Υποθέτω ότι δύσκολα θα διαβάσει ο οιοσδήποτε με στοιχειώδη δημοκρατική ή και απλώς ανθρώπινη ευαισθησία τις Αναμνήσεις ενός επαναστάτη του Βικτόρ Σερζ και δεν θα νιώσει να τον πλημμυρίζει ένα κύμα αγανάκτησης – ή πικρίας, αν είναι αριστερός.


Ας πω λοιπόν εκ των προτέρων ότι πρόκειται για συγκλονιστικό έργο: ως χρονικό, ως αφήγηση και ως τεκμήριο μιας άγριας εποχής που τα κοινωνικά της δεδομένα παραμορφώθηκαν, η ιστορία της χαλκεύτηκε και η αλήθεια παρουσιάστηκε ως άθροισμα περιστατικών ενός τερατώδους αστυνομικού μυθιστορήματος. Οι ιστορικές ευθύνες όσων διαστρέβλωσαν την ιστορία του κόσμου μας στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα δεν έχουν ακόμη πλήρως αποδοθεί. Οι ερευνητές φέρνουν στο φως ολοένα περισσότερα νέα στοιχεία που αποκαλύπτουν τι ακριβώς είχε συμβεί και για ποιους λόγους παραχαράχθηκαν γεγονότα και ιδέες. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι στη χώρα μας το βιβλίο του Σερζ βρίσκει χώρο υποδοχής 63(!) χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στη Γαλλία. Αποτελεί φυσικά θέμα ενός άλλου κειμένου γιατί κορυφαίοι ρώσοι ποιητές και πεζογράφοι, όπως η Αχμάτοβα, ο Μαντελστάμ, ο Πλατόνοφ κ.ά., μόλις την τελευταία δεκαετία έχουν αρχίσει να μεταφράζονται κάπως συστηματικά στη χώρα μας. Αυτοί ήταν οι «αντιδραστικοί». Ο Σερζ ήταν ο «τροτσκιστής». Ούτως ή άλλως, σύμφωνα με το σταλινικό πνεύμα, όλοι τούτοι έβραζαν στο ίδιο καζάνι. «Τι μπρόκολα, τι λάχανα».


Τρίπτυχο ζωής


Ο Βικτόρ Σερζ υπήρξε ως συγγραφέας, όπως έχει κατά κόρον ειπωθεί, η κατ’ εξοχήν ζωντανή μαρτυρία της εποχής του. Και οι ιστορικές εξάρσεις, όπως και οι καταπτώσεις αυτής της εποχής, αποτελούν το κύριο θέμα του συγγραφικού του έργου. Είναι εκπληκτικό που το έργο του, τόσο βαθιά σημαδεμένο από την επικαιρότητα του καιρού, όχι μόνο παραμένει ζωντανό αλλά επανέρχεται στο προσκήνιο, και μάλιστα μαρτυρεί απείρως περισσότερα από όσα καταγγέλλουν τα μυθιστορήματα του Σολζενίτσιν που γνώρισαν παγκόσμια δημοσιότητα. Ο Σερζ όχι μόνο βγαίνει από την αφάνεια, αλλά αναδεικνύεται αυτός πλέον ο κύριος εκφραστής των γεγονότων που συγκλόνισαν τον κόσμο στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.


Το τρίπτυχο της ζωής του ήταν «θα στοχαστείς, θα αγωνιστείς, θα πεινάσεις». Τα βίωσε και τα τρία – και τα πλήρωσε. Πένης και άσημος στην Πόλη του Μεξικού, με την υγεία του καταρρακωμένη εξαιτίας των επανειλημμένων φυλακίσεων και πλείστων άλλων ταλαιπωριών, πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 17 Νοεμβρίου 1947, σε ηλικία 57 ετών. Πρόλαβε ως τότε να γράψει πάμπολλα βιβλία, από τα οποία διασώθηκαν περίπου 20 (τα άλλα κατασχέθηκαν από την Γκεπεού ή χάθηκαν κατά τη διάρκεια των περιπετειωδών του μετακινήσεων).


Στα απομνημονεύματά του ο Βικτόρ Λβόβιτς Κίμπαλτσιτς (το πραγματικό όνομα του Σερζ) με ενάργεια που διαθέτουν μόνον οι συγγραφείς πρώτης γραμμής περιγράφει τα παιδικά του χρόνια στις Βρυξέλλες, τη σύνδεσή του με το παγκόσμιο αναρχικό κίνημα, τις εμπειρίες του από την Ισπανία όπου πρωτοδημοσίευσε το πρώτο κείμενό του με το ψευδώνυμο Βικτόρ Σερζ, το πέρασμά του από τον αναρχισμό στον μπολσεβικισμό, την ατμόσφαιρα των χρόνων της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, που έδινε και την απάντηση στο ερώτημα της πρώτης του νεότητας τι θα έπρεπε να κάνει: ότι μόνο μέσω της εξέγερσης μπορούσε κανείς να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών, δηλαδή να αλλάξει έναν κόσμο που παρουσιαζόταν «χωρίς περιθώρια διαφυγής».


