Δεν θυμάμαι ποιος είπε ότι ο καφές είναι «ο οίνος του Απόλλωνα». Ο αφορισμός βέβαια έχει ισχύ αξιώματος στις περισσότερες δυτικές χώρες και κατ’ εξοχήν θα έλεγα στη δική μας, τη χώρα του Απόλλωνα, στην οποία ο καφές τιμάται όσο κανένα άλλο ποτό. Ενώ στον τόπο μας όμως τιμάται (και συχνά «υπερ-τιμάται») το προϊόν, δεν τιμώνται τα καφενεία ως τόποι της πολιτιστικής μας παράδοσης – εννοώ τα καφενεία εκείνα στα οποία οι μακρινοί απόγονοι του Απόλλωνα (τουτέστιν οι συγγραφείς) συνήθιζαν να εγκαταβιούν μια φορά κι έναν καιρό. Στην πρωτεύουσα της Ελλάδας δεν λειτουργεί σήμερα ούτε ένα λογοτεχνικό καφενείο που να άνοιξε προπολεμικά. Ολα όσα βρίσκονταν σε επίκαιρες θέσεις ή παρήκμασαν ή άλλαξαν χρήση. Μεταμορφώθηκαν από την Κίρκη του νεοπλουτισμού σε ταχυφαγεία, εστιατόρια, καταστήματα νεοτερισμών, υποκαταστήματα τραπεζών και κοσμηματοπωλεία. Η μνήμη είναι ως φαίνεται μια πολυτέλεια πολύ ακριβή για να την αντέξουμε.
Τι νόημα έχει η παρελθοντολογία; θα ρωτούσε – και ίσως εύλογα – κάποιος. Η εξαφάνιση των λογοτεχνικών καφενείων της Αθήνας είναι κατά κάποιον τρόπο μια επιβεβαίωση του βασικού Νόμου του Μέρφι: αν είναι κάτι να πάει στραβά, θα πάει στραβά. Εδώ χάθηκε η οικιστική φυσιογνωμία της Αθήνας του 19ου αιώνα, κατεδαφίστηκαν κτίρια ανεκτίμητης αξίας, καταπατήθηκαν και εξαφανίστηκαν ολόκληρες δασικές εκτάσεις στο Λεκανοπέδιο, για την έκλειψη των λογοτεχνικών καφενείων θα συζητούμε;
Το ερώτημα ωστόσο δεν είναι ρητορικό. Η εξαφάνιση των λογοτεχνικών καφενείων αποδεικνύει την πολιτιστική αμνησία και την ασέβεια στο πρόσφατο παρελθόν μας κατά τον πλέον οδυνηρό τρόπο, αφού τα έργα εκείνων οι οποίοι σύχναζαν στα καφενεία αυτά αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της συλλογικής μας συνείδησης, της πολιτιστικής κληρονομιάς μας και του νεοελληνικού ψυχισμού. Για όσους θα υποστήριζαν ότι δεν έχει και τόση σημασία που έχουν εκλείψει τα κτίσματα και οι χώροι, αφού παραμένουν οι αναμνήσεις, οι οποίες έχουν καταγραφεί στα κείμενα και διασωθεί στις ποικίλες αφηγήσεις, θα έλεγα απλούστατα ότι οι αναμνήσεις θολώνουν, σβήνουν και αποχρωματίζονται όταν τις αποσπά κανείς από τα κελύφη τους και όταν τα κελύφη αυτά, ως γνήσιοι νεοβάρβαροι, έχουμε «καταφέρει» να τα καταστρέψουμε.
Ας πάμε τώρα και στο συναφές ερώτημα: Γιατί να διασώσει κάποιος τις μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος σε μια πόλη «με τόσα αρχαία», όπως λέγανε παλαιά; Η απάντηση είναι εξίσου απλή: Αν ένας τόπος δεν σέβεται το πρόσφατο παρελθόν του, δεν σέβεται ούτε το αρχαίο του κλέος. Σε άλλες χώρες φυσικά τέτοια ερωτήματα θα φάνταζαν παράλογα. Γιατί αν λ.χ. οι Ιταλοί σκέφτονταν σαν κι εμάς, το caffe Greco στη Ρώμη ή το Giubbe Rosse στη Φλωρεντία θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν μετατραπεί σε ωραιότατες μπουτίκ.
