Τον βρήκα στο σπίτι της Κηφισιάς. Ελαφρώς χλωμό- που του πάει καθώς του δίνει ένα αέρινο χρώμα- έπειτα από μια σύντομη περιπέτεια υγείας. Νόμιζα ότι δεν θα έχει κέφι για συζήτηση, αλλά αντίθετα είχε μεγάλη όρεξη. Αν και δηλώνει άνθρωπος του 19ου αιώνα, παρακολουθεί εντατικά τα πάντα. Μιλήσαμε για την πολιτική κρίση- «θα την ξεπεράσουμε, έχουμε περάσει πολύ χειρότερες»-, την κρίση στο βιβλίο- «το καλό βιβλίο δεν πεθαίνει»-, τη συγκίνησή του για τις παλιές ταινίες του σινεμά που επανεκδίδονται, αλλά και τα σχέδιά του για το μέλλον. Γράφει, ίσως, το μυθιστόρημα της ζωής του. «Δεν ξέρω πότε θα τελειώσει» λέει, αλλά εκτός από αυτό έχει στα σκαριά δύο νέα βιβλία: μια ξανακοιταγμένη έκδοση με διηγήματα του Μέλβιλ και μια νέα συλλογή διαφόρων κειμένων του. Προς το παρόν οι φίλοι του, παλαιοί και νέοι, μπορούν να χαρούν τρία βιβλία του που επανεκδόθηκαν: Το αρμένισμα (1967), Η κυρία Κούλα (1978) και Το κουρείο (1979). Σε αυτά επικεντρώθηκε κυρίως η κουβέντα μας.
– Υπάρχει κάποιου είδους αγωνία στον συγγραφέα όταν έπειτα από χρόνια εκδίδεται και πάλι ένα αγαπημένο βιβλίο του;
«Ο συγγραφέας δεν έχει καμιά αγωνία για το βιβλίο, πιθανόν αγωνία έχει για τον χρόνο που περνάει, καθώς η επιστροφή στα παλιά αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Από τη μια μεριά χαϊδεύεσαι γιατί ξαναβλέπεις στις βιτρίνες τα βιβλία της νιότης σου και από την άλλη είναι βιβλία ξεχασμένα πια για σένα. Αν θα τα ξαναθυμηθεί το αναγνωστικό κοινό, ο συγγραφέας δεν το ξέρει, ο εκδότης έχει τον λόγο, το πώς θα τα παρουσιάσει και θα τα προωθήσει».
– Στο «Κουρείο» που μόλις εκδόθηκε γράφετε ότι είναι «έκδοση ξανακοιταγμένη».Μπήκατε στον πειρασμό να αλλάξετε κάτι ουσιαστικό,τις συνήθειες ενός ήρωα ή να προσθέσετε κάποια νέα στοιχεία;
«Δεν πείραξα σχεδόν τίποτα. Πιστεύω ότι ένα κείμενο ανήκει στην εποχή που έχει γραφτεί. Εχω δοκιμάσει δύο φορές να πειράξω γραπτά μου και έχω μετανοήσει. Τα γραπτά έχουν τις αρετές και τα ελαττώματα της εποχής. Το μόνο που πειράξαμε με τον επιμελητή μου Αγι Μπράτσο είναι κάποια πραγματολογικά στοιχεία, όπως αν ο καθρέφτης που είναι δεξιά στο κουρείο επιτρέπει στον περαστικό να βλέπει το πρόσωπο του πελάτη, ενώ έβαλα κάποια απαλή πατίνα σε ορισμένες εκφράσεις παλαιάς κοπής. Γενικά, αποφεύγω να διαβάσω τα παλιά μου βιβλία, εκτός αν πρέπει να τα διαβάσω για να θυμηθώ τι γίνεται παρακάτω. Σε ορισμένα που με έχουν σημαδέψει όμως θυμάμαι έντονα την εποχή τους. Είναι σαν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα όπου ξαναδιαβάζεις την εποχή που τα έγραψες, όχι τα ίδια τα βιβλία».
