητες, ώστε να γίνεται τελικά αντιπροσωπευτικό τόσο της καθημερινότητας όσο και πολλών από τις βαθύτερες καταβολές της.
Μέσα από τον πλούτο της παρατήρησης και της προφορικής ιστορίας, γεννιέται ένα τεκμηριωμένο μωσαϊκό: αυτό ενός τοπικού «ελληνοαλβανικού» κόσμου, που για τον συγγραφέα «το σύνορο» τον έχει χωρίσει αυθαίρετα, αναποτελεσματικά και σε πολλές περιπτώσεις απάνθρωπα, καθώς, όπως αναφέρει, υπήρξαν οικογένειες που χωρίστηκαν επί δεκαετίες γιατί έτυχε ένα μέλος τους να βρίσκεται εγκατεστημένο λίγα μέτρα πιο πέρα από το άλλο όταν χαράχτηκε η γραμμή…
Η «αυθαιρεσία» του συνόρου
«Είναι προφανές ακόμα και σήμερα,άλλωστε,ότι η συγκεκριμένη οροθετική γραμμή που τελικά επιβλήθηκε δεν εκφράζει κάποιον εθνολογικό ή πολιτισμικό διαχωρισμό.Αντίθετα,εντελώς αυθαίρετα και βίαια,διαιρεί πληθυσμούς,που δεν ανήκουν απλώς ιστορικά στην ίδια ανθρωπογεωγραφική- πολιτισμική ενότητα ή στην ίδια εθνοτική ομάδα αλλά συνδέονται με στενούς δεσμούς συγγένειας, γεγονός που προσέδωσε μια τραγική διάσταση στη χάραξη της “γραμμής”». Με αυτή τη θεμελιώδη θέση που παίρνει ο συγγραφέας,τελικά,μένει κανείς με την αίσθηση ότι οι πληθυσμοί από τη μία και από την άλλη πλευρά της συνοριακής γραμμής νιώθουν,αν δεν είναι κιόλας,το ίδιο.Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα; Πάντως,αν και το βιβλίο είναι διάχυτο από την αίσθηση της βίαιης αυθαιρεσίας του συνόρου σε «σύγκρουση» με την κοινωνική πραγματικότητα των τοπικών περιοχών που χωρίζει,δεν καταλήγει σε συμπεράσματα σχετικά με το πώς αυτή η πραγματικότητα που διαπιστώνει θα μπορούσε να αλλάξει: Με την επαναχάραξη του συνόρου; Με την κατάργησή του; Με τη διαμόρφωση ενός «ειδικού τοπικού καθεστώτος» από τις δύο πλευρές του; Ο συγγραφέας δεν εισέρχεται σε αυτό το πεδίο.Κι έτσι,τελικά,το αναπόφευκτο και κρίσιμο ερώτημα που άρρητα τίθεται σχεδόν σε κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου,ρητά ούτε τίθεται, ούτε πολύ περισσότερο απαντιέται…