«Αφήνω μιαν εικόνα και πιάνω μιαν άλλη που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση,σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης που οι τραγουδιστάδες δε λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο,γιατί κάθε τέλος σέρνει μαζί του θλίψη». Ο Νίκος Κούνδουρος φαίνεται να ονειρεύεται τον θάνατό του πραγματικά και ανάμεσα στις γραμμές δοκιμάζει κανείς μια πεισιθάνατη γεύση. Κάτω από όλες τις αφηγήσεις γύρω από ιστορικές συγκυρίες (από τον Β Δ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο ως τον Μάη του ΄68 στο Παρίσι) και σημαντικές αναφορές σε πρόσωπα (από τον Τσιτσάνη και τον Χατζιδάκι ως τον Τσε) υπάρχει μόνιμα το υπόστρωμα του αποχαιρετισμού. Αυτό δίνει απαράμιλλη δύναμη στο κείμενο γιατί είναι σαν να σου μιλάει ο άνθρωπος που ετοιμάζεται να φύγει.
Αυτοβιογραφία που αρχίζει ανορθόδοξα. Με το σημείωμα της γραμματέως Αννας Βοργία η οποία δηλώνει πως κατέγραψε τις κατακερματισμένες αναμνήσεις του Νίκου Κούνδουρου. Το «Ονειρεύτηκα πως πέθανα» δεν ακολουθεί μια γραμμική οργάνωση του χρόνου, των αναμνήσεων του σκηνοθέτη που διανύει τώρα το 83ο έτος της ζωής του. Μοιάζει με κύμα που σαρώνει σε ένα ατέρμονο πηγαινέλα σκόρπια γεγονότα, ακολουθώντας όμως την αιχμή του δόρατος: όσα σημάδεψαν τον ίδιο αλλά και τη σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας.
Αυτό όμως είναι συναφές με την πολυσχιδή προσωπικότητά του. Ο Νίκος Κούνδουρος απορρόφησε σκόρπιες εμπειρίες και αισθήσεις σαν την πέτρα κάτω από τον ήλιο και τις μετουσίωσε σε δημιουργία. Απέκτησε διεθνή φήμη ως σκηνοθέτης αλλά παρείσφρησε και σε άλλες τέχνες- ζωγραφική (έχει παρουσιάσει έργα σε εκθέσεις, είναι εξάλλου απόφοιτος της ΑΣΚΤ), συγγραφή, ακόμη και αρχιτεκτονική- χωρίς να τις τελειοποιήσει. Στην ύπαρξή του ώθηση έδωσε περισσότερο το πηγαίο, ασυγκράτητο ένστικτο της δημιουργίας παρά ο οργανωτικός νους που συχνά απαιτεί η καλλιτεχνική σύνθεση. Και το «άτακτο» αυτό κείμενο, παρ΄ ότι ενίοτε σε δυσκολεύει να τοποθετηθείς στον χωροχρόνο, έχει κορυφώσεις λυρικές, ποιητικές, διαυγείς. Αρετές που θαρρείς κυλούν στο αίμα του δημιουργού. Εκεί που νομίζεις ότι χάνεις τον ειρμό, σε πιάνει γερά από το στομάχι μια εικόνα.
Η βιωμένη Ιστορία