– Αναφέρεστε στο «Αρμένισμα» που εκδόθηκε ξανά και στις περιπέτειές του επί χούντας;
«Ναι, το “Αρμένισμα” ήταν μια παράξενη τριπλέτα. Τρεις διαφορετικές μεταξύ τους ιστορίες που τις είχα εκδώσει στην Εστία, τον καιρό όπου ήταν επικεφαλής ο στρατηγός, ο πατέρας της κυρίας Μάνιας. Του άρεσε το ομότιτλο διήγημα “Α!, ωραίο το “Αρμένισμα”, είναι και πατριωτικό…”. Αν είχε διαβάσει τους “Γάμους του Σπόρου και της Ποππαίας”, θα του είχε φύγει το τσερβέλο. Δυστυχώς τα διαβάσανε κάποιοι καλοθελητές της χούντας και μου στήσανε τέσσερις δίκες. Θυμάμαι στην πρώτη από αυτές ο εισαγγελέας είχε πει: “Αν ο Αριστοφάνης, τον οποίο επικαλείστε, είναι αθυρόστομος, τότε και ο Αριστοφάνης καταδικαστέος είναι”. Αναστατώθηκαν στο σπίτι, ο πατέρας μου έβαλε τα μεγάλα μέσα να με υπερασπίσει. Αλλά ήδη είχε γίνει ντόρος. Τότε συνδέθηκα με τον Κέδρο, καθώς η Νανά Καλλιανέση και ο Τσίρκας έρχονταν στις δίκες. Στην πρώτη καταδικάστηκα. Πήγα να υποβάλω έφεση στο Αρσάκειο με τη συνοδεία δύο μπάτσων- ε! δεν ήταν και το πιο ευχάριστο συναίσθημα. Είχε όμως αρθεί ο νόμος περί Τύπου και η υπόθεση γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα. Μια μέρα στου Κολλάρου είδα το “Αρμένισμα” να φεύγει σαν ψωμί. Μεγάλη επιτυχία. Για μια νύχτα τρελάθηκα, νόμισα ότι έγινα διάσημος. Ευτυχώς το άλλο πρωί συνήλθα. Το “Αρμένισμα” είναι ένα άτυχο βιβλίο, διότι και μετά τη μετακόμισή του στον Κέδρο έκανε λιγότερες πωλήσεις από τα υπόλοιπα βιβλία μου. Ενώ παλιοί φίλοι το εκτιμούν, το πλατύ κοινό το αγνοεί, υπάρχει μια σιωπή γι΄ αυτό».
– Αντίθετα η «Κυρία Κούλα» είχε μεγάλη απήχηση.Πού το αποδίδετε αυτό;
«Ναι, από την πρώτη στιγμή. Το αποδίδω στα συναισθήματα που είχα τότε, τα οποία τα επεξεργαζόμουν μέσα στο τρένο στις διαδρομές για τις διάφορες δουλειές όπου εργαζόμουν ή πηγαίνοντας να επισκεφθώ τον αδελφό μου που ήταν άρρωστος, στη Νέα Ερυθραία. Ηταν ένα πολύ ζωντανό κείμενο για εκείνη την εποχή. Δεν πιστεύω ότι ήταν τολμηρό θέμα η σχέση μιας ώριμης με έναν νεαρό. Δεν έχει σεξουαλικές σκηνές, έχει έναν ήρεμο διαλογισμό ανάμεσα σε δύο πρόσωπα που έρχονται από δύο διαφορετικές άκρες, κοινωνικές και ηλικιακές, και που συμβαδίζουν για ένα μικρό διάστημα. Ηταν ένα πεζό που άγγιξε τον κόσμο και να φανταστείτε ότι το έγραψα με πολύ λίγες λέξεις. Είναι το πιο μικρό βιβλίο μου».
– Το «Κουρείο» είχε απήχηση; «Τo “Κουρείο” είχε απήχηση σε έναν πολύ μικρό κύκλο ανθρώπων. Υπήρξαν μάλιστα και αναγνώστες που ενοχλήθηκαν από τη σκοτεινή ατμόσφαιρά του. Σιγά σιγά, όμως, σε αντίθεση με τη λάμψη του “Αρμενίσματος” που έφθινε, το “Κουρείο” απέκτησε φανατικούς αναγνώστες. Το έγραψα σε μια δύσκολη περίοδο. Είχα σπασμένο το δεξί μου χέρι και το έγραφα με το αριστερό, αλλά γενικότερα ήμουν σε μια σκοτεινή μεταβατική περίοδο της ζωής μου. Και αυτό που έχει αποτυπωθεί στο βιβλίο είναι κάτι πολύ μύχιο, σκοτεινό μεν, αλλά φωτεινό στη σκοτεινότητά του».
