Το έργο ολοκληρώνεται εδώ μνημείο που ποτέ δεν θ΄ αφανίσει/του χρόνου η φθορά ή το σπαθί, μήτε φωτιά ή Δίας οργισμένος/.Η μέρα εκείνη θα΄ ρθει, της ζωής το άνυσμα που μου έλαχε θα κόψει/ πλην ως εκεί- σαρκίο και κορμί, ό,τι θνητό, μονάχα θα ορίσει/κι ανώτερη η άλλη μου μεριά θα υψωθεί ανίκητη στ΄ αστέρια./ Με τ΄ όνομα «Οβίδιος» θα ζω,αυτό κανείς ποτέ δε θα το σβήσει/όπου η Ρώμη αθάνατος κι εγώ, θα ζω όσο της μέλλεται να ζήσει.
Με αυτούς τους στίχους τελειώνει το «πολυμορφικό» έπος τωνΜεταμορφώσεων του Οβιδίου (43 π.Χ.-17 μ.Χ.), που δείχνουν άλλη μια φορά πως οι μεγάλοι ποιητές γνωρίζουν εν μέρει το μέλλον τους. Διαρκούν περισσότερο από τις κοινωνίες που τους εξέθρεψαν. Αυτό το μεγάλο ποίημα, αιώνες μετά τον μοναχό και μοναχικό Πλανούδη, αναλαμβάνει να μας συστήσει ο Θεόδωρος Παπαγγελής, με μια γενναία και ευφρόσυνη μετάφραση. Τιμή για αυτόν, χαρά για μας, καθώς, όπως πιστεύω, η μεγαλύτερη συμβολή ενός μελετητή της κλασικής λογοτεχνίας, όπως άλλωστε και της σύγχρονης, είναι να μας συστήσει έναν «άγνωστο» ή ξεχασμένο συγγραφέα. Ακούγεται κοινοτοπία, αλλά πόσοι φιλόλογοί μας έχουν όντως καταφέρει να συνδέσουν το όνομά τους με έναν συγγραφέα, αρχαίο ή νεότερο, ως εκδότες, μεταφραστές ή ερμηνευτές; Για τούτο κρίνω πως αυτού του είδους οι συστατικές εκδόσεις πρέπει να προβάλλονται και να επαινούνται δημοσίως.
Πριν από περίπου δέκα χρόνια ο Παπαγγελής, εγκρατής φιλόλογος, κατ΄ εξοχήν μελετητής της ποιητικής των ρωμαίων «νεωτερικών» και του ρωμαϊκού πολιτισμού, μας έδωσε την ομοίως γοητευτική και αντισχολαστική μετάφραση της οβιδιακής Ερωτικής Τέχνης(Καστανιώτης, 2000). Τη συνόδευε ένα πνευματώδες και εμβριθέστατο εν ταυτώ δοκίμιο για τους λατίνους εραστές. Κάρφος στον οφθαλμό του σχολαστικού, ταμείο απολαυστικής γνώσης για τον ανοιχτόμυαλο και φανατικό για γραμματολογικές (τουλάχιστον!) εμπειρίες. Επιμένοντας στον Πόπλιο Οβίδιο Μυταρά (!), ο συγγραφέας μάς προσφέρει σήμερα με την ίδια αξιοζήλευτη eruditio και παρόμοιο φιλοπαίγμονα αντιακαδημαϊσμό μιαν ανθολογία από είκοσι διάσημες ιστορίες τωνΜεταμορφώσεων, της πιο «ευπώλητης μυθολογικής εγκυκλοπαίδειας της δυτικής λογοτεχνίας». Ο Ακταίων, ο Φαέθων, η Φιλομήλα, η Δάφνη, ο Νάρκισσος, ο Ερμαφρόδιτος, ο Ορφέας, ο Ικαρος, ο Πυγμαλίων, ο Μίδας είναι μερικές από τις μορφές που αλλάζουν θωριά και γίνονται αιώνια πρότυπα μοίρας και σύμβολα πολιτισμού.