Ο πολιτισμός του καφέ
Το σημερινό κείμενο αναφέρεται στο «πατάρι του Λουμίδη», το σημαντικότερο και εμβληματικότερο λογοτεχνικό καφενείο της Αθήνας του 20ού αιώνα. Δεν ήταν ωραίο, δεν ήταν περίβλεπτο, ούτε καν ατμοσφαιρικό, σύμφωνα με τις μαρτυρίες. Υπήρξε όμως τμήμα της ιστορίας της νεότερης Αθήνας και χώρος αναφοράς μιας ολόκληρης εποχής η οποία χάθηκε μαζί του.
Ανοιξε το 1938, τη σκληρή περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, στο νούμερο 38 της οδού Σταδίου στα Χαυτεία, δίπλα στο παλαιό Βιβλιοπωλείον της Εστίας, και γρήγορα συγκέντρωσε τον καλλιτεχνικό, τον λογοτεχνικό και τον δημοσιογραφικό κόσμο της Αθήνας, αφού βρισκόταν σε επίκαιρη θέση, κοντά στα γραφεία των εφημερίδων και στα θέατρα, δίπλα στο ιστορικότερο βιβλιοπωλείο της εποχής. Ηταν αναπόφευκτο να συνδεθεί αμέσως σχεδόν με την κουλτούρα του καφέ και των συζητήσεων, των ιδεών και των ζυμώσεων που προκαλούσαν.
Οι ιδιοκτήτες του, οι τρεις αδελφοί Λουμίδη, δεν φιλοδοξούσαν ανοίγοντάς το να δημιουργήσουν ένα λογοτεχνικό καφενείο. Το πατάρι ήταν συμπλήρωμα του καταστήματός τους στο ισόγειο και αποτελούσε πρόσθετη πηγή εσόδων για την επιχείρησή τους. Αυτοδημιούργητοι, οι αδελφοί Αντώνιος, Νικόλαος και Ιάσων Λουμίδης είχαν ξεκινήσει το 1919 από κάποιο μικρό καφεκοπτείο, στην οδό Ρετσίνας 12 του Πειραιά, για να κατακτήσουν σύντομα την αγορά του καφέ στην Ελλάδα αξιοποιώντας δύο πανίσχυρα και εν πολλοίς ανεκμετάλλευτα ως τότε μέσα: τη δύναμη ενός από τα διασημότερα διαφημιστικά σλόγκαν («έκαστος εις το είδος του κι ο Λουμίδης στους καφέδες») και την τυποποίηση και διάδοση ενός προϊόντος με αυστηρές προδιαγραφές το οποίο κατέστησαν αναγνωρίσιμο πανελληνίως. Επιπλέον, επέλεξαν το πιο επιτυχημένο εμπορικό σήμα στην ιστορία της ελληνικής διαφήμισης: τον παπαγάλο, γιατί είναι το μόνο πτηνό που του αρέσουν, λέγεται, οι καρποί του καφέ.
Στο πατάρι, όπου τα τραπέζια ήταν διατεταγμένα σε σχήμα πι (στα αριστερά κάθονταν οι ηθοποιοί, οι δημοσιογράφοι και οι επιθεωρησιογράφοι, ενώ οι συγγραφείς μαζεύονταν στο βάθος), συναντούσε κανείς τους σημαντικότερους δημιουργούς της Αθήνας αλλά και πολλούς άλλους: νεαρά ζευγάρια θαυμαστών που ήθελαν να δουν από κοντά τα ινδάλματά τους, φιλόδοξους γραφιάδες που γοητεύονταν από το γεγονός ότι στο διπλανό τραπέζι μπορούσαν να κάθονταν και να συζητούν οι καθιερωμένοι συγγραφείς της εποχής, περίεργους και περαστικούς οι οποίοι γοητεύονταν από τον θρύλο που συνόδευε το καφενείο και τους θαμώνες του.
Καφές, καπνός, εμπνεύσεις
Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να γνωρίζαμε πόσες ιδέες και ποιων έργων η αφορμή υπήρξε το πατάρι του Λουμίδη. Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε αρκετούς ιστορικούς του τοπογραφικού περιβάλλοντος της λογοτεχνίας μας. Για ένα καφενείο σαν κι αυτό, που καλύπτει τριάντα χρόνια πολιτιστικής ιστορίας της Αθήνας, θα περίμενε κάποιος να υπάρχουν μελέτες, χρονικά, πλήθος στοιχεία και πληροφορίες – αν μη τι άλλο. Το μόνο που υπάρχει είναι το βιβλίο του Λεωνίδα Χρηστάκη, τακτικού θαμώνα του παταριού, Λουμίδης: Ενα αγνοημένο φυτώριο ποιητών (εκδόσεις Σπηλιώτη, 2005).