– Πάντα σας ενδιέφεραν οι νέοι ως ήρωες των πεζών σας,όπως ο Κίτσος, ο Αναστάσης,ο Μενέλης…Υπάρχει τέτοιος ήρωας,σαν τον Μενέλη του «Κουρείου»,δίπλα μας;
«Υπάρχουν πολλοί Μενέληδες δίπλα μας. Ανθρωποι που διαβιώνουν λάθρα, τόσο από οικονομική άποψη όσο και από το συναισθηματικό φορτίο που τους πιέζει, αλλά και από μοναξιά. Διάβαζα προχθές ότι αυξάνονται οι τρόφιμοι των ψυχιατρείων, αυξάνονται οι άνθρωποι που δεν τολμούν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα».
– Πολλά από τα πεζά σας είναι ένα μείγμα βιωματικού υλικού,παρατήρησης και φαντασίας.Θα μπορούσε να λείπει το βιωματικό;
«Οχι. Το βίωμα είναι η μαγιά. Αν δεν το έχεις, δεν έχεις τίποτα. Δεν μπορείς να βιώνεις μέσω τρίτων. Τα βιβλία που γράφει κανείς έχουν ως αφετηρία τον εαυτό του. Ανεξάρτητα αν αυτό το βίωμα το προεκτείνει, αν ανοίγεται σε άλλα πεδία ή το καλύπτει εντέχνως. Προσωπικά δεν είχα ποτέ τον φόβο να εκτεθώ και όσο περνάει ο καιρός εκτίθεμαι περισσότερο. Οι “Γάμοι του Σπόρου και της Ποππαίας” ήταν πολύ τολμηρό κείμενο για την εποχή του. Διερωτώμαι τι θα είπαν οι γονείς μου. Ο αδελφός μου ο μακαρίτης, ο Αρης Κουμανταρέας, διασκέδαζε πάρα πολύ. Θυμάμαι του άρεσε πολύ μια φράση που είχα για ένα μπουρδελάκι που “έμπαιναν καυλωμένοι και έφευγαν μαγεμένοι”. Ακόμη και στο τελευταίο μου βιβλίο “Το στρατόπεδο…”, που μοιάζει εντελώς φανταστικό, κάποιος αναγνώστης που με ξέρει θα βρει δικά μου στοιχεία. Το ύφος βγαίνει από την καρδιά του συγγραφέα, όσα τερτίπια και αν κάνει. Κάθε βιβλίο που γράφεται είναι ένα τέλος στις περιπέτειες της ζωής, για μένα κλείνει έναν κύκλο περιπετειών της ζωής μου».
– Τώρα σε ποιον κύκλο περιπετειών βρίσκεστε;
«Είμαι στο στάδιο της ανάρρωσης από έναν ξαφνικό ειλεό, έχω κόψει το τσιγάρο, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ εύκολα στα χαρτιά μου… Γράφω όμως ένα μεγάλο μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό, αλλά και με πολλή φαντασία, το οποίο θα αργήσει να τελειώσει».
– Ολα αυτά τα χρόνια έχετε αλλάξει τη γλώσσα που χρησιμοποιείτε;
«Στα πρώτα μου βιβλία παίζω με διάφορα πράγματα σε σχέση με τη γλώσσα. Στα “Μηχανάκια” η γλώσσα είναι ήδη στέρεη. Από την “Κυρία Κούλα” και τη “Βιοτεχνία υαλικών” η γλώσσα γίνεται πιο σταθερή, αστική ας πούμε, και λιγότερο λαϊκότροπη. Το θέμα είναι να μπορείς να φλερτάρεις τους λαϊκούς ήρωες με τη δική σου γλώσσα και αισθητική. Υπάρχουν εξαιρέσεις: ένα αλάνι δεν μπορεί να μιλάει όπως π.χ. ο Λευτέρης Βογιατζής ή στον “Ωραίο λοχαγό” χρησιμοποιώ μια καθαρεύουσα που είναι η γλώσσα του Συμβούλου της Επικρατείας, την οποία γνώριζα εν μέρει από τον πατέρα μου».