Καμία ιστορία, καμία ανάλυση δεν δίνει με τέτοια παραστατική δύναμη το κλίμα της εποχής και τα πορτρέτα των πρωταγωνιστών της, δηλαδή της ηγεσίας των μπολσεβίκων: του Στάλιν, του Τρότσκι, του Μπουχάριν, του Γιόφε, του Κάμενεφ, του Ράντεκ και τόσων άλλων. Η σύγκρουση ανάμεσα στον Στάλιν και στις δύο άλλες τάσεις στο εσωτερικό του μπολσεβίκικου κόμματος – της λεγόμενης δεξιάς με τον Μπουχάριν και της αριστερής με τον Τρότσκι – αναδύεται μέσα από την αφήγηση του Σερζ ως έπος ηρωισμού και θανάτου ταυτοχρόνως. Αρχίζεις να διαβάζεις το βιβλίο του και δύσκολα το αφήνεις από τα χέρια σου. Γραμμένο συνθετικά, είναι συνεκτικό, συμπυκνωμένο, γεμάτο πάθος, αίσθημα και δίψα για την αλήθεια που δεν ειπώθηκε, για την ουσία που διαστρεβλώθηκε και για μια υπόθεση που συκοφαντήθηκε αλλά δεν χάθηκε.


Τι ήταν όμως αυτή η εποχή; Πολύ απλά, ήταν αναμέτρηση με την Ιστορία, ανταπόκριση στην πρόκληση να ακολουθήσει κανείς την επιτάχυνση του ιστορικού βηματισμού, εποχή όπου τα άτομα ξεπερνούσαν τον εαυτό τους γιατί τα έσπρωχναν στο προσκήνιο οι μεγάλες κινήσεις των μαζών.


Υποψίες και πιέσεις


Ο Σερζ κατηγορήθηκε ως τροτσκιστής. Μολονότι ο θαυμασμός του για τον Γέρο είναι εμφανής σε όλο το βιβλίο, δεν ήταν θαυμασμός άκριτος. Ο Σερζ είχε τόσο αισθητικές όσο και πολιτικές διαφωνίες μαζί του και δεν δίστασε να συγκρουστεί μαζί του, με αποτέλεσμα ο Τρότσκι να τον κατηγορήσει ότι δεν έγινε ποτέ κομμουνιστής και παρέμεινε αναρχικός. Πίσω από την κατηγορία αυτή ωστόσο κρυβόταν η καχυποψία του Τρότσκι για το πώς έφυγε ο Σερζ το 1936 από τη Σοβιετική Ενωση. Η αιτία ήταν, σύμφωνα με τον Σερζ, η πίεση που υπέστη το σταλινικό καθεστώς από τους ξένους, αριστερούς κυρίως συγγραφείς και διανοουμένους, με επικεφαλής τον Ρομέν Ρολάν – αλλά μολονότι ουδέποτε το εξέφρασε ανοιχτά, ο Τρότσκι έτρεφε την υποψία ότι ο Σερζ απελευθερώθηκε από την εξορία όπου τον είχαν στείλει (στο Ορενμπουργκ της Σιβηρίας το 1933) με αντάλλαγμα πληροφορίες που είχε δώσει για τη λεγόμενη «αριστερή αντιπολίτευση», την οποία ωστόσο ο Στάλιν είχε ήδη ξεδοντιάσει. Η τελευταία εκκαθαριστική επιχείρηση υπήρξε η δίκη και η εκτέλεση του Ζινόβιεφ, για τον οποίον ο Σερζ δεν έτρεφε και σπουδαία εκτίμηση. Τον θεωρούσε, συν τοις άλλοις, επιφανειακό και υπερφίαλο.


Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η άποψη του συγγραφέα ότι, αν στην εσωκομματική σύγκρουση ο Τρότσκι έστρεφε τόσο τα συνδικάτα όσο και τον στρατό που τα ήλεγχε απολύτως εναντίον του Στάλιν, θα μπορούσε να επικρατήσει. Ο Τρότσκι είχε αμφιβολίες για την τελική έκβαση και δεν ήθελε να αναλάβει το κόστος, όπως λέει, μιας άνευ προηγουμένου αιματοχυσίας. Νομίζω ότι πιο κοντά στην αλήθεια βρίσκεται το φροϋδικό που μου είχε πει κάποτε ο Μιχάλης Ράπτης: πως ο Τρότσκι δεν έκανε καμία κίνηση επειδή ποτέ δεν απηλλάγη από το σύμπλεγμα ότι υπήρξε μενσεβίκος.


Στο βιβλίο αφθονούν οι μοναδικές στιγμές, όπως η περιγραφή της αυτοκτονίας και της κηδείας του ποιητή Σεργκέι Γεσένιν ή ο θάνατος και η κηδεία του Κροπότκιν, την οποία ο παλαιός αναρχικός Βικτόρ Σερζ παρακολούθησε μέσα σε κλίμα φόβου και καταστολής, ή οι κρυφές συναντήσεις των ομάδων της αριστερής αντιπολίτευσης και οι κινήσεις της μυστικής αστυνομίας – Τσεκά και αργότερα Γκεπεού – που δεν διέφεραν σε τίποτε από αυτές της τσαρικής Οχράνα. Η φράση με την οποία κλείνει το βιβλίο τον Φεβρουάριο του 1943, τη χειρότερη περίοδο του Β ´ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι σημαδιακή, αφού προέρχεται από έναν άνθρωπο που όλη τη ζωή του την αφιέρωσε στη συλλογική δράση: «Ποτέ να μην αρνηθείτε την υπεράσπιση του ανθρώπου ενάντια στα συστήματα που προγραμματίζουν την εκμηδένιση του ατόμου». Ο πρώην αναρχικός και μετέπειτα μπολσεβίκος «συναντά» εδώ, ως αυτοεξόριστος πια, τον Αντρέ Μαλρό, ο οποίος δέκα χρόνια νωρίτερα είχε γράψει στην Ανθρώπινη μοίρα: «Μια ανθρώπινη ζωή δεν αξίζει τίποτε, αλλά και τίποτε δεν αξίζει όσο μια ανθρώπινη ζωή».