Ακατανόητο σχήμα
Σε αυτό το συνθετικό ποίημα των 12.000 στίχων το «μπεστ σέλερ» του 9 μ.Χ. ο Οβίδιος, έχοντας ως πρωτογενές υλικό την ελληνική μυθολογία και τους ρωμαϊκούς μύθους, αναλαμβάνει να αφηγηθεί ένα σύμπαν σε «κατάσταση μεταμορφωτικού συναγερμού». Προς τι; Για να δείξει την αέναη μεταβολή των πραγμάτων από τη Δημιουργία του Κόσμου ως την Αποθέωση του Ιουλίου Καίσαρα (μεταμορφώνεται σε κομήτη). Ετσι από τη μία λοξοκοιτάζει το ρασιοναλιστικό σύμπαν που μορφώνεται στοΠερίΦύσεωςτου Λουκρητίου, από την άλλη αποθεώνει, μέσα από τη μορφοποιητική και μεταμορφωσιακή δύναμη της ποίησης, τη μεταβολή των ανθρώπινων σωμάτων (αλλά όχι πάντα και των ψυχών) εξαιτίας της πανουργίας και της ακατανόητης αυθαιρεσίας των θεών και της μοίρας. Σώματα που άλλαξαν θωριά για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή υπέπεσαν σε σφάλματα. Ιστορίες ωραίων σωμάτων που δεν ρίχτηκαν στην κόλαση του Κάτω Κόσμου για τα κρίματά τους αλλά τα πλήρωσαν κάνοντας αναγκαστική στροφή προς ένα ακατανόητο σχήμα.
Ειδικότερα, στα 15 βιβλία του οβιδιακού έπους παρουσιάζονται πάνω από διακόσιες μυθολογικές ιστορίες μεταμορφώσεων που αφηγούνται, καθεμία με τον τρόπο της, πώς εξελίχθηκε η «Ιστορία του Παντός»! Μέσα από αλλεπάλληλααίτιασυνάγεται η αιτία του κόσμου, μέσα από τις μεταμορφώσεις σωμάτων δείχνεται η εξέλιξη της ιστορίας. Ο ποιητής ξεκινά από τις κοσμολογικές αρχές, διατρέχει την άχρονη μυθολογία και εισέρχεται ακολουθώντας τη γραμμή Τροία- Ρώμη στην πεπερασμένη «ιστορία». Δεν μαθαίνουμε αν αυτός ο κόσμος σταθεροποιήθηκε τελικά, τουλάχιστον σύμφωνα με τα κριτήρια του Οβιδίου. Μέσα όμως σε αυτήν την κοσμογονική αλλαγή ένα φαίνεται να παραμένει σταθερό: το Εργο και το Ονομα του ποιητή, ή για να το θέσουμε διαφορετικά, αυτό που δοξολογείται είναι ο μεταποιητικός και μεταμορφωσιακός νους του ποιητή. Οι θεοί προκαλούν μεταμορφώσεις και παραμορφώσεις. Ο ποιητής μπορεί και τις αναγνωρίζει και τις καταγράφει. Ανθρωποι γίνονται τετράποδα, πετούμενα, έντομα, δέντρα, άνθη. Θνητοί «καταστερώνονται» αλλά και θεοί «ενανθρωπίζονται», ή ακόμη και «αποκτηνώνονται», κορίτσια αλλάζουν φύλο και γίνονται αγόρια, τα στοιχεία της φύσης μιλούν ανθρώπινα. Με τη μεταμόρφωσή τους οι περισσότερες μορφές αλλάζουν επίπεδο στον νοητό άξονα του υψηλού- χαμηλού καθώς υποβιβάζονται σε χαμηλότερες κλίμακες ύπαρξης. Το «άωτον του Κάλλους» τρέπεται σε μορφή τερατική, αλλού προβάλλουν τρυφερές ή μιαρές φαντασιώσεις, εκεί έκθετα κατακρεουργημένα ή φλεγόμενα σώματα, σπαραγμένα ανδρικά κορμιά που τόλμησαν να αντικρίσουν, φευγαλέα έστω, τη θεία ομορφιά, ή να πάρουν στα ανίδεα χέρια τους το άρμα του Ηλιου.