Ενας άνθρωπος του 19ου αιώνα
– Πιστεύετε αυτό που λένε ότι κάθε συγγραφέας τελικά γράφει το ίδιο βιβλίο, που εμπεριέχεται σε όλα του τα βιβλία; Τι σας ενδιαφέρει να πείτε με κάθε σας βιβλίο;
«Αν συνειδητοποιούσα ότι γράφω κάθε φορά το ίδιο βιβλίο, θα αυτοκτονούσα. Πιστεύω ότι κάθε βιβλίο μου φέρνει κάτι νέο. Τα θέματά μου, βέβαια, είναι κλασικά: η φθορά, ο έρωτας, ο θάνατος κτλ. Εγώ επεξεργάζομαι διάφορες πλευρές τους. Με ενδιαφέρει να πω μια ιστορία με τα μέσα που έχω κατακτήσει. Κάθε βιβλίο έχει το δικό του ύφος. Το μεγάλο στοίχημα με τον αναγνώστη είναι να του δώσεις δύο σελίδες και να τον ρωτήσεις ποιος το έχει γράψει. Υπάρχουν συγγραφείς που τους ξεχωρίζεις χωρίς να ξέρεις από πριν ποιος το έχει γράψει, όπως π.χ. ο Τσίρκας, ο Νόλλας, ο Παπαδημητρακόπουλος. Σημασία στη δουλειά ενός συγγραφέα έχει το ύφος που προκύπτει, κυρίως, από το χτίσιμο της φράσης. Πώς διαδέχεται η μία πρόταση την άλλη. Να μπορεί ο αναγνώστης να διαβάζει ξεκούραστα, με ενδιαφέρον, αλλά να υπάρχει μια ιστορία, ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα. Βιβλία χωρίς αινίγματα και σκοτεινιές δεν είναι καλά βιβλία, όπως μόνον με αινίγματα και σκοτεινιές επίσης δεν είναι καλά βιβλία. Ενα στοιχείο που ανακάλυψα με τον χρόνο είναι το χιούμορ. Το είχα υποτιμήσει στην αρχή, αργότερα κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι. Ο αναγνώστης να γελά και ταυτόχρονα να φρικιά ή να συγκινείται. Είναι ένα συμπληρωματικό στοιχείο στο τραγικό της ζωής. Δεν ξέρω αν απέκτησα πολλά άλλα πράγματα στη διάρκεια της συγγραφικής μου καριέρας. Τελικά θα μας κρίνει ο χρόνος. Βέβαια δεν είναι καλό να περνούν πενήντα τόσα χρόνια για να ανακαλύψουμε τον Δημοσθένη Βουτυρά, τον Πέτρο Πικρό και τον Κοσμά Πολίτη. Σήμερα υπάρχουν συγγραφείς που μεγαλώσαμε μαζί, όπως ο Πέτρος Αμπατζόγλου ή η Καίη Τσιτσέλη, και σχεδόν δεν τους ξέρει κανείς».
– Πώς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας; «Είμαι ένας άνθρωπος του 19ου αιώνα. Βλέπω την απορία στο πρόσωπο των ανθρώπων όταν με ρωτούν: “δώστε μου το e-mail σας” και απαντώ “δεν έχω”, “δώστε μου το φαξ σας” και λέω “δεν έχω”, “να σας στείλουμε κάτι στο site σας” και απαντώ “έχω, αλλά ασχολούνται άλλοι με αυτό”. Εχω μια παλιά αγάπη, τη γραφομηχανή μου, μια Οlivetti. Ξέρετε, οι παλιές αγάπες ξεθωριάζουν, αλλά δεν χάνονται ποτέ. Τελευταία γράφω με το χέρι που με πονάει από μια τενοντίτιδα και αισθάνομαι έναν ηλεκτρισμό να με διαπερνάει. Νομίζω ότι αυτό ωφελεί το γράψιμο, ίσως όχι εμένα».