Τα εξήντα χρόνια που συμπυκνώνονται μέσα στο σύντομο μα περιεκτικό αυτό βιβλίο ανασύρουν περισσότερες μνήμες από τη σύγχρονη Ιστορία παρά από την κινηματογραφική καριέρα του. Η συζήτηση με έναν ηλικιωμένο σοφέρ καμιονιού κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων τηςΑντιγόνηςστο Λαύριο επαναφέρει εμπειρίες από τον Εμφύλιο. Ο σοφέρ τού θυμίζει μια παρέλαση μπροστά στον βασιλιά. Του εξομολογείται ότι είχαν βρεθεί εκεί δύο άγνωστοι στρατιώτες τότε, ο ένας πίσω από τον άλλον. Οταν σωριάστηκε κάτω ένας συνταγματάρχης, μέσα στην αναταραχή, φάνηκε ένας άνδρας να τρέχει:«Ο ψηλός(σ.σ.: ο Κούνδουρος)έδωσε το όπλο του στον άλλο εσατζή,είχαν κιόλας μαζευτεί πέντ΄ έξι από δαύτους,τον βάλανε στη μέση και φύγανε,ο κόσμος δεν πολυπήρε χαμπάρι(…).Κάποιος είπε πως ο ψηλός ήταν δόκιμος,άλλος είπε,κλάψτε τον,αυτός πάει για στρατοδικείο…Χρόνια ύστερα είδα τη φωτογραφία του στην εφημερίδα, τη φωτογραφία σου δηλαδή». Και ο Κούνδουρος συνεχίζει σαν να έχει τον γέροντα απέναντί του:«Τρία χρόνια στο Μακρονήσι για να ξεχαστεί το πράγμα. Ησουν δυο σειρές πίσω μου και είδες αυτό που δεν είδα.Να με,λοιπόν,τρελός ήμουν και τρελός είμαι»Συνεχίζει ο σοφέρ: «Από το λόχο οι μισοί δεν γύρισαν ποτέ πίσω.Τους φάγανε οι νάρκες… πόδια,χέρια,μυαλά,κουρμπάνι στην πατρίδα…χάρηκα που σε ξανάδα…». Με ένα φλας μπακ επιστρέφει στο Ηράκλειο, σε μνήμες από τη γερμανική κατοχή. Μιλάει για τον «μπάρμπα του» τον Ρούσσο Κούνδουρο, γενναίο οπλαρχηγό και πληρεξούσιο της Κρήτης, και θυμάται τις αγριότητες της εποχής. Τότε που κρυβόταν στο σπίτι του παππού του, εκατό μέτρα από την εκκλησιά του Αγίου Μηνά όπου περίμενε το ψεύτικο διαβατήριο για«να γλιστρήσω από την κόλαση,την ταπείνωση,τον εξευτελισμό». Ακούει φωνές στον δρόμο και μέσα από μια τρύπα βλέπει έξω, στην πλατεία, οπλισμένους άνδρες να αλαλάζουνε ρυθμικά, τιμητική φρουρά σε ένα κοντάρι μπροστά τους που κρατούσε κάποιος οπλισμένος χωριάτης. Στην κορυφή του«ένα ματωμένο κεφάλι με μακριά μαλλιά,το στόμα ανοιχτό σε σπασμό πόνου,τα μάτια ερμητικά κλειστά και γύρω κάτι σαν φωτοστέφανο» . Ηταν ο καπετάν Ποδιάς. Αργότερα ο Κούνδουρος μαθαίνει ότι η ενήλικη κόρη του (που το κόμμα είχε στείλει με άλλα παιδιά καπεταναίων στη Μόσχα) έψαχνε να βρει μαζί με έναν τσοπάνη τα κόκαλα του πατέρα της, ντυμένη στα μαύρα, να τα θάψει σε δικό του τάφο, «να ξέρει κι αυτή και η μάνα της και η δικιά της κόρη και να θυμούνται. Ομως ο Ψηλορείτης κράταγε το μυστικό του.Για την κεφαλή δεν μίλαγε κανείς».
Χρόνια αργότερα, ο Κούνδουρος βρίσκεται στη Μόσχα όταν η επανάσταση γιόρταζε τα 70 χρόνια «μιας ιδεολογίας και ενός συστήματος που ήταν φανερό πως ολοκλήρωνε τον κύκλο του». Στο αεροδρόμιο τον υποδέχεται μια ψηλή κοπέλα, διερμηνέας για έλληνες καλεσμένους. «Πες μου ολόκληρο τ΄ όνομά σου να σε θυμάμαι, να σου γράψω. -Ποδιά, με λένε, μου είπε. Κέρωσα.Ηταν η κόρη του καπετάνιου, του κομμένου κεφαλιού. Σε σκέφτηκα τόσες φορές Ιωάννα…».
