Παρά την απουσία του χρόνου στο μέχρι σήμερα μυθοπλαστικό σύμπαν του Α. Αντονά, η έμπνευση, τουλάχιστον στα δύο τελευταία βιβλία του, έρχεται από την επικαιρότητα. Στο πρόσφατο η μεταολυμπιακή Αθήνα, με τις πανταχού παρούσες κάμερες, μια πόλη δυνάμει προστατευόμενη ή, κατά διαφορετική εκτίμηση, επιτηρούμενη, δείχνει να έδωσε την ιδέα για τους ιδιόμορφους χώρους και τους πρωτότυπους μύθους των αφηγημάτων. Αυτή τη φορά, δύο αντί ενός, στη μορφή ενός διπλού βιβλίου, τουτέστιν δύο βιβλία σε ένα, με δύο εξώφυλλα, και τα κείμενα να βαίνουν αντίρροπα και ανάστροφα. Τυπογραφική συσκευασία που τείνει τελευταία να γίνει της μόδας.
Στο κυρίως αφήγημα, το οποίο διακρίνεται, πέραν της διπλάσιας έκτασης, και από την τοποθέτηση σε αυτό του κολοφώνα (κάπου πρέπει να μπει και ο κολοφώνας), κυριαρχεί το σύμπλεγμα ενός οικήματος στο κέντρο μιας πόλης, που δείχνει εξωτερικά εγκαταλελειμμένο, και τεσσάρων παράπλευρων σπιτιών, ακτινωτά τοποθετημένων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έκαστο σε απόσταση από το κέντρο γύρω στο ένα χιλιόμετρο ή δεκαπέντε λεπτά δρόμο μέσω υπόγειας σήραγγας. Εκ των ων ουκ άνευ οι σήραγγες στα αφηγήματα του Αντονά. Εισαγωγικά μάλιστα, εκτός από τα σκαριφήματα εσωτερικών χώρων που κατά κανόνα παραθέτει ο συγγραφέας, δίνεται και αεροφωτογραφία της πόλης, όπου το συγκεκριμένο οικιστικό σύμπλεγμα με τις υπόγειες διόδους φαίνεται ως «τεράστιος αστερίας» ή, εναλλακτικά, σαν το σχεδίασμα ενός ελεγκτικού μηχανισμού με κάμερες τοποθετημένες στους τέσσερις τομείς της πόλης και τις οθόνες καταγραφής συγκεντρωμένες στην έδρα συντονισμού της όλης επιχείρησης. Αν και η αφήγηση καλύπτεται πίσω από παραμυθικές περιγραφές προσπαθώντας να πάρει τη μορφή μιας πολύσημης αλληγορίας, όπου ως στρατηγικός εγκέφαλος εμφανίζεται ένας και μοναδικός άνθρωπος, ο φερόμενος ως χειριστής.
Αυτός είναι ο μέγας αρχιτέκτων που συνέλαβε το σχέδιο και το πραγμάτωσε, αγοράζοντας οικόπεδα και σπίτια, κάνοντας εκσκαφές και τις λοιπές απαιτούμενες οικοδομικές εργασίες. Αλλά και ο νομοθέτης μιας ουτοπικής πολιτείας, που έστησε, στεγάζοντας τέσσερις ανθρώπους στους αντίστοιχους τομείς, με την υπόσχεση της προστασίας. Δύο άντρες και δύο γυναίκες, παντελώς ανώνυμους, που ακούνε σε μονοσύλλαβα συνθηματικά ονόματα, ανάλογα με το σημείο του κεντρικού οικήματος από όπου ξεκινά η σήραγγα του τομέα τους. Για παράδειγμα, Καν από το καναπές. Οσο για τον χειριστή, αποκαλείται Ναπ, πιθανώς κατ’ αντιστροφή του Παν, γιατί όχι όμως και από τον υπνάκο αγγλιστί, στον οποίο παραδίδεται όλο και συχνότερα στα χρόνια της παρακμής του.
Στην πολιτεία του χειριστή εφαρμόζεται το διαίρει και βασίλευε, ενώ η τιμωρία για την παράβαση των κανόνων δεν είναι ο εγκλεισμός αλλά το κλείδωμα εκτός των πυλών. Συν τω χρόνω το σύστημα προστασίας μετατρέπεται σε μηχανισμό παρακολούθησης, όπου η εμμονή του χειριστή για πλήρη έλεγχο οδηγεί σε διαρκή καταγραφή των κινήσεων των τεσσάρων, ακόμη και των περιόδων ακινησίας. Τακτική που απειλεί να καταστήσει το σύστημα ανενεργό, αφού η αποθήκευση και η επεξεργασία τόσων δεδομένων γίνεται ολοένα δυσχερέστερη. Την κατάσταση θα σώσει η έλευση ενός ταχυδρόμου ως Μεσσία, ευαγγελιζόμενου νέα τάξη πραγμάτων. Αν ο χειριστής είχε καταντήσει την πολιτεία σπήλαιο, όχι ιδεών, αλλά καταγεγραμμένων καταστάσεων, ο καινούργιος ρυθμιστής θα τη μεταμορφώσει σε φαρμακείο ελεύθερης διακίνησης φαρμάκων, όπου ο συγγραφέας αγωνιά να τονίσει την αμφισημία της λέξης. Ανεξάρτητα όμως αν ο αναγνώστης γνωρίζει ή όχι την «Πλάτωνος φαρμακεία» ενός Ζακ Ντεριντά, η αλληγορία προβάλλει αρκούντως ευκρινής. Σε αντίθεση με το δεύτερο αφήγημα, που δείχνει κρυπτικό, αν όχι υπερβαλλόντως απλουστευτικό. Μια παράσταση χωρίς σκηνοθέτη, με ηθοποιούς τους θεατές και απόλυτο κυρίαρχο τον χειριστή των φωτισμών. Αυτός ρυθμίζει το σημαντικό και το ασήμαντο, ανακηρύσσοντας σταρ όποιον κάνει τούμπες, για όσο χρόνο τις κάνει. Αν πρόκειται για αλληγορία του σύγχρονου βίου, τι θέλει άραγε να πει ο συγγραφέας με τις δύο συνευρέσεις, σε διαφορετικές στάσεις, τη μια στο δάπεδο της πλατείας και την άλλη επί σκηνής, ενώ παρεμβάλλεται αφόδευση σε τουρκική τουαλέτα, όπου ο ατακτούλης θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τον χειριστή, όχι όμως πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά μέσω των ειδώλων τους στον καθρέφτη; Πιθανώς να πρόκειται για περαιτέρω διάλογο του συγγραφέα με νεότερους φιλοσόφους. Πάντως και τα δύο αφηγήματα ξεκινούν με έναν άνθρωπο εν συγχύσει, που προσπαθεί να διαχωρίσει σωματικά ερεθίσματα και παραισθήσεις, όπου οι σκέψεις περιορίζονται στα στοιχειώδη, ενώ γενικότερα εκφράζεται ζωώδης βουλιμία για φαγητό και σεξ. Εν τέλει ζοφερές αλληγορίες για υπανθρώπους υπό επιτήρηση και κυβερνώντες υποβαθμισμένους σε χειριστές καταστάσεων.