Το 1931, τη χρονιά που εκδίδεται η Στροφή, ο Κατσίμπαλης είναι 32 χρόνων. Ο Σεφέρης έναν χρόνο μικρότερος. Ο Κατσίμπαλης ενθουσιασμένος από το βιβλίο του φίλου του (η σχέση τους μαρτυρείται ήδη από το 1924, όταν και αρχίζει η παρούσα Αλληλογραφία ), αλλά και έξαλλος από ορισμένες αρνητικές κριτικές, επιστρατεύει τον νεαρότερο και πολλά υποσχόμενο τότε Α. Καραντώνη (γ. 1910) να γράψει μια μελέτη για το βιβλίο του Σεφέρη. Ο Σεφέρης, που βρίσκεται στο Λονδίνο, ζητεί (επιστ. 30 Αυγ. 1931) να δει τη μελέτη προτού δημοσιευθεί. Στις 9 Σεπτεμβρίου ο Κατσίμπαλης αναγγέλλει στον Σεφέρη ότι τη μελέτη την έχει δώσει κιόλας στο τυπογραφείο και περιμένει από στιγμή σε στιγμή να πάρει δοκίμια. Μην ανησυχείς, τον διαβεβαιώνει, αυτό που έκανε ο Καραντώνης («παιδάκι 20 μόλις χρονών») είναι «αξιόλογο κατόρθωμα». Στο μεταξύ και ενώ ακόμη τυπώνεται η μελέτη ο Κατσίμπαλης στέλνει γράμματα σε εφημερίδες και περιοδικά και μυκτηρίζει τη «μικροψυχία», τη «στενοκεφαλιά» και την «τύφλα» των κριτικών. Διαβάζει μάλιστα ένα μέρος της μελέτης στον Παλαμά που μουρμούρισε μέσ΄ απ΄ τα δόντια του: «Τυχερός ο Σεφέρης να βρει μια τέτοια αναγνώριση απ΄ τα πρώτα του βήματα…».
Ο έξυπνος Ρωμιός
Ο Σεφέρης δεν φαίνεται να ενθουσιάζεται με όλα αυτά. Ο Κατσίμπαλης του γράφει (7 Νοεμ. 1931): « Αρχινάω να πιστεύω πως είσαι αχάριστοςή αγιάτρευτα εγωκεντρικός (όλες οι υπογραμμίσεις του Κατσίμπαλη). «Εχεις αναλάβει πια μια υποχρέωση απέναντι του εαυτού σου (…) και προ παντός απέναντι του τόπου σου που τόσο αγαπάς μα που αδιάκοπα γκρινιάζεις». Ετσι τον προτρέπει να συνεχίζει να γράφει και οπωσδήποτε να μη χαλάσει την καλή εικόνα του. «Με το πρώτο σου βιβλίο, δεν κρίθηκες εσύ αλλά οι κριτές σου. Στο δεύτερό σου βιβλίο αποβλέπουμε όλοι όσοι πιστέψαμε σε σένα, να προεκτείνεις και να συμπληρώσεις το δίδαγμα του πρώτου (…) Το δρόμο σου τον βρήκες- θαρρώ- με τον “Ερωτικό Λόγο”.Κατά ΄κει να τραβήξεις». Και τελειώνει: «Αλλά τα έξοδα της εκτύπωσης του βιβλίου (…) μ΄ έχουν ξετινάξει οικονομικώς (…) Η αφοσίωση σε μια ιδέα θέλει θυσίες λογής- ιδίως στον τόπο μας- χωρίς καν την ελπίδα μιας ηθικής, έστω ανταμοιβής. Προχτές ακόμα, ο Δημαράς αποκάλεσε τη δράση μου αυτή “μαλακία” και τέτοια θα ΄ναι, δίχως άλλο, η γνώμη και των άλλων όλων φίλων μου. Αλλά εγώ στάθηκα πάντα μου “φαντάρος” μιας ιδέας, είτε στις πολεμικές είτε στις πνευματικές ανάγκες του τόπου μου, κι ούτε ζήτησα ποτέ μου άλλον τίτλο ή αξίωμα που δε θα μου έστεκε. Φαίνεται πως ο προορισμός μου ήταν αυτός και μόνο, και προσπάθησα και προσπαθώ να του ανταποκριθώ όσο μπορώ καλύτερα. Μαλακία, βέβαια, όταν αντικρίσεις το πράγμα από τα εγώπαθα ύψη ενός “έξυπνου” ρωμιού. Ας είναι!».
