Η δολοφονία του ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελίνι και τεσσάρων μελών της ιταλικής ομάδας που συμμετείχε στη Διεθνή Επιτροπή για τη χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου το καλοκαίρι του 1923 ήταν ένα περιστατικό που έφερε την Ελλάδα στα πρόθυρα μιας νέας πολεμικής σύρραξης, έναν μόλις χρόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και έναν μήνα αφότου υπογράφτηκε η Συνθήκη της Λωζάννης. Η ιστορία της κρίσης ξεκινά το πρωί της 27ης Αυγούστου, όταν δολοφονήθηκε από αγνώστους δράστες ο στρατηγός Τελίνι και η ομάδα συνεργατών του, στον δρόμο Κακαβιάς- Ιωαννίνων, επί ελληνικού εδάφους κοντά στα σύνορα με την Αλβανία. Οι Ιταλοί βρίσκονταν καθ΄ οδόν σε αποστολή αναγνώρισης στην κοιλάδα του Δρίνου και έπεσαν θύματα ενέδρας, οργανωμένης σύμφωνα με τις καταγεγραμμένες σε ιστορικά συγγράμματα εκτιμήσεις, από αλβανούς πράκτορες της ιταλικής φασιστικής κυβέρνησης. Ο Μουσολίνι επέδωσε τελεσίγραφο με ιδιαιτέρως επαχθείς όρους στην επαναστατική κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα. Με το τελεσίγρα φό του αυτό ζητούσε να ζητηθεί συγγνώμη από την ανώτατη ελληνική στρατιωτική αρχή ενώπιον του ιταλού πρέσβη στην Αθήνα, να τελεστεί μνημόσυνο για τα θύματα, παρουσία του συνόλου του υπουργικού συμβουλίου, να αποδοθούν τιμές στην ιταλική σημαία την ημέρα του μνημοσύνου, να διενεργηθεί ανάκριση με τη σύμπραξη του ιταλού στρατιωτικού ακολούθου, για την προσωπική ασφάλεια του οποίου η Ελλάδα θα αναλάμβανε την απόλυτη ευθύνη, να καταδικαστούν οι ένοχοι σε θάνατο, η Ελλάδα να καταβάλει 50 εκατ. ιταλικές λιρέτες, πέντε ημέρες από την επίδοση του τελεσιγράφου, να αποδοθούν στρατιωτικές τιμές στις σορούς των θυμάτων κατά τη μεταφορά τους στην Πρέβεζα.
Ο Μουσολίνι απαιτούσε απάντηση εντός 24 ωρών. Η εκπλήρωση των όρων του τελεσιγράφου προϋπέθετε όμως την παραδοχή της ελληνικής ενοχής για τη δολοφονία του ιταλού στρατηγού και της ομάδας του. Η επαναστατική κυβέρνηση με διακοίνωσή της απέρριψε τα περισσότερα από τα ιταλικά αιτήματα, προσφεύγοντας παράλληλα στην Κοινωνία των Εθνών, με σκοπό την εξεύρεση διπλωματικής λύσης στην κρίση.
Η ελληνική απάντηση κρίθηκε από την Ιταλία ως απορριπτική των αξιώσεων της φασιστικής κυβέρνησης και βάσει αυτού διετάχθη ο βομβαρδισμός της Κέρκυρας, τέσσερις μόλις ημέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου του 1923.
Ο Μουσολίνι είχε άλλωστε μόλις αναλάβει την εξουσία στην Ιταλία και αναζητούσε τρόπους για να αυξήσει το γόητρό του, κινούμενος στο πλαίσιο της παραδοσιακής ιταλικής εξωτερικής πολιτικής, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη διεκδίκηση αυξημένης επιρροής στην περιοχή των Βαλκανίων. Στο σημείο αυτό βρισκόταν αντιμέτωπος με την Ελλάδα.