Μεταποιητική διάθεση
Τι διαφορετικό κάνει ο Οβίδιος από ό,τι κάνουν οι μεγάλοι ποιητές; Οντως σε όλους τους ποιητές υπάρχει η μεταποιητική διάθεση. Η μεταβολή της εικόνας του κόσμου, όχι ως ουτοπία αλλά ως αίτημα ουσίας, είναι έργο των ποιητών, με τις διαθέσεις και τις απαιτήσεις να ποικίλλουν. Συνεχώς το παραδεδομένο σύμπαν μπορεί και πρέπει να μεταποιείται, διά της ποιήσεως, σε έναν νέο τόπο- τοπίο. Κάθε μορφή ποίησης, κάθε τέχνη δείχνεικαιμια μεταμόρφωση και συνάμα αφηγείται τη διαδικασία μεταβολής και αλλοίωσης των μορφών μας. Και κάθε μεταμόρφωση είναι εν τέλει καφκική. Στον Οβίδιο ωστόσο αυτό το παίγνιον της αλλαγής, καθώς αφορά καιτην ανθρώπινη ιστορία, γίνεται σε έκταση συμπαντική, το χνάρι είναι το Ολον. Οι ίδιες οιΜεταμορφώσεις , λ.χ., είναι ένα ποίημα που από μόνο του έχει μεταμορφωθεί και εξελιχθεί μέσα από πολλά στοιχεία. Δεν πρέπει μάλιστα να αγνοούμε ότι στέκει ακριβώς απέναντι στην κλασικότροπηΑινειάδα, τη σοβαρή γενεαλόγηση της Ρώμης. Ετσι όλο και κάτι κρύβεται κάτω από την ποιητική λεοντή του Οβιδίου, όλο και κάπου υπάρχουν φωνές, χειρονομίες και υπαινιγμοί που θα χαιρόταν ο σύγχρονος αναγνώστης του. Το σημαντικότερο, κάτω από την επιφάνεια του οβιδιακού κειμένου έχουν επέλθει μύριες όσες μεταμορφώσεις θεματικής, υφολογικής και ειδολογικής τάξεως. ΟιΜεταμορφώσειςσυμπεριφέρονται με «μετα-ειδολογική αυτοσυνειδησία», όπως γράφει ο Θεόδωρος Παπαγγελής, άλλοτε με την υπερβολή της παρωδίας, άλλοτε προτείνοντας έναν ποιητικό συγκρητισμό. ΟιΜεταμορφώσεις: το άκρον άωτον της μετα-αφήγησης και του δια-κειμενικού.
Αυτά και άλλα πολλά μαθαίνει κανείς διατρέχοντας τα Προλεγόμενα του Θεόδωρου Παπαγγελή, όπως και τα είκοσι επί μέρους συνοδευτικά δοκίμιά του, όπου με σοφία, χάρη και χιούμορ (ιδού το ύψιστον φιλολογικό desideratum) ο ερευνητής-μεταφραστής μάς καλεί να προσέλθουμε στο μεταφρασμένο Ποίημα. Και ακριβώς εδώ, στη μετάφραση, στην αλλαγή της θωριάς του λατινικού κειμένου, έγκειται, πιστεύω, η κύρια συμβολή του Παπαγγελή, καθώς μας συστήνει τον Οβίδιο τωνΜεταμορφώσεων, αίγλη και τιμή της Ρώμης και αιώνια πηγή έμπνευσης των ευρωπαίων ποιητών, πεζογράφων, καλλιτεχνών, διανοουμένων. Πλην Ελλήνων, όπως θα το περιμέναμε!