Πρωτοχρονιάτικος μπουναμάς
Την 1η Δεκεμβρίου 1931, όταν πια η μελέτη του Καραντώνη κοντεύει να κυκλοφορήσει, ο Κατσίμπαλης γράφει στον Σεφέρη: «Μην παραλείψεις να του γράψεις του παιδιού (…) Στείλε του, μάλιστα, αν μπορέσεις, 5-6 λίρες για αγορά ενός ορισμένου αριθμού αντιτύπων (50 ας πούμε). Θα του κάνεις χαρά. Θα του ΄ρθει σαν πρωτοχρονιάτικος μπουναμάς. Είναι τόσο φτωχός και περνάει τόσες στερήσεις». Μια βδομάδα αργότερα ο Σεφέρης γράφει στον Κατσίμπαλη: «Σου στέλνω ένα γράμμα προς την Τράπεζα Ανατολής για 2.000 δραχμές (…) Καλύτερα να μην του στείλω χρήματα απ΄ ευθείας. Φοβούμαι μην τον θίξω (…) Αυτά τα στέλνω (πες του) εσένα για την αγορά ορισμένων αντιτύπων. Στείλε καμιά 20αριά στην Ιωάννα και 5-6 εμένα». Η μικρή «συνωμοσία» τελειώνει στις 21 Δεκ. 1931. Γράφει ο Κατσίμπαλης: «Πήρα τα λεφτά χωρίς καμιά δυσκολία (…) Τα έδωσα αυθημερόν του Καραντώνη που τα ΄χασε, χλώμιανε και τραύλισε κάτι άναρθρες αρνήσεις, και τελειωτικά τα δέχτηκε (…) Χάρισες λίγες μέρες ευτυχίας σ΄ αυτό το φτωχό παιδί». Αφιλοκερδής φανατισμός
Πιστεύω πως αυτή η μικρή ιστορία, από τις πολλές που μπορεί κάποιος νά διαβάσει στην Αλληλογραφία , δείχνει παραστατικότατα την ουσία και το ήθος της μακρόχρονης φιλίας ανάμεσα στον εμβληματικό και μυθικό για τα γράμματά μας «Κολοσσό του Μαρουσιού», τον Γ. Κατσίμπαλη, και στον νομπελίστα ποιητή. Για όσους γνωρίζουν στοιχειώδη ανάγνωση, η συγγραφή της μελέτης του Καραντώνη ούτε «σκοτεινές πλευρές» του Σεφέρη δείχνει ούτε «δοσοληψίες», «προδοσίες» ή «κλίκες». Δεν πρόκειται για μια ιστορία ατιμίας. Οπως φέρεται να είπε ο ίδιος ο Κατσίμπαλης στον Γιώργο Σαββίδη, που είχε αναλάβει αρχικά την έκδοση της Αλληλογραφίας : «Ούτε ο Σεφέρης ούτε εγώ έχουμε τίποτε να φοβηθούμε από την αλήθεια- την πάσα αλήθεια! Λάθη ασφαλώς εκάναμε στη ζωή μας, ατιμίες όμως όχι, ούτε μπαμπεσιές!». Και του απαγορεύει να κόψει το παραμικρό. Αυτό λοιπόν που ξεκάθαρα δείχνει η ιστορία είναι ο αφιλοκερδής φανατισμός ενός που παθιαζόταν να βοηθήσει και να προωθήσει εκείνα τα πρόσωπα του «τόπου» που θεωρούσε πως άξιζαν. Ο Κατσίμπαλης υπήρξε ο σημαντικότερος agent provocateur στη λογοτεχνία μας, ηθικότερος από όσους εμπλέκονται (με κάθε τρόπο) στη σημερινή λογοτεχνική μιζέρια, και το κυριότερο δικαιωμένος από την ιστορία της λογοτεχνίας μας.