Ο ιταλικός στόλος κατέλαβε το νησί, προκαλώντας ένα ακόμη πλήγμα στην αποδυναμωμένη και εξαντλημένη από τηΜικρασιατική Καταστροφή Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι δε ότι βομβαρδίστηκαν τα δύο φρούρια της Κέρκυρας, στα οποία είχαν καταλύσει πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Δραματική ήταν η προσπάθεια του τότε νομάρχη της Κέρκυρας Πέτρου Ευριπαίου να αποτρέψει τον βομβαρδισμό, την απώλεια ανθρώπινων ζωών και την καταστροφή του νησιού. Ενώ οι Ιταλοί είχαν αποβιβαστεί στην Κέρκυρα, ο νομάρχης ζήτησε προθεσμία για να επικοινωνήσει με την Αθήνα και τον υπουργό Εσωτερικών Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των ιταλικών αρχών για την παραβίαση της, διεθνώς κατοχυρωμένης από το 1864, ουδετερότητας της Κέρκυρας. Εν αναμονή των οδηγιών από την ελληνική κυβέρνηση, ο Ευριπαίος δήλωνε στους Ιταλούς ότι αρνείται να παραδώσει το νησί, αλλά και ότι δεν θα προέβαινε σε ένοπλη αντίσταση, γνωρίζοντας, άλλωστε, τη στρατιωτική αδυναμία της Κέρκυρας.
Οπως αποδείχτηκε, τίποτε δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει τον βομβαρδισμό του νησιού, το αποτέλεσμα του οποίου, πέραν του ισχυρού πλήγματος στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, ήταν 16 νεκροί (οι περισσότεροι εκ των οποίων πρόσφυγες), 30 τραυματίες και 2 ακρωτηριασμένοι. Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ
Η κατάληψη της Κέρκυρας έληξε όταν η Πρεσβευτική Διάσκεψη,στην οποία η Κοινωνία των Εθνών παρέπεμψε τη διευθέτηση του ζητήματος,υποχρέωσε την Ελλάδα να καταβάλει στην Ιταλία αποζημίωση 50 εκατομμυρίων λιρετών,να τελέσει μνημόσυνο για τους δολοφονηθέντες και να διενεργήσει ανακρίσεις για την ανεύρεση των δραστών, υπό την εποπτεία του διεθνούς παράγοντα.
Τα δραματικά γεγονότα της περιόδου περιγράφει και αναλύει στην πραγματεία του με τίτλο «Η ελληνοϊταλική κρίση του 1923/Το επεισόδιο Tellini/Κέρκυρας» (εκδόσεις Αντ.
Ν.Σάκκουλα,2009) ο συγγραφέας Ι.Παπαφλωράτος,διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών.Βγάζει έτσι από την αφάνεια ένα ιστορικό γεγονός που,αν και δεν είναι ευρέως γνωστό,έφερε τότε την Ευρώπη στα πρόθυρα μιας νέας πολεμικής σύρραξης,λίγα μόνο χρόνια μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επέφερε ένα ακόμη πλήγμα στην εξαντλημένη από τη Μικρασιατική Καταστροφή και αποδυναμωμένη από τον εσωτερικό διχασμό που προκάλεσε η εκτέλεση των έξι Ελλάδα.
Τελικά,παρά την ηθική υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους της διεθνούς κοινότητας, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να καταβάλει ένα υπέρογκο ποσό ως αποζημίωση στους Ιταλούς προκειμένου να απελευθερωθεί η Κέρκυρα,παρά το γεγονός ότι δεν της απεδόθησαν ευθύνες για τη δολοφονία.
Το ιστορικό αυτό γεγονός είναι αποκαλυπτικό της αδυναμίας του νεοσύστατου τότε διεθνούς οργανισμού,προπομπού του ΟΗΕ, της Κοινωνίας των Εθνών να παρεμβαίνει και να λειτουργεί αποτρεπτικά σε διεθνείς κρίσεις,αλλά και της διαχρονικότητας του ανταγωνισμού μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας στην περιοχή των Βαλκανίων.Ο συγγραφέας, έπειτα από πολυετή έρευνα,επιχειρεί να φωτίσει αναπάντητα ερωτήματα και να «φωτογραφίσει» τους ενόχους αυτής της υπόθεσης.