Στο Παρίσι παρασύρεται μαζί με τους υπόλοιπους Ελληνες στη δίνη του Μάη του ΄68.«Πράξη συμβολική,δήλωση συμπαράστασης στους ξεσηκωμένους Γάλλους που μας φιλοξενούσαν και μαζί πράξη αντιδικτατορική (…) Να μάθει η Ευρώπη κι ο κόσμος όλος πως εδώ,στα λίγα μέτρα ελληνικής γης, καταλύθηκε η εξουσία των δικτατόρων». Οταν οι Ελληνες πληροφορούνται ότι καμία κατηγορία δεν διατυπώθηκε κατά τη σύλληψη του Παύλου Ζάννα, κριτικού κινηματογράφου και μετέπειτα απαράμιλλου μεταφραστή τουΑναζητώντας τον χαμένο χρόνοτου Μαρσέλ Προυστ, κινητοποίησαν τους πιο ισχυρούς διανοούμενους της Γαλλίας. Υπέγραψαν επιστολή διαμαρτυρίας για την άμεση απελευθέρωση του Ζάννα και οι Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Αλέν Ρενέ, Υβ Μοντάν, Λουί Μαλ, Μαργκερίτ Ντυράς, Ζαν Λουί Τρεντινιάν, Ζαν Ντανιέλ Πολέ… Ανοιχτές επιστολές
Ο Νίκος Κούνδουρος, χορτασμένος από δόξα και φήμη και διεθνή αναγνώριση, δεν διστάζει να μιλήσει για εκείνους που ο ίδιος θαύμασε. Φαίνεται να «ψηλώνει» γράφοντας για τη σχέση του μαζί τους:«Θυμάμαι τη ζωή μου με τον Χατζιδάκι και γεμίζει μουσικές το μυαλό μου. Αχόρταγος ο ίδιος ακτινοβολούσε τη λαιμαργία για ζωή που ήταν κολλητική για τους άλλους,τους πιο συμμαζεμένους (…) μας έσερνε να μας δείξει το κουτούκι που κάποιος Μάρκος έπαιζε μπουζούκι,ή το μικρό θεατράκι της πλατείας Καρύτση που κάποιος Κουν θ΄ ανέβαζε κάποιον Ο΄ Νηλ,κάποιον Τεννεσί Ουίλλιαμς,κάποιον Λόρκα…».Το καλοκαίρι του 1951 ο Κούνδουρος με την αβυσσαλέα ορμητικότητά του κατάφερε να πείσει τους δεσμοφύλακες της Μακρονήσου να του δώσουν άδεια να πάει να δει τον Μάνο στην Αθήνα, στο θέατρο Rex, όπου έκανε πρόβες τονΜεγαλέξανδρο και το καταραμένο φίδι. Το αντάλλαγμα για τη χάρη ήταν να κουβαλήσει δύο τόνους τσιμέντο στην επιστροφή του,«προσφορά στην καλοστημένη κομπίνα που τάιζε τους αξιωματικούς και γέμιζε τον ξερόβραχο με έργα εξαπάτησης και πολιτισμού».
Με την ίδια ταπεινοφροσύνη αναφέρεται στον Τσιτσάνη, στον Φελίνι, σε τόσους άλλους. Εκείνο που ξαφνιάζει είναι ότι ανοίγει διάλογο με προσωπικότητες τού σήμερα: γράφει ανοιχτή επιστολή στον διάσημο αστροφυσικό και πρύτανη Γιώργο Γραμματικάκη. Θέμα της, το ατέρμονο μυστήριο της ύπαρξης, αυτό το απροσδιόριστο «παραπέρα» που τον ταλανίζει στο«Ονει ρεύτηκα πως πέθανα»: «Καημένε Γραμματικάκη, την πάτησες. Γιατί η με τόσους κόπους κατακτημένη σοφία σου δεν σου αρκεί πια. Γιατί αύριο μεθαύριο θα πετάξεις από πάνω σου τη λίγη γνώση που απόχτησες και θα συνταχτείς, εσύ και η αμήχανη σοφία σου, με μας τους βαρβάρους,που χαζεύουμε ακόμα θαμπωμένοι το μυστήριο τ΄ ουρανού χωρίς τηλεσκόπια (…) και έχουμε αρκεστεί, αγαπητέ Γιώργο, σε κείνο το μικρό παράθυρο που μας άνοιξες με την “Κόμη της Βερενίκης”, από όπου βλέπεις από έξω προς τα μέσα,γιατί το απέραντο έξω μας τρομάζει…». Και άλλα πολλά. Θα μιλήσει και στη σύντροφό του τη Σωτηρία- όνομα που εν προκειμένω ίσως λειτουργεί συμβολικά. «Εκείνη διαβάζει χωμένη στην πολυθρόνα της.Κάνει πως διαβάζει,αλλά δε διαβάζει.Τι να παιδεύει άραγε το μυαλό της,το μοιρασμένο σε δύο ζωές,τη δικιά της και τη δικιά μου και τι είναι δικό της και τι δικό μου και τι και των δύο.Σε ξέρω,Σωτηρία,όσο μπορεί να πει κανείς πως ξέρει τον άλλο, και όσο αυτός ο άλλος παύει καμιά φορά να είναι άλλος, όταν κάποια στιγμή, κάποιες στιγμές δηλαδή, οι δύο ζωές σμίγουνε σε μία.Και τότε είναι που η Σωτηρία σηκώνεται μαλακά, αθόρυβα, μαζεύει τα χαρτιά και τα βιβλία της και γλιστράει αθόρυβα στο διπλανό δωμάτιο που είναι μόνο δικό της.Ομως,Σωτηρία,χωρίς να το θέλεις μίλαγες κι εγώ άκουγα». Γιατί μας ενδιαφέρει αυτή η φοβερά προσωπική, ενδόμυχη εξομολόγηση; Διότι ο καθένας θα αναγνωρίσει κάτι δικό του μέσα σε αυτήν«τη μυστική αγιοσύνη που ορίζει το σμίξιμο του αρσενικού και του θηλυκού».