Στη χώρα μας ξέρουμε για παράδειγμα ότι ο Σαρτρ έγραψε μεγάλο μέρος του έργου του στο Café Flore του Σεν Ζερμέν, αλλά δεν ξέρουμε αν στο πατάρι του Λουμίδη συνέλαβε την Αμοργό ο Γκάτσος (οι φήμες λένε ότι την έγραψε ως παιχνίδι εν μια νυκτί) ή αν εδώ συζητήθηκε μαζί με την υπόθεση και το έργο του Λόρκα που οδήγησε στην αλησμόνητη παράσταση του Ματωμένου γάμου από το Θέατρο Τέχνης με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Ή ακόμη, τι ρόλο έπαιξαν οι συζητήσεις στο πατάρι, ποια χημεία, ποια ώσμωση δημιουργούσαν ο καπνός, ο καφές και η συζήτηση ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του 1930 οι οποίοι σύχναζαν εδώ: στον Ελύτη και στον Γκάτσο κατά κύριο λόγο, όπως και στους ζωγράφους, στον Μόραλη και στον Τσαρούχη;
Εδώ αναπτύχθηκαν σχέσεις και μακροχρόνιες φιλίες, όπως αυτή του Μάνου Χατζιδάκι με τον Γκάτσο και τον Ελύτη – ιδίως με τον πρώτο. Από το πατάρι, αν και όχι τακτικά, περνούσε και ο Μίκης Θεοδωράκης. Οι σχέσεις στο διαπροσωπικό επίπεδο είχαν συνέπειες και στο καλλιτεχνικό. Και ίσως τις συνεργασίες ποιητών και ζωγράφων (του Μόραλη και του Τσαρούχη με τον Ελύτη), ποιητών και μουσικών (του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι με τον Γκάτσο, τον Κατσαρό, τον Ελύτη και άλλους ποιητές), αυτή την άτυπη αλλά ουσιαστική συνεργασία των τεχνών, εδώ θα πρέπει να την αναζητήσουμε.
Από το πατάρι πέρασαν σχεδόν οι πάντες. Ακόμη και ο Σεφέρης, ο οποίος έβρισκε απαίσιο ένα άλλο πασίγνωστο καφενείο της Αθήνας, του Ζόναρς. Πέρασε ο Εμπειρίκος, ο Σαχτούρης, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Νικηφόρος Βρεττάκος – για να μείνω μόνον σε μερικούς από τους πιο γνωστούς που δεν βρίσκονται στη ζωή.
Η παρακμή της δεκαετίας του 1960
Τη δεκαετία του 1960 το πατάρι άρχισε να παρακμάζει. Οι περισσότεροι από τους παλαιούς επιφανείς θαμώνες του το είχαν εγκαταλείψει, κάποιοι από αυτούς ανεβαίνοντας ψηλότερα, σε ένα νέο στέκι, το Μπραζίλιαν κοντά στο Σύνταγμα. Τα ίχνη της εγκατάλειψης στο Καφέ Λουμίδη ήταν πλέον τόσο έντονα που σου προκαλούσαν αποκαρδίωση, όπως μαρτυρεί ο ποιητής Θωμάς Γκόρπας. Σχισμένα καθίσματα, βρώμικοι τοίχοι, καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Ακόμη και το θρυλικό γκαρσόνι, ο Τάκης, όπως τον ήξεραν όλοι, δεν ήταν πια ο άνθρωπος που συμπεριφερόταν φιλικά και περιποιόταν τους πάντες, αλλά ψυχρός και βλοσυρός, έμοιαζε τώρα με φάντασμα της παλαιάς, καλής εποχής.
Ο γράφων έψαχνε εδώ και καιρό στοιχεία για το πατάρι του Λουμίδη και βρήκε ελάχιστα πράγματα. Υποθέτω ότι αν ήμασταν στη Γαλλία ίσως και να είχε θεσπιστεί λογοτεχνικό βραβείο Λουμίδη, όπως το βραβείο του café Les Deux Magots στο Παρίσι. Αλλά βέβαια όλα αυτά είναι όνειρα θερινής νυκτός.
Η ένσταση η οποία θα μπορούσε να προβληθεί ότι αρκετά ιστορικά καφενεία έχουν κλείσει και σε άλλες μητροπόλεις, όπως για παράδειγμα στην Κωνσταντινούπολη και στο Λονδίνο, δεν ευσταθεί. Στην Κωνσταντινούπολη και στο Λονδίνο ειδικά, η εξαφάνιση ή η μετάλλαξη των παλαιών καφενείων ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του γεγονότος ότι η κουλτούρα του καφέ αντικαταστάθηκε από την κουλτούρα του τσαγιού. Και είναι βέβαια αστείο να συγκρίνουμε και πολύ περισσότερο να προβάλλουμε ως σοβαρό επιχείρημα ότι και στο Λονδίνο κάποια παλαιά καφενεία παρήκμασαν, όταν στη βρετανική πρωτεύουσα εξακολουθούν να ανθούν οι λέσχες και τα κλαμπ και τόσα σπίτια επιφανών συγγραφέων και διανοουμένων λειτουργούν ως μουσεία.