Χυμώδη νοήματα
Τη μεταφραστική ιδεολογία και πρακτική του Παπαγγελή τη γνωρίζουμε από τηνΕρωτική Τέχνη. Βασισμένος στη σύσταση του κειμένου (ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι) προκρίνει την «πολιτισμική παράφραση» ή επικαιροποίηση (μια πιο απαιτητική εκδοχή της αναλογικής μετάφρασης) που του επιτρέπει να «παίζει» πάνω στους ποικίλους τόνους του πρωτοτύπου, με τρόπο ανάλογα «πολυγλωσσικό». Καθαρεύοντες τύποι, κοινότοπες εκφράσεις, «ποιητική» γλώσσα, αλλά και μελό «ποιητικούρες», αργκό και μάγκικα, αλλά και ξενόφερτο πλην πολιτογραφημένο hot λεκτικό, αυτά και άλλα συνιστούν το μεταφραστικό «ρήμα» του Παπαγγελή, που του επιτρέπει, εκσυγχρονίζοντας ή και «εκμοδερνίζοντας» (όπως θα έλεγε), να συλλέξει τα χυμώδη νοήματα του κειμένου και να ισοζυγιάσει- στο μέτρο του δυνατούτα μηνύματα πρωτοτύπου και μετάφρασης. Ολη αυτή την ύλη, την απροσδόκητη «μετα-γλώσσα» του, ο Θεόδωρος Παπαγγελής την καλουπώνει εντέχνως σε έναν ευλύγιστο 21σύλλαβο (!) στίχο, με απρόσμενες ομοιοκαταληξίες και απολήξεις, που ρέει εντελώς φυσικά, μοιρασμένος με την τομή της δέκατης συλλαβής.
ΣτιςΜεταμορφώσειςτα πράγματα είναι πιο ζόρικα, καθώς ο μεταφραστής πρέπει να λάβει υπ΄ όψιν την ιδιάζουσα ιστορικολογοτεχνική συγκυρία αυτού του ογκώδους ποιήματος, το γραμματειακό του είδος, την ειδολογική «διαπραγμάτευσή» του, την τονική του κλίμακα, δηλαδή τις επιλογές του στο γλωσσικουφολογικό «πεντάγραμμο»! Εχοντας πίσω του μια πλούσια παράδοση το ποίημα στραφταλίζει επιφανειακά, αλλά το βάθος είναι σκοτεινό, καθώς ελλοχεύει απειλητικό το παρα-κείμενο. Το ένδον, αν θέλετε, κάλλος ενός κειμένου που συγχωνεύει μαζί με τους μύθους και μια «μυθική» και μυθοποιημένη γλώσσα. Πώς λύνονται αυτά τα προβλήματα; Ο Παπαγγελής δεν έχει αυταπάτες, αλλά διαθέτει πανουργία. Ενα πολυμορφικό, ανάγλυφο κείμενο για να «αναγνωσθεί» μεταφραστικά χρειάζεται κάθε φορά την αξονική τομογραφία του. Εδώ, δουλεύει πάλι ο αξονικός ανατόμος Παπαγγελής. Υστερα παίρνει ξανά τον δρόμο του δοκιμασμένου 21σύλλαβου, που τώρα εμφανίζεται σε ανομοιοκατάληκτη κυρίως φόρμα, περισσότερο λειασμένος και με «βαθύτερο» και λιγότερο εκζητημένο λεκτικό, καθώς αυτό τού επιβάλλει το κείμενο.Πυρσοί εκεί δεν άναψαν χαράς, ήταν φωτιές φερμένες από ξόδι/που οι Ερινύες κράταγαν,αυτές της νύφης είχαν στρώσει το κρεβάτι/και μαύρη κουκουβάγια του χαμούεκούρνιαζε στη νυφική παστάδα(«Πρόκνη, Τηρέας, Φιλομήλα», 6. 430-2).
Με τους «τρόπους» αυτούς το μεταφρασμένο κείμενο αναδύεται αυθυπόστατο και ο αναγνώστης μπορεί και δοκιμάζει την οβιδιακή ιδιοφυΐα σε μια μετάφραση που κινείται και αναπνέει τόσο αυτόνομα, τόσο προκλητικάιδιοτελώς(θα έλεγα), ωσάν να μην υπήρξε πρωτότυπο. Αλλά το πρωτότυπο είναι εκεί πίσω και διατηρεί την τιμή του, ενώ μπρος στα μάτια μας το οβιδιακό κείμενο, με καινούργια θωριά, λάμπει μεταμορφωμένο μες στην ελληνική σκευή του.