Η εντύπωση που αποκομίζω κάθε φορά που διαβάζω την αλληλογραφία δύο προσώπων είναι ότι οι επιστολές τους συστήνουν τελικά ένα εν δυνάμει αφηγηματικό κείμενο. Μυθιστόρημα ή ρομάντζο, αναλόγως. Οταν όμως αυτή η αλληλογραφία προέρχεται από ανθρώπους των γραμμάτων μας (Σολωμό, Παλαμά, Παπαδιαμάντη, Καζαντζάκη, Ρίτσο, Ελύτη, Εμπειρίκο κ.λπ.), τότε αυτό που φαίνεται να προκύπτει είναι ένα κεφάλαιο της λογοτεχνίας μας που μέχρι τότε ελάνθανε. Κεφάλαιο ιδιωτικής φύσεως και γραφής, κάποτε αυθόρμητα διανθισμένο με απότομες ή και άδικες κρίσεις για ανθρώ πους, βιβλία και συμβάντα λογοτεχνικά. Ωστόσο αυτά τα λανθάνοντα «κεφάλαια» καθώς αρθρώνονται απρογραμμάτιστα και χωρίς (αυτο)λογοκρισία είναι οπωσδήποτε πιο αποκαλυπτικά και, ως έναν βαθμό, ειλικρινέστερα από όσα γράφονται από τρίτους, με ψυχραιμία (υποτίθεται) και πρόγραμμα. Η ογκώδης Αλληλογραφία Κατσίμπαλη- Σεφέρη (που έρχεται να προστεθεί σε δώδεκα ήδη δημοσιευμένους ανάλογους τόμους) μας αποκαλύπτει ένα άγνωστο εν πολλοίς, προκλητικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο της νεότερης λογοτεχνίας μας.
Πολύτιμα τεκμήρια
Και τι, αλήθεια, δεν μπορεί να βρει κάποιος περιδιαβάζοντας και μόνο αυτήν την από καιρό αναμενόμενη Αλληλογραφία με τις 452 επιστολές που αντάλλαξαν σε 46 χρόνια (με αναγκαστικό κενό τα χρόνια 1940-1946) οι δύο επιστολογράφοι; Οι 269 επιστολές του Σεφέρη και οι 183 του Κατσίμπαλη αποτελούν όχι απλά τεκμήρια μιας προσωπικής φιλίας αλλά, κυριότατα, πολύτιμα τεκμήρια μιας ολόκληρης εποχής, που εν προκειμένω υπερβαίνει τα συμβατικά χρονικά όρια της λεγόμενης «Γενιάς του Τριάντα». Ζητήματα ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά, και προσωπικά, αλλά κυρίως θέματα λογοτεχνικά, ποιήματα, μεταφράσεις, αναλύσεις, δοκίμια, παραθέματα, κρίσεις για την ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία κ.ά. γεμίζουν τις 1.000 σελίδες της Αλληλογραφίας. Ενδιαφέρουσα είναι και η προϊστορία αυτής της έκδοσης, όπως περιγράφεται στη μικρή αλλά πυκνή και ευανάγνωστη Εισαγωγή του Δ. Δασκαλόπουλου, με την αρχική εμπλοκή του Γ. Σαββίδη, τις εξ αντικειμένου δυσκολίες του να συνεχίσει, και την ευτυχή αποπεράτωση αυτού του δύστροπου και πολυδάπανου έργου. Τέλος καλό, όλα καλά και οφείλουμε να επαινέσουμε τον Ικαρο, το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και πάνω από όλους τον Επιμελητή. Οχι μόνο για την υποδειγματική επιμέλεια των επιστολών αλλά και για τη φροντίδα και τον κάματό του να αναδείξει και να φωτίσει το σώμα των επιστολών με Πίνακες, Επίμετρα, Σημειώσεις, Σχόλια (μερικά αποτελούν μικρές μελέτες) και οπωσδήποτε για τον τρόπο με τον οποίο συσχετίζει realia των επιστολών με το υπόλοιπο έργο του Σεφέρη.