Στη χώρα μας τα πάντα, όταν τελειώνουν, τελειώνουν οριστικά. Το café Central της Βιέννης μπορεί να έκλεισε για πολλά χρόνια αλλά κάποια στιγμή αναστηλώθηκε και ξαναλειτούργησε στο ίδιο κτίριο – έστω και σε διαφορετική θέση. Το ίδιο περίπου συνέβη με το Closerie des Lilas στο Παρίσι και με άλλα διάσημα καφενεία της Ευρώπης. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θεωρούν αυτονόητο ότι δεν έχουν την πολυτέλεια να διαγράφουν ή να εγκαταλείπουν στη λήθη τμήματα της σχετικά πρόσφατης ιστορίας τους. Εμείς μόλις πρόσφατα αρχίσαμε να το συνειδητοποιούμε.
Τα καφενεία – κατ’ εξοχήν τα λογοτεχνικά – έχουν σημειακό, όπως θα έλεγαν οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι, χαρακτήρα, στη φυσιογνωμία και στην κοινωνική συμπεριφορά μέσα στο αστικό τοπίο, στη ζωή μιας πόλης και στη ζωή μέσα στην ίδια την πόλη. Είναι συστατικά γνωρίσματα της ευρωπαϊκής παράδοσης η οποία απέτρεψε σε μεγάλο βαθμό τους κατοίκους των περισσοτέρων πόλεων της ηπείρου μας να τις μετατρέψουν σε μυρμηγκοφωλιές, όπως αντίθετα συμβαίνει στις αναδυόμενες βιομηχανικές κοινωνίες της Ασίας και σε πολλά μέρη του Τρίτου Κόσμου.
Κλειστόν λόγω κατεδαφίσεως
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 υπήρξε η χαριστική βολή για το πατάρι του Λουμίδη, το οποίο εξακολουθούσε να υπάρχει – και να παρακμάζει – επί μικρόν ακόμη διάστημα. Κάποια μέρα, σαν παραμύθι που είχε κακό τέλος, το κατάστημα του Λουμίδη έκλεισε και το διπλανό βιβλιοπωλείο της Εστίας μετακόμισε στην οδό Σόλωνος, όπου βρίσκεται και σήμερα. Συνέβη αυτό το οποίο συνέβη σε τόσα και τόσα κτίρια της Αθήνας – και όχι μόνον: «Κλειστόν λόγω κατεδαφίσεως».
Η Αθήνα δυστυχώς δεν μπορεί να «ανακτήσει» σήμερα τα παλαιά της ιστορικά καφενεία. Το να δημιουργήσει νέα είναι μάλλον δύσκολο, αφού οι ανθρώπινες σχέσεις, οι επαφές και οι συζητήσεις ορίζονται πλέον σε άλλο πλαίσιο. Πέραν αυτού, οι παραδόσεις δεν δημιουργούνται εν κενώ. Η πόλη βελτιώθηκε αισθητά εξαιτίας των Ολυμπιακών Αγώνων, όμως απέχει ακόμη από το να τη χαρακτηρίσει κανείς πραγματικό «άστυ». Και να σκεφτεί κανείς ότι κάποτε απεκλήθη «κλεινόν» και «ιοστεφές» άστυ.
Οσο για το πατάρι, το πατάρι των αναμνήσεων, θα έπρεπε νομίζω κάποια στιγμή η εταιρεία που παράγει σήμερα τον καφέ Λουμίδη να εκδώσει ένα λεύκωμα για το ιστορικό αυτό καφενείο. Με κείμενα, φωτογραφίες, ντοκουμέντα ή όποιο υλικό έχει διασωθεί και βρίσκεται σκόρπιο εδώ κι εκεί με κίνδυνο να χαθεί για πάντα. Θα αποτελούσε τον ελάχιστο, έστω και μεταθανάτιο, φόρο τιμής για όλους όσοι πέρασαν από εκεί, για εκείνους που το γνώρισαν και βρίσκονται ανάμεσά μας και σε τελική ανάλυση για το ίδιο της το προϊόν, το οποίο κυκλοφορεί υπόγεια, κάτω από τα κείμενα των ένδοξων θαμώνων του πάλαι ποτέ παταριού της οδού Σταδίου 38.