Ωκεάνιο αφήγημα
Είναι προφανές πως με το παρόν σημείωμα ούτε περιγράφουμε, όπως θα έπρεπε, ούτε ανάλογα αποτιμούμε αυτό το ωκεάνιο επιστολικό αφήγημα δύο ωκεάνιων όντως και πολύτροπων αλληλογράφων. Συνοψίζοντας ωστόσο μπορούμε να αναφέρουμε τα (κατά την άποψή μας) κύρια σημεία της αλληλογραφίας. Το πρώτο που δείχνει η Αλληλογραφία είναι (και συμφωνούμε με τον Επιμελητή) η «πολυδύναμη κεντρομόλος παρουσία» του Κατσίμπαλη μέσα σε αυτά τα 50 χρόνια, η χωρίς υστεροβουλία δράση του και το αμείωτο ενδιαφέρον του να βοηθήσει και να προβάλει τη λογοτεχνία μας. Οχι μόνο τον Σεφέρη, αλλά και άλλους πολλούς, μικρούς και μεγάλους. Αθυρόστομος, ευθύβολος, χωρατατζής, επίμονος, δηκτικός (δες τα σχόλια για Μελίνα και Ελύτη, λ.χ.), αεικίνητος και εργατικότατος δεν διστάζει μπροστά σε τίποτε προκειμένου να κάνει αυτό που νομίζει σωστό. Σχεδόν ποτέ δεν αστοχεί. Ιδεολόγος «φαντάρος» αλλά και «αρχηγός» (ο Σεφέρης έτσι τον αποκαλεί κάποτε) αποτελεί μοναδική μορφή στα γράμματά μας. Απέναντί του ο Σεφέρης συγκρατημένος, «πολιτικά ορθός», τον ακούει, τον εμπιστεύεται αλλά την ίδια στιγμή τραβά τον δικό του δρόμο. Ετσι, λ.χ., οι προτροπές του Κατσίμπαλη προς τον Σεφέρη να ακολουθήσει τον δρόμο που βρήκε με τον Ερωτικό Λόγο ουδόλως εισακούστηκαν. Τέσσερα χρόνια μετά τη Στροφή, έρχεται ex abrupto το αιρετικό Μυθιστόρημα που μάλλον ξένισε (και ως έναν βαθμό απογοήτευσε) τους φίλους του ποιητή. Παρά ταύτα ο Κατσίμπαλης (εμπιστευόμενος με τη σειρά του τον Σεφέρη) θα κάνει τα πάντα για να προβληθεί, να διαδοθεί και μεταφραστεί το έργο.
Το δεύτερο που καταγράφει η Αλληλογραφία (ως «κεφάλαιο» της λογοτεχνίας μας) είναι η αυξανόμενη παρουσία ξένων λογοτεχνών, μεταφραστών και κριτικών στα δικά μας λογοτεχνικά και πνευματικά πράγματα και η συνεπόμενη προβολή της λογοτεχνίας μας διεθνώς. Σήμερα ύστερα από τόσα χρόνια έχουμε κουρνιάσει σε μια άθλια απομόνωση και όσον αφορά τη λογοτεχνία. Η Αλληλογραφία δείχνει επίσης την πρωτόγνωρη αλληλεγγύη ελλήνων διανοούμενων και λογοτεχνών (εδώ η περίπτωση λ.χ. του Νάνου Βαλαωρίτη) προκειμένου η νεωτερική μας ποίηση να ανοιχθεί στον έξω κόσμο. Ταυτόχρονα καταγράφει την αντίδραση κάποιων σε ό,τι νέο και πρωτοπόρο. Αλλά σήμερα ποιο το βάρος όλου αυτού του άχαρου συντηρητισμού; Ποια η βαρύτητα, λ.χ., του κοντόφθαλμου και άδικου άρθρου του Μιχ. Ροδά για τους μεγάλους ποιητές μας, αγκαλά εξακολουθεί και τώρα ακόμη να εμπνέει κάποιους;
Ποιους δικαίωσε η ιστορία; Αυτούς που επαίνεσαν οι ποικιλώνυμοι Ροδάδες ή όσους διέσυραν; Αλλά και τα κουτσομπολιά, τα χωρατά, τα λογής λογής ανέκδοτα και οι σπαρταριστές ιστορίες και αποκαλύψεις δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Είναι ύλη ουσιώδης μέσα στο όλο σώμα των επιστολών. Η Αλληλογραφία είναι ένας πλούσιος και ευχάριστος λειμώνας, ένας μπαξές (με όλη τη σημασία της λέξης) που όσοι τον περιδιαβάζουν αποκομίζουν τέρψη και ωφέλεια.